Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: Ερμηνεία εις τον Κανόνα της Υψώσεως του Σταυρού (1ο τροπάριο - α΄ ωδής)


Τροπάριον.
Τόν τύπον πάλαι Μωσῆς, τοῦ ἀχράντου πάθους, ἐν ἑαυτῷ προέφημε, τῶν ἱερῶν μεσούμενος. Σταυρῷ δέ σχηματισθείς, τεταμέναις τρόπαιον παλάμαις ἤγειρε, τό κράτος διολέσας, Ἀμαλήκ τοῦ πανώλους. Διό Χριστῷ ᾄσωμεν, τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται.

Ἑρμηνεία.
Και τούτο το Τροπάριον εδανείσθη ο μελωδός από το βιβλίον της Εξόδου, από το οποίον εδανείσθη και τον ανωτέρω Ειρμόν. Ακούων γαρ τον Παύλον να λέγη, ότι ο παλαιός νόμος είχε σκιάν και τύπον των μυστηρίων της νέας χάριτος «Σκιάν γαρ έχων ο Νόμος των μελλόντων αγαθών» (Εβρ. ι' 1). Διά τούτο μεταφέρει και αλληγορεί τας ιστορίας της Παλαιάς Διαθήκης, εις την Νέαν Διαθήκην του Ευαγγελίου.
Όθεν και λέγει, ότι πάλαι μεν ο Προφήτης Μωυσής επροεικόνισεν εις τον εαυτόν του τον τύπον του αχράντου πάθους του Δεσπότου Χριστού. Πώς; Και τίνι τρόπω; Των ιερών μεσούμεος· ήτοι καθώς ο Μωυσής εστέκετο εις το μέσο των ιερών εκείνων ανδρών, του Ααρών, λέγω, του αδελφού του, και του Ωρ(1)· ούτω και ο Δεσπότης Χριστός έπασχεν εν τω Σταυρώ, ευρισκόμενος ανάμεσα εις τους δύο ληστάς.

Σχηματισθείς δε πάλιν κατά τον τύπον του Σταυρού, εσήκωσε με τας σταυροειδώς εξαπλωμένας χείράς του τρόπαιον, ήτοι νίκην(2). Έφθειρε γαρ διά μέσου της σταυροειδούς εξαπλώσεως ταύτης, την δύναμιν του πανωλέθρου και αφανιστικού εκείνου Βασιλέως Αμαλήκ, ος τις επολέμει τον Ισραηλιτικόν λαόν, και δεν άφινεν αυτόν να περάση και να υπάγη εις τη γη της επαγγελίας· καθώς αναφέρεται η ιστορία αυτή εις το ιζ' της Εξόδου Κεφάλαιον.

Δια τούτο, λέγει, ημείς οι Χριστιανοί, βλέποντες τον τύπον του Σταυρού ένδοξον και νικώντα, ακόμη και εν τη σκιά της Παλαιάς Διαθήκης, ας μελωδήσωμεν εν επινίκιον και ένδοξον άσμα εις Χριστόν τον Θεόν, ος τις εχάρισε τόσην μεγάλην δύναμιν, και εις αυτόν ακόμη τον εν τη Παλαιά τύπον του Σταυρού του, επειδή και είναι δεδοξασμένος.

Όθεν και ο θείος Γρηγόριος ο Θεσσαλονίκης εν τω εις την προσκύνησιν του Σταυρού λόγω αυτού, γράφει ένα βαθύ νόημα, λέγων «ο του Χριστού Σταυρός προανεκηρύττετο και προετυπούτο μυστικώς εκ γενεών αρχαίων, και ουδείς ποτε κατηλλάγη τω Θεώ χωρίς της του Σταυρού δυνάμεως»... και ώσπερ, μήπω όντος του ανθρώπου της αμαρτίας, του υιού της ανομίας, του Αντιχρίστου, λέγω, ο ηγαπημένος τω Χριστώ φησί Θεολόγος· «και νυν αγαπητοί, ο Αντίχριστος έστιν».

Ούτω και ο Σταυρός ην εν τοις προγενεστέροις και πρό του τελεσθήναι. «Ο γαρ μέγας Παύλος σαφέστερον ημάς διδάσκων, ότι, και μήπω παραγενόμενος, εν ημίν έστιν ο Αντίχριστος, φησίν, ότι το μυστήριον αυτού ενεργείται εν ημίν ούτω δη και ο του Χριστού Σταυρός, μήπως γεγονώς, εν τοις προπάνορσιν ην· το γαρ μυστήριον αυτού ενηργείτο εν αυτοίς. Ακολούθως δε φέρει παράδειγμα τον Άβελ, τον Σήθ, τον Ενώς, τον Ενώχ, τον Νώε, τον Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, και τους λοιπούς Προπάτορας και Προφήτας».

Ήθελε δε ερωτήση τινάς, με ποία άρα γε άρματα επολέμουν οι Ισραηλίται τον Αμαλήκ και τα εκείνου στρατεύματα, ενώ αυτοί άρματα δεν είχον, όταν εβγήκαν από την Αίγυπτον; και αποκρίνεται ο Ιώσηπος συν τω ιερώ Θεοδωρήτω, ότι όταν εξέβρασεν η ερυθρά Θάλασσα τους Αιγυπτίους εις τα περιγιάλια, ομού με τα άρματα των· τότε οι Εβραίοι κουρσεύσαντες αυτούς, επήραν τα άρματά των, και εκείνα εμεταχειρίζοντο εις τον πόλεμον.

Τι δε νόημα συνάγεις, συ αγαπητέ αναγνώστα, από το Τροπάριον τούτο; ωφέλιμον αληθώς και ψυχωφελές. Διότι καθώς ο Μωϋσής τότε, εν όσω είχεν υψωμένα τα χέρια του υψηλά εις σχήμα Σταυρού, ενίκα ο Ισραηλιτικός λαός τον Αμαλήκ· όταν δε αυτά εκατέβαζεν, ενίκα ο Αμαλήκ. «Και εγένετο, όταν επήρε Μωϋσής τας χείρας, κατίσχυεν Ισραήλ· όταν δε καθήκε τας χείρας, κατίσχυεν Αμαλήκ» (Εξ. ιζ' 11).

Ούτω και συ τώρα, εν όσω μεν έχεις τας χείρας σου σταυροειδώς υψωμένας εις προσευχήν, νικάς τον νοητόν Αμαλήκ, Διάβολον, ος τις σε πολεμεί, και δεν σε αφίνει να περάσης, και να υπάγης εις την άνω Ιερουσαλήμ· όταν δε αμελών κατεβάσης τας χείρας σου, και διαλύσης τον νικητικόν τύπον του Σταυρού, τότε νικάται, κατά τον Βασίλειον, ο εν ημίν Ισραήλ, ήτοι ο διορατικός ημών νους· επειδή Ισραήλ, νους ορών τον Θεόν, ερμηνεύεται.

Δια τούτο και ο Προφήτης Δαβίδ πρότερον εποίει, και ο Παύλος ύστερον παραγγέλλει εις ημάς, να σηκώνωμεν τας χείρας, όταν προσευχώμεθα. Διά τι; ίνα τυπώνωμεν εις τον εαυτόν μας εν τη προσευχή το νικητικόν σχήμα του Σταυρού· ο μεν, λέγων, «έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή» (Ψαλ. ρμ' 2). Ο δε, παραγγέλλων «Βούλομαι ούν προσεύχεσθαι τους άνδρας εν παντί τόπω, επαίροντας οσίους χείρας» (α' Τιμοθ. β' 8).

Και τούτη είναι η αιτία, δια την οποίαν η Εκκλησία του Χριστού επενόησε τα στασείδια εν τω Ναώ, ίνα δηλαδή οι προσευχόμενοι Χριστιανοί, ακουμβίζοντες τας χείρας των επάνω εις τα πλάγια ξύλα των στασειδίων (ου γαρ δύναται εις όλον το διάστημα της εν τη Εκκλησία προσευχής, να έχουν υψωμένας αυτάς), τυπώνωσιν εις τον εαυτόν των εν τη προσευχή τον Τίμιον Σταυρόν· καθώς τότε ετύπωνεν αυτόν και ο Μωυσής, εν όσω είχεν υψωμένας τας χείρας του(3).

Εν τη δυνάμει λοιπόν του τιμίου Σταυρού, και της δια της επάρσεως των χειρών ενεργουμένης προσευχής, εμπορείς να νικήσης, και συ αδελφέ, τον νοητόν Αμαλήκ, Διάβολον, περί ου γέγραπται «αρχή Εθνών, Αμαλήκ· και το σπέρμα αυτών απολείται» (Αριθμ. κδ' 20). Ποία δε είναι τα έθνη, των οποίων ευρίσκεται αρχή ο Διάβολος; είναι τα πλήθη των δαιμόνων των υποτασσομένων τω Διαβόλω. Ποίον δε είναι το σπέρμα του Αμαλήκ και των δαιμόνων; είναι η αμαρτία και όλα τα πάθη, τα οποία εγέννησεν ο Διάβολος και οι υπ' αυτόν δαίμονες, ήτοι η φιλαυτία, η οίησις, η υπερηφάνεια, η γαστριμαργία, και τα λοιπά.

Όθεν είπεν ο σοφός Νείλος «αρχή Εθνών Αμαλήκ, και αρχή παθών γαστριμαργία». Μη φοβηθής λοιπόν, Χριστιανέ, τον νοητόν Αμαλήκ και τον εκείνου αόρατον πόλεμον, όχι! επειδή διά της κρυφίας δυνάμεως του Σταυρού, πολεμεί μεν αυτόν ο Χριστός και δεν τον αφίνει να νικήση, βοηθεί δε εσέ τον αντιπολεμούντα εκείνον, και νικητήν αυτού δείκνυσι· καθώς είναι γεγραμμένον «Εν χειρί κρυφία πολεμεί Κύριος επί Αμαλήκ από γενεών εις γενεάς» (Έξ. ιζ' 16).

Παραθαρρύνει δε σε και ο θεολόγος Γρηγόριος, λέγων, «αν ούτως εξέλθης Αίγυπτον, Αμαλήκ καταπολεμηθήσεταί σοι, ουχί όπλοις μόνον, αλλά και πολεμίαις χερσί δικαίων, ευχήν ομού τυπούσαις και Σταυρού τρόπαιον το αήττητον» (Λόγ. εις το Πάσχα).

----------------------------------------------------
Παραπομπές
1. Ο Ωρ ήτον Κριτής αδέκαστος κατά τον Αλεξανδρείας Κύριλλον· κατά δε τον Ίώσηπον (κεφ. β' του γ' βιβλίου της αρχαιολογίας) ο  Ωρ ήτον άνδρας της Μαριάμ της αδελφής Μωϋσέως. Αγκαλά και ο Νύσσης Γρηγόριος λέγη εν τω περί Παρθενίας, ότι η Μαριάμ αύτη, έμεινε παρθένος·  καθότι ουδέν αναφέρει η Γραφή περί του, αν είχεν αύτη άνδρα, ή όχι.

2. Το Τρόπαιον κατά τον Σχολιαστήν του Αριστοφάνους, ήτον τοιούτον· όταν τινάς ήθελε τρέψη και νικήση τους εχθρούς του, έστηνε μίαν πέτραν, ή εκατασκεύαζεν ένα τοίχον, επάνω εις τον οποίον έγραφε την νίκην, όπου έκαμε κατά των εχθρών του, δια να βλέπουν και να ενθυμούνται αυτήν οι μεταγενέστεροι. 
Ελέγετο ουν ο τοιούτος τοίχος, ή η πέτρα, Τρόπαιον· επειδή εστήνετο και εγείρετο επί τη τροπή, ήγουν διά την νίκην των εχθρών. Ο δε Ζωναράς εν τη ερμηνεία του Γ' ήχου της Οκτωήχου, ούτω λέγει «Έθος ήν αρχαίον τοις τους εναντίους νικήσασι, δίδοσθαί τι σημείον, όπερ αιρόμενον, δήλους καθίστα τους νικητάς. Εκαλείτο δ' εκείνο τρόπαιον, ως σύμβολον της ήττης των αντιπάλων, οία τρεψάντων τα νώτα, και εις φυγήν κλινάντων οι γαρ ηττηθέντες, φεύγουσι τους νικήσαντας, ίν' ούτω σωτηρίαν εκ της φυγής πραγματεύσωνται. 
Τρόπαιον δε του Κυρίου και σύμβολον της κατά του Διαβόλου νίκης, είη αν ο Σταυρός, ον επί των ώμων ήρεν, απιών πρός το πάθος· αυτώ γαρ προσηλωθείς ο Δεσπότης και θανών, τον θάνατον ενίκησε, του άδου και του θανάτου εξαναστάς». Λέγει δε και ο Χρυσορρήμων «Απεκδυσάμενος, φησίν ο Παύλος, τας αρχάς και τας εξουσίας, εδειγμάτισεν εν παρρησία θριαμβεύσας εν τω Σταυρώ. Πολλά, φησί, το τρόπαιον έχει της νίκης τα σύμβολα· τα λάφυρα κρέμανται άνω εφ' υψηλού επί του Σταυρού. 
Καθάπερ γαρ βασιλεύς γενναίος πόλεμον νακήσας χαλεπώτατον, τον θώρακα και την ασπίδα και τα όπλα του τυράννου και των στρατιωτών των ηττηθέντων εφ' υψηλού του τροπαίου τίθησιν·  ούτω και ο Χριστός τον πόλεμον νικήσας τον προς τον Διάβολον, τα όπλα αυτού πάντα, τον θάνατον, την κατάραν εκρέμασεν εφ' υψηλού του Σταυρού, καθάπερ επί τροπαίου τινός· ίνα πάντες το τρόπαιον βλέπωσιν, αι άνω δυνάμεις αι εν τοις ουρανοίς, οι κάτω άνθρωποι οι επί γής, αυτοί οι πονηροί δαίμονες οι ηττηθέντες» (Λόγω εις το όνομα του Κοιμητηρίου και εις τον Σταυρόν, Τόμω ε').

3. Το μεν σώμα του Μωϋσέως το από κεφαλής έως ποδών, ορθόν ον, εικόνιζε το όρθιον ξύλον του Σταυρού· αι δε δύο χείρες αυτού εξαπλωμέναι ούσαι, εικόνιζον το πλάγιον ξύλον του Σταυρού· όθεν ο Νύσσης Γρηγόριος βαθέως και γλαφυρώς ειις τον Σταυρόν αλληγορεί το ευαγγελικόν έκείνο λόγιον, το λέγον. «Ιώτα εν, ή μία κεραία, ου μη παρέλθη από του Νόμου» (Ματθ. ε' 18) ούτω γαρ φησιν· Αληθώς γαρ τοις καθοράν δυναμένοις, εν τω Νόμω μάλιστα το κατά τον Σταυρόν θεωρείται μυστήριον διό φησί που το ευαγγέλιον, ότι εκ του Νόμου το ιώτα και η κεραία ού παρέρχεται· σημαίνον δια των ειρημένων, την τε εκ πλαγίου γραμμήν και την κάθετον (ήτοι την ορθήν), δι' ων το σχήμα του Σταυρού καταγράφεται· όπερ και εν τω Μωυσή τότε βλεπόμενον, ος αντί του Νόμου νοείται, τροπαίου και νίκης αίτιον τοις ορώσι καθίστατο» (Σελ. 748 της Πεντατεύχου). Όχι μόνον δε ο άνθρωπος σχήμα έχει σταυρού, αλλά και τα πουλία, σχήμα σταυρού σώζουσιν, όταν πετώσιν ομοίως και τα οψάρια, όταν κολυμβώσι· και οι υφανταί σταυροειδώς υφαίνουσι τα πανία των, αλλά και τα δένδρα και τα φύλλα των δένδρων τα περισσότερα σταυροειδή είναι· και όρα περί τούτου το προοίμιον του Δ' λόγου εις την Σταύρωσιν Ιωσήφ του Βρυεννίου εν τω β' Τόμω.

"Ὁμιλία εἰς τὴν Θείαν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ" (Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς)



(Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς)

Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας προεῖπε γιὰ τὸ εὐαγγέλιο ὅτι «λόγο συντετμημένο θὰ δώσει ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἡσ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ μέσα σὲ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. Ἂς ἐπανεξετάσουμε λοιπὸν σήμερα ὅσα ἔχουμε ἐκθέσει κι ἂς προσθέσουμε ὅσα ὑπολείπονται, γιὰ νὰ ἐμφορηθοῦμε ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὰ ἐναποκείμενα ἄφθαρτα νοήματα καὶ ὁλόκληροι νὰ καταληφθοῦμε ἀπὸ τὰ θεῖα.

«Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς ἀνεβάζει σὲ ὄρος ὑψηλὸ κατ᾽ ἰδίαν. Ἐκεῖ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος» (Ματθ. 17, 1). Ἰδοὺ τώρα εἶναι καιρὸς εὐπρόσδεκτος, σήμερα ἡμέρα σωτηρίας, ἀδελφοί, ἡμέρα θεία, νέα καὶ ἀΐδιος, ποὺ δὲν μετρεῖται μὲ διαστήματα, δὲν αὐξομειώνεται, δὲν διακόπτεται ἀπὸ νύκτα.

Διότι εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος δὲν ὑφίσταται ἀλλοίωση ἢ σκιὰ ἕνεκα μετατροπῆς» (Ἰακ. 1, 7). Αὐτός, ἀφ᾽ ὅτου φιλανθρώπως ἔλαμψε σὲ μᾶς μὲ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς καὶ συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μᾶς ἐξήγαγε ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ θαυμαστό του φῶς, συνεχίζει γιὰ πάντα νὰ λάμπει πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας ὡς ἄδυτος ἥλιος.

Ἐπειδή, λοιπόν, εἶναι δικαιοσύνης καὶ ἀλήθειας ἥλιος, δὲν ἀνέχεται νὰ φέγγει καὶ νὰ γνωρίζεται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μετέρχονται τὸ ψεῦδος ἢ ὑψώνουν τὴν ἀδικία μὲ λόγια ἢ τὴν ἐπιδεικνύουν μὲ ἔργα. Ἀλλὰ ἐμφανίζεται καὶ γίνεται πιστευτὸς ἀπὸ τοὺς ἐργάτες τῆς δικαιοσύνης καὶ τοὺς ἐραστὲς τῆς ἀλήθειας καὶ αὐτοὺς εὐφραίνει μὲ τὶς λάμψεις Του. Αὐτὸ εἶναι ποὺ λέει ἡ Γραφὴ «Φῶς ἀνέτειλε γιὰ τὸν δίκαιο καὶ ἡ σύζυγός του εὐφροσύνη» (Ψαλμ. 96, 12). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς προφήτης ἄδει πρὸς τὸν Θεό: «Τὸ Θαβὼρ καὶ ὁ Ἑρμὼν θὰ ἀγαλλιάσουν στὸ ὄνομά σου» (Ψαλμ. 88, 12), προαναγγέλλοντας τὴν εὐφροσύνη ποὺ προκλήθηκε ἀργότερα στὸ ὄρος ἀπὸ τὴν ἔλλαμψη ἐκείνη σ᾽ αὐτοὺς ποὺ τὴν εἶδαν.

Ὁ δὲ Ἡσαΐας λέει: «λύσε κάθε δεσμὸ ἀδικίας, διάλυσε τοὺς κόμπους βιαίων συνθηκῶν, κάθε ἄδικη συμφωνία ἀναίρεσε» (Ἠσ. 58, 6). Καὶ κατόπιν: «Τότε θὰ ξεχυθεῖ σὰν τὴν αὐγὴ τὸ φῶς σου καὶ τὰ ἰάματά σου γρήγορα θὰ ἀνατείλουν, θὰ πορεύεται ἐνώπιόν σου ἡ δικαιοσύνη σου καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ προστατεύει» (Ἠσ. 58, 8). Καὶ πάλι, «ἐὰν ἀφαιρέσεις ἀπὸ σένα δεσμὸ καὶ χειρονομία καταδικαστικὴ καὶ κακολογία, καὶ δώσεις στὸν πεινασμένο ἄρτο μὲ τὴν ψυχή σου καὶ χορτάσεις ψυχὴ ταπεινωμένη, τότε θὰ ἀνατείλει μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι τὸ φῶς σου καὶ τὸ σκοτάδι σου θὰ γίνει σὰν μεσημέρι» (Ἠσ. 58, 9). Πράγματι, τοὺς καθιστᾶ κι αὐτοὺς ἄλλους ἥλιους, πάνω στοὺς ὁποίους ὁ ἥλιος αὐτὸς θὰ λάμψει ἀπλέτως· «διότι θὰ λάμψουν καὶ οἱ δίκαιοι ὅπως ὁ ἥλιος στὴν βασιλεία τοῦ Πατρός τους» (Ματθ. 13, 43).

Ἂς ἀποβάλλουμε λοιπόν, ἀδελφοί, τὰ ἔργα τοῦ σκότους, κι ἂς ἐργαζόμαστε τὰ ἔργα τοῦ φωτός, ὥστε ὄχι μόνο νὰ βαδίσουμε εὐσχημόνως σὰν σὲ τέτοια ἡμέρα, ἀλλὰ καὶ ἡμέρας υἱοὶ νὰ γίνουμε. Καὶ ἂς ἀνεβοῦμε στὸ ὄρος, ὅπου ὁ Χριστὸς ἔλαμψε, γιὰ νὰ δοῦμε τί συνέβη ἐκεῖ. Ἢ μᾶλλον, ἐὰν εἴμαστε ὅπως πρέπει καὶ ἔχουμε γίνει ἄξιοι τέτοιας ἡμέρας, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς ἀνεβάσει στὸν κατάλληλο καιρό. Τώρα ὅμως, παρακαλῶ, ἐντείνετε καὶ ἀνυψῶστε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς διάνοιας πρὸς τὸ φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἕως ὅτου μεταμορφωθεῖτε μὲ τὴν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ σας καὶ ἔτσι ἀποκτώντας τὴν θεία αἴγλη ἀπὸ ψηλά, νὰ γίνετε σύμμορφοι μὲ τὸ ὁμοίωμα τῆς δόξας τοῦ Κυρίου (Φιλ. 3, 21), τοῦ ὁποίου τὸ πρόσωπο ἐπάνω στὸ ὄρος ἔλαμψε σήμερα σὰν τὸν ἥλιο.

Τί σημαίνει «σὰν τὸν ἥλιο;» Κάποτε τὸ ἡλιακὸ φῶς δὲν ὑπῆρχε σὰν σὲ σκεῦος στὸν δίσκο τοῦτο. Τὸ μὲν φῶς εἶναι πρωτογεννημένο, τὸν δὲ δίσκο τὴν τετάρτη ἡμέρα δημιούργησε ὁ Κτίστης τῶν πάντων, ἀνάβοντας σ᾽ αὐτὸν τὸ φῶς καὶ κάμνοντάς τον ἄστρο ποὺ φέρνει τὴν ἡμέρα καὶ συγχρόνως φαίνεται τὴν ἡμέρα. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὸ φῶς τῆς θεότητας κάποτε δὲν βρισκόταν σὰν σὲ σκεῦος στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο μὲν εἶναι πρὶν ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ δίχως ἀρχή. Τοῦτο δὲ τὸ πρόσλημμα, τὸ ὁποῖο ἔλαβε ἀπὸ μᾶς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, δημιουργήθηκε γιὰ χάρη μας στοὺς ὕστερους χρόνους, λαμβάνοντας ἐντός του τὸ πλήρωμα τῆς θεότητας. Ἔτσι ἐμφανίσθηκε φωστήρας θεοποιὸς καὶ συνάμα θεοφεγγής. Ἔτσι ἔλαμψε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκὰ ὅπως τὸ φῶς. Ὁ δὲ Μᾶρκος λέει «στιλπνὰ καὶ λευκὰ πολὺ σὰν χιόνι, τέτοια ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ λευκάνει γναφέας ἐπὶ τῆς γῆς» (Μαρκ. 9, 3).


Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, μὲ τὸ ἴδιο φῶς καὶ τὸ προσκυνητὸ ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ἱμάτια, ἀλλ᾽ ὄχι ἐξίσου. Διότι τὸ μὲν πρόσωπό Του σὰν τὸν ἥλιο ἔλαμψε, τὰ δὲ ἱμάτια, ἐφόσον ἄγγιζαν τὸ σῶμα Του, ἔγιναν φωτεινά. Καὶ ἔδειξε μὲ αὐτὸ ποιές εἶναι οἱ στολὲς τῆς δόξας, ποὺ θὰ ἐνδυθοῦν κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα ὅσοι πλησίασαν τὸν Θεό, καὶ ποιά εἶναι τὰ ἐνδύματα τῆς ἀναμαρτησίας, τὰ ὁποῖα ὅταν ἀπέβαλε ὁ Ἀδὰμ λόγῳ τῆς παραβάσεως, φαινόταν γυμνὸς καὶ αἰσθανόταν ντροπή. Ὁ μὲν θεῖος Λουκᾶς λέει: «Ἔγινε ἡ μορφή Του διαφορετικὴ καὶ ἡ ἐνδυμασία Του λευκὴ καὶ ἀπαστράπτουσα», βλέποντας ὅτι ὅλα τὰ ἐκεῖ τελούμενα δὲν ἔχουν κάτι ἀντίστοιχο νὰ συγκριθοῦν. Ὁ δὲ Μᾶρκος εἰκονίζει μὲν τὰ ἱμάτια, λέγοντας ὅμως ὅτι εἶναι στιλπνὰ καὶ λευκὰ σὰν χιόνι ἔδειξε καὶ αὐτὸς ὅτι οἱ εἰκόνες καὶ τὰ παραδείγματα ὑστεροῦν ἔναντι τῆς θέας τῶν ἱματίων ἐκείνων. Διότι τὸ χιόνι εἶναι μὲν λευκό, ἀλλ᾽ ὄχι στιλπνό. Ἔχει πάντα ἀνώμαλη ἐπιφάνεια, ἐφόσον ὅλο ἀποτελεῖται ἀπὸ μικρὲς φυσαλίδες λόγῳ τῆς μίξεως τοῦ ἐνυπάρχοντος σ᾽ αὐτὸ ἀέρα. Ὅταν δηλαδὴ τὸ σύννεφο δὲν ἔχει ἀκόμη συσταθεῖ τελείως καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποβάλει τὸν ἐνυπάρχοντα ἀέρα, πήζει ἀπὸ τὴν σφοδρότητα τοῦ ψύχους καὶ ἔτσι κατέρχεται γεμᾶτο ἀέρα, λευκὸ καὶ ἀνώμαλο, ὅπως περίπου ὁ ἀφρός.

Ἐπειδή, λοιπόν, δὲν ἀρκοῦσε τὸ λευκὸ τοῦ χιονιοῦ, γιὰ νὰ παραστήσει τὴν τερπνότητα τῆς θέας ἐκείνης, συμπεριλήφθηκε καὶ τὸ στιλπνό, δείχνοντας καὶ μ᾽ αὐτὰ ὁ εὐαγγελιστὴς τὴν ὑπερφυῆ φύση τοῦ φωτὸς ἐκείνου, μὲ τὸ ὁποῖο τὰ ἱμάτια ἐκεῖνα ἔγιναν στιλπνὰ καὶ λευκά. Πράγματι, δὲν εἶναι ἰδιότητα τοῦ φωτὸς νὰ καθιστᾶ λευκὰ καὶ στιλπνὰ αὐτὰ ποὺ φωτίζει, ἀλλὰ νὰ δείχνει τὸ χρῶμα τους. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο, καθὼς φαίνεται, τὰ ἀποκάλυψε ἢ μᾶλλον τὰ ἀλλοίωσε, πρᾶγμα ποὺ δὲν συνιστᾶ ἰδιότητα αἰσθητοῦ φωτός. Τὸ δὲ ἀκόμη παραδοξότερο, ὅτι καὶ ὅταν τὰ ἀλλοίωσε, τὰ διατήρησε πάλι ἀναλλοίωτα, ὅπως φάνηκε λίγο ἀργότερα. Πῶς νὰ τὰ ἐνεργεῖ αὐτὰ φῶς γνώριμο σὲ μᾶς; Γι᾽ αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς θέλοντας νὰ δείξει ὑπερφυῆ ὄχι μόνο τὴν ὑπεροχικὴ λαμπρότητα καὶ ὀμορφιὰ τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ τὴν ὡραιότητα τῶν ἐνδυμάτων, παραμέρισε μὲ τρόπο τὴν φυσικὴ ὡραιότητα συνάπτοντας τὴν στιλπνότητα μὲ τὸ λευκὸ τοῦ χιονιοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ἡ τέχνη μαζὶ μὲ τὴν φύση ἐπινοεῖ τὸ ὡραῖο, θέτοντας ἐκείνη τὴν ὀμορφιὰ πάνω ἀπὸ τεχνητοὺς ὡραϊσμούς, ἀναφέρει: «τέτοια, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ λευκάνει γναφέας ἐπάνω στὴν γῆ».

Ἀλλ᾽ ὅμως ὁ προαιώνιος Λόγος, ποὺ σαρκώθηκε γιὰ μᾶς, ἡ ἐνυπόστατη σοφία τοῦ Πατρός, φέρει ὁπωσδήποτε μέσα Του καὶ τὸν λόγο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος· τοῦ ὁποίου τὸ γράμμα εἶναι σὰν ἐνδυμασία· λευκὸ καὶ σαφές, συνάμα δὲ στιλπνὸ καὶ λαμπρὸ καὶ σὰν μαργαριτάρι, μᾶλλον δὲ θεοπρεπὲς καὶ ἔνθεο γι᾽ αὐτοὺς ποὺ βλέπουν πνευματικὰ τὰ τοῦ Πνεύματος καὶ ἑρμηνεύουν θεοπρεπῶς τὶς λέξεις τῶν κειμένων καὶ δείχνουν ὅτι τὰ λόγια τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος εἶναι τέτοια, ποὺ γναφέας ἐπάνω στὴν γῆ, δηλαδὴ σοφὸς τοῦ κόσμου τούτου, δὲν μπορεῖ νὰ διασαφήσει. Καὶ τί λέω νὰ διασαφήσει; Δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κατανοήσει, οὔτε ὅταν τὰ ἑξηγεῖ ἄλλος. Διότι, καθὼς λέει ὁ ἀπόστολος, «ψυχικὸς ἄνθρωπος δὲν δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νὰ τὰ γνωρίσει» (Α´ Κορ. 2, 14). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐσφαλμένως θεωρεῖ αἰσθητὲς τὶς ἀσύλληπτες καὶ θεῖες καὶ πνευματικὲς ἐλλάμψεις, «ἐρευνώντας πράγματα ποὺ δὲν εἶδε, μάταια ὑπερυφανευόμενος μὲ τὸν ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία νοῦ του» (Κολ. 2, 18).

Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος, ποὺ ὁ νοῦς του φωτίσθηκε ἀπὸ τὴν θεσπέσια ἐκείνη θέα καὶ ἀνυψώθηκε πρὸς θεῖο ἔρωτα καὶ πόθο μεγαλύτερο, μὴ θέλοντας πλέον νὰ ἀποχωρισθεῖ τὸ φῶς ἐκεῖνο, «καλὸ εἶναι νὰ εἴμαστε ἐδῶ», ἔλεγε στὸν Κύριο, «ἂν θέλεις, ἂς κατασκευάσουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωϋσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία», μὴ γνωρίζοντας τί λέει. Διότι, βέβαια, δὲν εἶχε φθάσει ὁ καιρὸς τῆς ἀποκαταστάσεως. Ὅταν ἔλθει ὁ καιρός, δὲν θὰ χρειασθοῦμε σκηνὲς χειροποίητες. Πέρα ἀπὸ αὐτό, δὲν ἔπρεπε νὰ ἐξισώνει τὸν Δεσπότη μὲ τοὺς δούλους μὲ τὴν ὁμοιότητα τῶν σκηνῶν. Ὁ μὲν Χριστὸς ὡς Υἱὸς γνήσιος στοὺς κόλπους τοῦ Πατρὸς βρίσκεται, οἱ δὲ προφῆτες ὡς υἱοὶ γνήσιοι τοῦ Ἀβραὰμ στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ ὅπως πρέπει θὰ κατοικήσουν. Καθὼς λοιπὸν ὁ Πέτρος στὴν ἄγνοιὰ του ἔλεγε αὐτά, «ἰδού, νεφέλη φωτεινὴ τοὺς ἐπισκίασε», διακόπτοντας τοὺς λόγους τοῦ Πέτρου καὶ δείχνοντας ποιά εἶναι ἡ σκηνὴ ποὺ ἁρμόζει στὸν Χριστό. Τί ἦταν ὅμως αὐτὴ ἡ νεφέλη καὶ πῶς, ἐνῶ ἦταν φωτεινή, τοὺς ἐπισκίασε; Μήπως εἶναι αὐτὴ τὸ ἀπρόσιτο φῶς, στὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς κατοικεῖ, τὸ φῶς ποὺ ἐνδύεται σὰν ἱμάτιο; Διότι λέει: «αὐτὸς ποὺ καθιστᾶ τὰ σύννεφα ἄμαξά Του» (103, 4) καὶ «ἔθεσε τὸ σκότος περικάλυμμά Του σὰν κυκλικὴ σκηνὴ» (Ψαλμ. 17, 13), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος λέει: «εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἔχει ἀθανασία καὶ κατοικεῖ σὲ φῶς ἀπρόσιτο» (Α´ Τιμ. 6, 16). Ὣστε τὸ ἴδιο εἶναι ἐδῶ καὶ φῶς καὶ σκότος, ποὺ ἐπισκιάζει ἀπὸ ἀσύγκριτη λαμπρότητα.


Καθολικό Ιεράς Μονής Μεταμόρφωσης Του Σωτήρος 

Ζαβορδας Γρεβενών

Ἀλλὰ καὶ αὐτό, ποὺ λίγο πρὶν εἶδαν τὰ μάτια τῶν ἀποστόλων, χαρακτηρίζεται ὡς ἀπρόσιτο ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θεολόγους. «Σήμερα εἶναι φωτὸς ἀπροσίτου ἄβυσσος. Σήμερα φωτίζει τοὺς ἀποστόλους ἀπεριόριστη ἔκχυση θείας αἴγλης στὸ Θαβώρ». Καὶ ὁ μέγας Διονύσιος ἀποκαλώντας γνόφο τὸ ἀπρόσιτο φῶς, ὅπου λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεὸς λέει ὅτι «σ᾽ αὐτὸν τὸν γνόφο εἰσέρχεται ὅποιος ἀξιώνεται νὰ γνωρίσει καὶ νὰ δεῖ τὸν Θεό». Ἑπομένως τὸ ἴδιο φῶς ἦταν αὐτὸ ποὺ πρωτύτερα ἔβλεπαν νὰ λάμπει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου οἱ ἀπόστολοι καὶ ἡ φωτεινὴ νεφέλη ποὺ κατόπιν ἐπισκίασε. Ἀλλὰ στὴν ἀρχὴ ἐπειδὴ ἔλαμπε μετριότερα, ἐπέτρεπε τὴν ὅραση. Ὅταν ὅμως διαχύθηκε μὲ πολὺ μεγαλύτερη ἔνταση, ἦταν γι᾽ αὐτοὺς ἀόρατο λόγῳ τῆς ἀσύγκριτης λαμπρότητας. Καὶ ἔτσι ἐπισκίασε τὴν πηγὴ τοῦ θείου καὶ ἀεννάου φωτός, τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης Χριστό. Ἄλλωστε, καὶ στὸν αἰσθητὸ ἥλιο τὸ ἴδιο φῶς καὶ τὴν ὅραση παρέχει μέσω τῆς ἀκτίνας καὶ ἀφαιρεῖ πάλι τὴν ὅραση, ὅταν κατάματα τὸν κοιτάξει κανείς, διότι ἡ λαμπρότητά του εἶναι ὑπεράνω τῆς δυνατότητας τῶν ὀφθαλμῶν μας.

Ἀλλ᾽ ὁ μὲν αἰσθητὸς ἥλιος φαίνεται ὅπως εἶναι ἐκ φύσεως καὶ ὄχι ὅπως θέλει, οὔτε μόνο σὲ ὅποιους θέλει. Ὁ δὲ ἥλιος τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς δικαιοσύνης Χριστός, ἔχοντας ὄχι μόνο φύση καὶ φυσικὴ λαμπρότητα καὶ δόξα, ἀλλὰ καὶ θέληση ἀνάλογη, φωτίζει προνοητικῶς καὶ σωτήρια μόνο ὅσους θέλει καὶ ὅσο θέλει. Ἔτσι θέλησε καὶ φάνηκε σὰν ἥλιος ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων καὶ μάλιστα ὄχι ἀπὸ μεγάλη ἀπόσταση. Ἔπειτα ἔλαμψε πιὸ ἔντονα κατὰ τὴν θέλησή Του καὶ ἀπὸ τὴν ἀσύγκριτη φωτεινότητα ἔγινε ἀόρατος στὰ μάτια τῶν ἀποστόλων, σὰν νὰ εἰσῆλθε σὲ φωτεινὴ νεφέλη. Ἀλλὰ καὶ φωνὴ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴν νεφέλη: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖον εὐδόκησα, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Ὅταν ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη, ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ ἴδια ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπὸ τὴν δόξα ἐκείνη ἀσφαλῶς, τὴν ὁποία δόξα καὶ ὁ Στέφανος ἀργότερα ἐνατένισε, ὅταν ἄνοιξαν γι᾽ αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ καὶ καταλήφθηκε ἀπὸ τὸν Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Τώρα ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴν νεφέλη, ποὺ ἐπισκίασε τὸν Ἰησοῦ. Ἑπομένως εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ὑπερουράνια δόξα τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπὸν εἶναι αἰσθητὸ φῶς τὸ ὑπερουράνιο;


Δίδαξε δὲ ἡ ἀπὸ τὴν νεφέλη φωνὴ τοῦ Πατρός, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησου Χριστοῦ, οἱ νομοθεσίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦταν ἀτελῆ καὶ δὲν ἔγιναν οὔτε τελέσθηκαν σύμφωνα μὲ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ παραχωρήθηκαν γιὰ τὴν μέλλουσα αὐτὴ τοῦ Κυρίου παρουσία καὶ ἐπιφάνεια. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνος, στὸν ὁποῖο εὐδοκεῖ καὶ ἀναπαύεται καὶ εὐαρεστεῖται τέλεια ὁ Πατήρ, ὅπως σὲ Υἱὸ ἀγαπητό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ παραγγέλλει Αὐτὸν νὰ ἀκοῦμε καὶ σ᾽ Αὐτὸν νὰ πειθαρχοῦμε. Καὶ ὅταν λέει «εἰσέλθετε ἀπὸ τὴν στενὴ πύλη, διότι εἶναι πλατειὰ καὶ ἄνετη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια, ἐνῶ στενὴ καὶ δύσβατη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ζωή», Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Κι ὅταν λέει πῶς τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε, σ᾽ Αὐτὸν νὰ πιστεύετε καὶ τέτοιου φωτὸς νὰ καθιστᾶτε ἀξίους τοὺς ἑαυτούς σας.

Ὅταν λοιπὸν φάνηκε ἡ φωτεινὴ νεφέλη καὶ ἤχησε ἀπὸ τὴν νεφέλη ἡ πατρικὴ φωνή, ἔπεσαν, λέει, μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ οἱ μαθητές· ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς, ἀφοῦ καὶ ἄλλοτε πολλὲς φορὲς ἀκούσθηκε, ὄχι μόνο στὸν Ἰορδάνη ἀλλὰ καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὅταν πλησίαζε τὸ σωτήριο πάθος. Πράγματι, ὅταν ὁ Κύριος εἶπε «Πάτερ, δόξασε τὸ ὄνομὰ Σου» ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό: «Τὸ ὄνομά μου τὸ δόξασα καὶ πάλι θὰ τὸ δοξάσω» (Ἰω. 12, 28), καὶ ὅλος μὲν ὁ ὄχλος ἄκουσε, ἀλλὰ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἔπεσε. Ἐδῶ ὅμως ὄχι μόνο φωνή, ἀλλὰ καὶ φῶς ἀπεριόριστο συνάμα φάνηκε. Εὐλόγως, λοιπόν, κατάλαβαν οἱ θεοφόροι Πατέρες ὅτι γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο ἔπεσαν πρηνεῖς οἱ μαθητές, ὄχι γιὰ τὴν φωνή, ἀλλὰ γιὰ τὸ παράξενο καὶ ὑπερφυὲς φῶς. Διότι καὶ πρὶν φθάσει ἡ φωνὴ ἦσαν φοβισμένοι, ὅπως λέει ὁ Μᾶρκος, σαφῶς ἀπὸ τὴν θεοφάνεια ἐκείνη.

Ὅμως, ὅταν μὲ ὅλα αὐτὰ ἀποδεικνύεται ὅτι τὸ φῶς ἐκεῖνο εἶναι θεῖο καὶ ὑπερφυὲς καὶ ἄκτιστο, τί παθαίνουν πάλι αὐτοὶ ποὺ ἐπιδίδονται μὲ ὑπερβολικὸ ζῆλο στὴν θύραθεν καὶ σαρκικὴ παιδεία καὶ δὲν μποροῦν νὰ γνωρίσουν τὰ τοῦ Πνεύματος; Κατρακυλοῦν σὲ ἄλλο γκρεμό. Δὲν τὸ ὀνομάζουν θεία δόξα, οὔτε βασιλεία Θεοῦ, οὔτε κάλλος, οὔτε χάρη, οὔτε λαμπρότητα, ὅπως ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς θεολόγους διδαχθήκαμε, ἀλλὰ ἰσχυρίζονται ὅτι τοῦτο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο προηγουμένως ἔλεγαν ὅτι εἶναι αἰσθητὸ καὶ κτιστό. Ὁ δὲ Κύριος στὰ εὐαγγέλια λέει πὼς τούτη ἡ δόξα δὲν εἶναι κοινὴ μόνο σ᾽ Αὐτὸν καὶ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἁγίους ἀγγέλους, καθὼς γράφει ὁ θεῖος Λουκᾶς: «ὅποιος ντραπεῖ νὰ ὁμολογήσει ἐμένα καὶ τὴν διδασκαλία μου στὴν γενεὰ αὐτή, θὰ ντραπεῖ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου γι αὐτόν, ὅταν ἔλθει μέσα στὴν δόξα Του καὶ τὴν δόξα τοῦ Πατρὸς καὶ τῶν ἁγίων ἀγγέλων» (Λουκ. 9, 26). Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ ἰσχυρίζονται πὼς ἡ δόξα αὐτὴ εἶναι οὐσία, θὰ δεχθοῦν ὅτι αὐτὴ εἶναι κοινὴ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀγγέλων, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ ἐσχάτη ἀσέβεια.

Μάλιστα, ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων μετέχουν σ᾽ αὐτὴ τὴν δόξα καὶ βασιλεία. Ἀλλ᾽ ὁ μὲν Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς μαζὶ μὲ τὸ θεῖο Πνεῦμα ἔχουν φυσικὴ τούτη τὴν δόξα καὶ βασιλεία, οἱ δὲ ἅγιοι ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι τὴν ἀποκτοῦν κατὰ χάρη, δεχόμενοι ἀπὸ ἐκεῖ τὴν ἔλλαμψη. Ἄλλωστε καὶ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, ποὺ ἐμφανίσθηκαν μαζί Του σ᾽ αὐτὴ τὴν δόξα, αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παρέστησαν. Ὁ δὲ Μωϋσῆς φάνηκε κοινωνὸς τῆς θεϊκῆς δόξας ὄχι μόνο τώρα ἐπάνω στὸ Θαβώρ, ἀλλὰ καὶ τότε ποὺ τὸ πρόσωπό του δοξάσθηκε τόσο, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν οἱ Ἰσμαηλῖτες νὰ τὸ ἀντικρύσουν. Τοῦτο δηλώνει καὶ αὐτὸς ποὺ λέει ὅτι ὁ Μωϋσῆς δέχθηκε στὸ θνητὸ πρόσωπό του τὴν ἀθάνατη δόξα τοῦ Πατρός. Καθὼς καὶ ἐκεῖνος πού, ὅταν ὁ Εὐνόμιος χαρακτήριζε ἀμετάδοτη πρὸς τὸν Υἱὸ τὴν δόξα τοῦ Παντοκράτορα, τὸν ἀντέκρουσε λέγοντας ὅτι, δὲν θὰ ἀνεχόμουν τέτοιο λόγο, ἀκόμη κι ἂν ἀναφερόταν στὸν Μωϋσῆ.

Κοινή, λοιπόν, καὶ μία εἶναι ἡ δόξα καὶ ἡ βασιλεία καὶ ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς προφήτης ψάλλει: «ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ μας θὰ εἶναι ἐπάνω μας» (Ψαλμ. 89, 19). Ἀλλὰ κανεὶς μέχρι τώρα δὲν τόλμησε νὰ πεῖ ὅτι εἶναι μία καὶ κοινὴ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων. Καὶ βέβαια κοινὴ φάνηκε τελευταῖα ἐπάνω στὸ ὄρος ἡ θεία λαμπρότητα τῆς θεότητας τοῦ Λόγου καὶ τῆς ἀνθρώπινης σάρκας. Ὅτι εἶναι ὅμως κοινὴ ἡ οὐσία τῆς θεότητας καὶ τῆς σάρκας, θὰ τὸ ἔλεγαν ὁ Εὐτυχὴς καὶ ὁ Διόσκορος καὶ ὄχι αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ εἶναι εὐσεβεῖς. Καὶ τὴν μὲν δόξα αὐτὴ καὶ λαμπρότητα, ὅπως καὶ τώρα τὴν εἶδαν οἱ συνοδοιπόροι τοῦ Ἰησοῦ, ὅλοι θὰ τὴν ἀντικρύσουν, ὅταν ὁ Κύριος φανεῖ νὰ λάμπει ἀπὸ ἀνατολὴ ἕως δύση. Κανεὶς ὅμως δὲν στάθηκε στὴν ὑπόσταση καὶ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ εἶδε ἢ περιέγραψε τὴν θεία φύση. Καὶ τὸ μὲν θεῖο τοῦτο φῶς δίδεται μὲ μέτρο καὶ ἐπιδέχεται τὸ μᾶλλον καὶ ἦττον μεριζόμενο δίχως νὰ διαιρεῖται, κατὰ τὴν ἀξία αὐτῶν ποὺ τὸ δέχονται. Ἡ ἀπόδειξη εἶναι κοντά. Τὸ μὲν πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμψε πιὸ πολὺ ἀπ᾽ τὸν ἥλιο, τὰ δὲ ἱμάτια ἔγιναν λαμπρὰ καὶ λευκὰ σὰν χιόνι. Καὶ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας στὴν ἴδια θεάθηκαν δόξα, ἀλλὰ κανεὶς τους δὲν ἄστραψε τότε σὰν ἥλιος. Καὶ οἱ ἴδιοι οἱ μαθητὲς μέρος τοῦ φωτὸς ἐκείνου εἶδαν, μέρος δὲν μπόρεσαν νὰ ἀτενίσουν.

Ἔτσι λοιπὸν μετρεῖται καὶ μερίζεται, δίχως νὰ διαιρεῖται, τὸ φῶς ἐκεῖνο καὶ ἐπιδέχεται αὐξομείωση. Καὶ ἕνα μέρος αὐτοῦ γνωρίζεται τώρα ἕνα μέρος ἀργότερα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Παῦλος λέει: «τώρα κατὰ μέρος γνωρίζουμε καὶ κατὰ μέρος προφητεύουμε» (Α´ Κορ. 13, 9). Ὅμως τελείως ἀμέριστη καὶ ἀκατάληπτη εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ καμμιὰ οὐσία δὲν ἐπιδέχεται αὐξομειώσεις. Κατὰ τὰ ἄλλα, εἶναι γνώρισμα τῶν καταραμένων Μεσσαλιανῶν τὸ νὰ νομίζουν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁρατὴ στοὺς κατ᾽ αὐτοὺς ἀξίους. Ἐμεῖς ὅμως ἀνατρέποντας καὶ τοὺς παλαιοὺς καὶ τοὺς σύγχρονους κακοδόξους καὶ πιστεύοντας, καθὼς διδαχθήκαμε, ὅτι οἱ ἅγιοι βλέπουν καὶ κοινωνοῦν ὄχι τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ βασιλεία καὶ δόξα καὶ λαμπρότητα καὶ φῶς ἀπόῤῥητο καὶ θεία χάρη, ἂς ὁδεύσουμε πρὸς τὴν λάμψη τοῦ φωτὸς τῆς χάριτος, γιὰ νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ θεωρήσουμε τρίφωτη Θεότητα, ποὺ ἀκτινοβολεῖ ἑνιαία ἀπόῤῥητη αἴγλη ἀπὸ μία τρισυπόστατη φύση. Καὶ τὰ μάτια τοῦ νοῦ ἂς ἀνυψώσουμε πρὸς τὸν Λόγο, ποὺ εἶναι τώρα μὲ τὸ σῶμα Του ἐγκατεστημένος πάνω ἀπὸ τὶς οὐράνιες ἁψῖδες. Αὐτός, θεοπρεπῶς καθήμενος στὰ δεξιὰ τῆς μεγαλωσύνης, σὰν ἀπὸ μακρυνὸ τόπο μᾶς στέλνει αὐτὸ τὸ μήνυμα: «ὅποιος θέλει νὰ παραστεῖ σ᾽ αὐτὴ τὴν δόξα, ἂς μιμεῖται κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ ἂς πορεύεται τὴν ὁδὸ καὶ τὴν πολιτεία, τὴν ὁποία ὑπέδειξα μὲ τὸν ἐπίγειο βίο μου».

Ἂς παρατηροῦμε, λοιπόν, μὲ τοὺς ἐσωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τὸ μέγα τοῦτο θέαμα, τὴν φύση μας νὰ ζεῖ αἰωνίως μὲ τὸ ἄϋλο πῦρ τῆς θεότητος. Καὶ ἀφοῦ ἀποβάλουμε τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, τοὺς ὁποίους φορέσαμε ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως, τὰ γεώδη καὶ σαρκικὰ φρονήματα, ἂς σταθοῦμε σὲ γῆ ἁγία, ἀναδεικνύοντας ὁ καθένας τὴν δική του γῆ ἁγία διὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀνατάσεως πρὸς τὸ Θεό, ὥστε νὰ ἔχουμε παῤῥησία, ὅταν ἔρχεται ὁ Θεὸς μέσα σὲ φῶς, καὶ προστρέχοντας νὰ φωτισθοῦμε καὶ φωτιζόμενοι νὰ ζήσουμε αἰωνίως μαζὶ Του πρὸς δόξα τῆς τρισήλιας καὶ μοναρχικωτάτης λαμπρότητας, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.


----------------------------------------------------------

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ..! (Ιωάννης Κορναράκης)



Η εμφάνιση και η πρόοδος της ψυχολογίας του ασυνειδήτου (Βάθους) υπήρξε αναμφίβολα πολυσήμαντη. Όμως είναι γεγονός ότι κάθε αντικειμενικός ερευνητής ημπορεί να παραδεχθή σαν βασική κατεύθυνση της ψυχολογίας αυτής την αποκάλυψη της ποιότητος και του περιεχομένου της ανθρωπίνης προσωπικότητος.

 

Ήδη έγινε λόγος για την σπηλιά των ενστικτικών τεράτων, που η ψυχολογία του Βάθους απεκάλυψε. Αλλά δεν πρόκειται μόνο για «τέρατα» που ενσαρκώνουν απλώς ανθρώπινα πάθη. Κάθε ανθρώπινο, όσο «απάνθρωπο» κι αν είναι, μένει ανθρώπινο. Τα ανθρώπινα πάθη, όπως τα εγνώριζε ο άνθρωπος προ της εμφανίσεως της ψυχολογίας του Φρόυδ, ήσαν πάντοτε στα μέτρα της ανθρωπίνης αδυναμίας και ποταπότητος. Σαν πάθη ήσαν πάντοτε μιαρά και μισητά, αλλά ήσαν απλώς ανθρώπινα πάθη γιατί είχαν την αιτία τους στην ανθρώπινη αδυναμία.

 

Η ψυχολογία του Βάθους, και κατ’ εξοχήν η ψυχανάλυση, προχώρησε πέρα από το βυθό των ανθρωπίνων παθών, σε στρώματα που φιλοξενούν (σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ψυχολογίας αυτής) ένα ασύλληπτο βόρβορο ηθικής ακαθαρσίας και ρυπαρότητος. Πρόκειται για τους ψυχαναλυτικούς ισχυρισμούς «περί της δομικής λειτουργίας των αιμομικτικών τάσεων που εμφωλεύουν σε κάθε ανθρώπινη ψυχή». Και, άσχετα βέβαια αν είναι ή δεν είναι εύκολη η εξουδετέρωση των ισχυρισμών αυτών και ακόμη άσχετα από τον αποτροπιασμό με τον οποίο ημπορεί να αντιδρά κανείς εναντίον μιας τέτοιας γενικεύσεως της αιμομικτικής βδελυρότητος, η ψυχαναλυτική αυτή ερμηνεία, ωρισμένων συγγενικών σχέσεων, έχει ένα νόημα πέρα από κάθε επιστημονική δικαίωση ή απόρριψη. Έχει το νόημα ότι δημιουργεί ένα αφάνταστα εσωτερικό ρήγμα στη βάση της αξιοπρεπείας της ανθρωπίνης προσωπικότητος, που όμως στο τέλος - τέλος πρέπει να εκτιμηθή εποικοδομητικά.

 

Αλήθεια! Καθώς είμαστε παγιδευμένοι στα καθιερωμένα σχήματα ζωής και επίσης (όπως απέδειξε επιδέξια ο Jung) ταυτισμένοι με το πολυδύναμο προσωπείο μας, αδυνατούμε συνήθως να στρέψουμε «ειλικρινά» το βλέμμα στο ψυχολογικό και ζωώδες ορμεμφυτικό βυθό της προσωπικότητός μας για να γνωρίσουμε αυτό που είμαστε! Το «προσωπείο» δεν επιτρέπει την προσβολή της αξιοπρεπείας μας, που θα προκαλούσε ενδεχομένως μια ματιά στα σκοτεινά βάθη του βυθού αυτού. Έτσι, κάθε τι που μειώνει την ανθρώπινη προσωπικότητα, μας προκαλεί. Μάλιστα κάθε τι που την αποδεικνύει απάνθρωπη, μας αναστατώνει.

 

Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι το εγχείρημα της ψυχαναλύσεως, εκτός της αρνητικής του όψεως, έχει πράγματι και μια θετική πλευρά: το ξεσκέπασμα της εσωτέρας φύσεως του ανθρώπου. Ένα τέτοιο ξεσκέπασμα ημπορεί, υπό ωρισμένη έποψη, να εκτιμηθή σαν μια ηρωική πράξη του ανθρώπου που αναζητεί το γνήσιο και αυθεντικό εαυτό του. Πέρα ή πίσω από το προσωπείο, τις προφάσεις και τα προσχήματα, ο άνθρωπος αυτός αναζητεί ό,τι είναι ανθρώπινο. Αλλά το ανθρώπινο δεν είναι πάντοτε αξιοπρεπές και ενάρετο και ευγενές. Σε πολλές περιπτώσεις είναι επίσης «ειδεχθές» και «δυσώδες»!

 

Η συμφιλίωσή μας με μια πραγματικότητα τόσο εσωτερική και συγχρόνως τόσο αρνητική, όσο είναι το «ειδεχθές» και το «δυσώδες» περιεχόμενο του εαυτού μας, είναι ασφαλώς δύσκολο έργο. Συνήθως προτιμούμε να σκεπτώμεθα για τον εαυτό μας τα κρείττονα. Το προσωπείο μας (ας είναι καλά!), σαν πολυδύναμος ψυχοπνευματικός μηχανισμός, αναλαμβάνει να εμπνεύση την «ιδεατή» μας εικόνα και να μας δίνη αποδείξεις της ηθικής μας ανωτερότητος, και γιατί όχι, της πνευματικής μας ολοκληρίας. Είναι φαίνεται στη φύση του ανθρώπου να κατασκευάζη (ανεπίγνωστα) μια εικόνα του εαυτού του που είναι συνήθως αρτία από κάθε πλευρά και που γι’ αυτό το λόγο δεν δέχεται να την θίξη κανείς από καμμιά της πλευρά. Αλλά η ιδιόμορφη αυτή αντίδραση του εαυτού μας στην εικόνα του εαυτού του, ισοδυναμεί με μια προδοσία και με μια απάτη και παραπλάνηση. Προδίδεται ο εαυτός μας από τον εαυτό του. Απατά αυτός εαυτόν. Αυταπατάται! Ζει και δρα μέσα σε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.

 

Στο σημείο αυτό μόνο ημπορεί κανείς να αντιληφθή το σεισμικό συγκλονισμό που προκαλεί στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου η ψυχολογία του Βάθους, που, σαν ένα γιγαντιαίο ψυχοτρύπανο, κάνει να αναπηδά από τα έγκατα του βυθού του κόσμου αυτού ο βόρβορος, ας ειπούμε, των αιμομικτικών τάσεων, που κατασπιλώνουν την ιδεατή (πλαστή) εικόνα του ανθρώπου. Μα κι αν δεχθούμε (πράγμα που είναι ασφαλώς πολύ σίγουρο) ότι οι τάσεις αυτές δεν αποτελούν αρχετυπικές λειτουργίες της προσωπικότητος και ότι ο σχετικός ισχυρισμός της ψυχαναλύσεως είναι μια τραγική υπερβολή, οπωσδήποτε η ψυχολογία του Βάθους «εξέθεσε εις κοινήν θέαν» την εσωτερική ακαταστασία, τη διάσπαση, την αγριότητα και το ψεύδος που κλείνει ο άνθρωπος μέσα του. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι υπηρεσίες που έχει προσφέρει η ψυχολογία αυτή στο σύγχρονο άνθρωπο έχουν ένα χαρακτήρα ασκητικό, δηλ. νηπτικό. Η ειλικρίνεια και γενικά ο ωμός τρόπος με τον οποίο η ψυχολογία του Βάθους αντιμετωπίζει τον «πολιτισμένο» και εξευγενισμένο άνθρωπο, είναι στοιχεία της ασκητικής συμπεριφοράς έναντι του βάθους της ανθρωπίνης προσωπικότητος.

 

Πράγματι! Ο ασκητής της ερήμου, όπως όλοι γνωρίζουμε, προσανατολίζει τη σκέψη του όχι προς την πλαστή και ιδεατή του εικόνα αλλά προς το ακάθαρτο βάθος του εαυτού του. Μάλιστα κι όταν ακόμη, με πολλή προσπάθεια και με αιμάτινους αγώνες, κατορθώση να ξεπεράση και να νικήση τα πάθη του, όταν έχη εισέλθει πλέον στην κατάσταση της απαθείας, δεν αποξενώνεται τελείως από το ακάθαρτο αυτό βάθος. Η ενδοσκόπησή του είναι πάντοτε διάλογος με το βάθος αυτό. Αυτό σημαίνει ότι όταν ο ασκητής στέκεται μπροστά στον εαυτό του, στέκεται συνήθως μπροστά στον ακάθαρτο εαυτό του.

 

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στην επιστολή του «Προς Ξένην μοναχήν»1, βεβαιώνει ότι, όταν κατορθώση ο άνθρωπος να απαλλαγή ολίγον από τον κατακλυσμό των αισθητών και από την τύρβη που προκαλούν αυτά, τότε ημπορεί να «κατοπτεύση τον εντός άνθρωπον». Και τί βλέπει τότε εντός του; Βλέπει απλούστατα «το προσγεγενημένον ειδεχθές προσωπείον», «το δυσειδές κάλυμμα» του εσωτερικού του κόσμου, το οποίο «διά πένθους απονίψασθαι σπεύδει». 

Ο δε Όσιος Νείλος ο Ασκητής υπενθυμίζει ότι ο νους του ανθρώπου δεν ημπορεί ακινδύνως να κατέρχεται μέχρι του εσωτερικού ακαθάρτου βυθού του ανθρώπου. Εάν ο νους δεν είναι ενισχυμένος από τη χάρη του Θεού και γυμνασμένος από την αδιάλειπτη άσκηση, δεν επιτρέπεται να κατέρχεται στο ακάθαρτο αυτό βάθος γιατί αυτό αποτελεί «τον σκοτασμόν των ακαθάρτων λογισμών»(2), που όμως έχουν μια ελκτική δύναμη. Είναι ικανοί να αιχμαλωτίσουν τη διάνοια και να τη θάψουν μέσα στον σκοτασμό αυτόν. 

Το ακατάβλητο δε, από κάποια άποψη, δυναμικό του ακαθάρτου περιεχομένου του ανθρώπου, υπογραμμίζει και η εξαγόρευση του νηπτικού αγωνιστού που, ενώ εγεύθηκε μόλις προ ολίγου τη θεωρία του θείου φωτός, προσήγγισε και πάλιν διά του νου τα «γεώδη» και «κόπρια». «Φως αειλαμπές πνευματικόν και ζωήν υπερκόσμιον έχω, θείαν και τροφήν και τρυφήν, αναβάσεις και εφέσεις και ενώσεις και απολαύσεις της τρισυποστάτου θεότητος, ξενοτρόπους και μετά Χριστού Ιησού του κυρίου των πάντων αρρήκτους φιλικάς διαθέσεις. αλλ’ οίμοι της ταλαιπωρίας και αφροσύνης μου! Οίμοι των κακών της ανοίας μου! Ο ούτω διά της χάριτος υπερουράνιος γεγονώς νους μου, έστι ότε αποκλίναι κλαπείς προς σφαλερά και γεώδη και κόπρια και όλων δυσωδίας ανάπλεως, οίμοι! Τις ου θαυμάσεται και θρηνήσει εις τα εμά, και εξ ελέους προκαλέσας υπέρ εμού Θεόν...»3. Έτσι η ασκητική εμπειρία συμφωνεί απόλυτα με τη βασική θέση της ψυχολογίας, που ορίζει ότι ο βυθός της ανθρωπίνης προσωπικότητος είναι ένας «ακάθαρτος», αφάνταστα «ακάθαρτος» χώρος!

 

Εξ άλλου η ψυχοθεραπεία, σαν εφηρμοσμένη ψυχολογία, έχει την εμπειρία του ποιοτικού περιεχομένου του βάθους της ανθρωπίνης προσωπικότητος από μια άλλη πλευρά. Δηλαδή, όπως γνωρίζουμε, ο νευρωτικός άνθρωπος που ζητεί τη βοήθεια της ψυχοθεραπείας, οδηγείται τελικά, με τη βοήθεια των μεθόδων και των μέσων που εκείνη χρησιμοποιεί, μπροστά στον εαυτό του. Χειραγωγείται στο να συναντήση τον εαυτό του, να κατανοήση το εσώτερο βάθος του και να αναλάβη τις ευθύνες του για μια καινούργια, ανανεωμένη ζωή. Αλλά η ψυχοθεραπευτική αυτή πείρα διδάσκει, ότι δεν ημπορεί εύκολα και άνετα να σταθή κανείς μπροστά στον εαυτό του! Ο όρος «ψυχική αντίσταση» χρησιμοποιείται πλέον πληθωρικά για να δηλώση το είδος της αντιδράσεως του ανθρώπου που καλείται να σταθή μπροστά στον αποκεκαλυμμένο εαυτό του. Ο άνθρωπος αυτός δεν θέλει να ιδή κατάματα τον εαυτό του. Κλείνει τα μάτια του μπροστά στην εικόνα του εαυτού του που αποκαλύπτει ο ψυχοθεραπευτικός διάλογος και αντιδρά με μια ιδιότυπη συμπεριφορά. Ο εαυτός του εναντίον του εαυτού!

 

Η σύγχρονη αυτή εμπειρία της ψυχοθεραπευτικής μεθοδολογίας και αγωγής δείχνει λοιπόν εύγλωττα, ότι και από την άποψη αυτή ο άνθρωπος αντιδρά ανακλαστικά στη θέα του βάθους του εαυτού του. Αλλ’ αυτό ακριβώς το ψυχοθεραπευτικό δεδομένο σε σχέση με τη γενική απέχθεια του ανθρώπου για ενδοσκοπήσεις και βυθοσκοπήσεις, επιμαρτυρεί ότι μόνον υπό ωρισμένους όρους ή (τουλάχιστον) υπό κάποιον όρο είναι δυνατόν να σταθή ο άνθρωπος άνετα μπροστά στον εαυτό του. Και ο όρος αυτός είναι ασφαλώς η πνευματική ωριμότης. Βέβαια εδώ ημπορεί κανείς να διερωτηθή πώς θα αποκτηθή η πνευματική αυτή ωριμότης χωρίς προηγούμενες προσπάθειες αυτογνωσίας. Πρόκειται ασφαλώς για μια αμοιβαιότητα που όσο περισσότερο εξελίσσεται τόσο πιο άνετα επιτρέπει στο άτομο να θεωρή τον εαυτό του. Οι απόπειρες αυτογνωσίας που εξελίσσονται σε προσπάθειες αυτοθεωρήσεως και εκείνες σε συστηματικούς μόχθους βυθοσκοπήσεως προάγουν σε μια πνευματικότητα που είναι προϋπόθεση μιας πέρα για πέρα ειλικρινούς και «αδιάστατης» αυτογνωσίας. Η αμοιβαιότης αυτή κατανοείται ευκολώτερα μέσα στη ζωή της ερήμου. Τη διαπίστωση αυτή επικυρώνει πλέον πανηγυρικά η ασκητική εμπειρία, αφού, όπως είπαμε ήδη, ο αγωνιστής της ερήμου είναι βασικά προσανατολισμένος όχι προς την ιδεατή του εικόνα ή προς τις πνευματικές του κατακτήσεις, αλλά προς το ακάθαρτο βάθος του εαυτού του. Όσο περισσότερο προάγεται στην πνευματική ζωή, τόσο βαθύτερα ανερευνά και εξετάζει τον εαυτό του.

 

Την άποψη αυτή, ότι δηλαδή η ειλικρινής και «άνετη» αυτοθεώρηση του εσωτερικού δράματος του ανθρώπου ημπορεί να γίνεται μόνο υπό τον όρο της πνευματικής ωριμότητος, την επιβεβαιώνει και ο Επίσκοπος της Εμέσης Νεμέσιος με μια πρωτότυπη κάπως ερμηνεία της εδεμικής απαγορεύσεως. Ο Νεμέσιος, στο έργο του «Περί φύσεως του ανθρώπου», υποστηρίζει την άποψη σύμφωνα με την οποία η απαγόρευση εκ μέρους του Θεού της βρώσεως του καρπού του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού αφωρούσε την απαγόρευση της αυτογνωσίας. «Επειδή δε ου συνέφερεν αυτώ προ της τελειώσεως γνώναι την φύσιν εαυτού, απηγόρευσεν αυτώ μη γεύσασθαι του ξύλου της γνώσεως. Ήσαν γαρ, μάλλον δε εισίν έτι και νυν δυνάμεις εν τοις φυτοίς μέγισται. τότε δε, ως εν αρχή της κοσμοποιίας, ακραιφνείς ούσαι, ισχυροτάτην είχον την ενέργειαν. Ην ουν και απόγευσίς τινος καρπού, γνώσιν εμποιούσα της οικείας φύσεως. Ουκ ηβούλετο δε αυτόν ο Θεός προ της τελειώσεως γνώναι την οικείαν φύσιν, ίνα μη, γνους εαυτόν ενδεά πολλών όντα, της σωματικής επιμεληθή χρείας, καταλιπών την της ψυχής πρόνοιαν. Και διά ταύτην την αιτίαν εκώλυσεν αυτόν μεταλαβείν του καρπού της γνώσεως. Παρακούσας δε και γνους εαυτόν, της μεν τελειώσεως εξέπεσε, της δε σωματικής χρείας εγένετο»4.

 

 Η ερμηνεία αυτή του Νεμεσίου Εμέσης υπενθυμίζει την προπτωτική αδυναμία του ανθρώπου να θεωρή εαυτόν. Δηλαδή, όχι μόνον μετά την πτώση του ανθρώπου αλλά και προ της πτώσεως, κατά τον Νεμέσιον, υπήρχε, όπως άλλωστε είναι εύλογο, το πρόβλημα της διαστάσεως μεταξύ του τί είναι ο άνθρωπος και τί οφείλει να γίνη ή να είναι. Εξ άλλου η διάσταση αυτή υπεγράμμιζε και κατά την περίοδο αυτή της «αθωότητος» ότι ο άνθρωπος μόνο υπό ωρισμένους ορούς θα είχε τη δυνατότητα να αποκτά μια εποικοδομητική αυτογνωσία. Έτσι η ψυχολογική και πνευματική εκδοχή της φράσεως «Ου παντός εις Κόρινθον πλειν» πρέπει ασφαλώς να θεωρήται έγκυρη και προ και μετά την πτώση του ανθρώπου. Δεν ημ¬πορεί πράγματι ο καθένας μόνος του και χωρίς ωρισμένες βασικές προϋποθέσεις να προσπαθή να γνωρίση τον εαυτό του. Η ερημική μάλιστα εσωτερικό¬της αποκλείει σαφώς μια τέτοια δυνατότητα. Ο μαθητευόμενος ασκητής είναι ψυχικά και πνευματικά δεμένος με τον γέροντά του και μόνο με την καθοδήγηση και την ερημική του σοφία προχωρεί βήμα προς βήμα στους δαιδαλώδεις δρομίσκους της εσωτερικότητος. Σε στιγμές που η θέα της εσωτερικότητος αυτής τον τρομάζει ή τον απογοητεύει, τον ενθαρρύνει και τον στηρίζει η πνευματική οντότης του γέροντος. Κι αυτό, από πλευράς πνευματικής στρατηγικής και τέχνης, έχει ανεκτίμητη αξία και μοναδικό νόημα. Η προειδοποίηση «Ουαί τω ενί» (Εκκλ. 4, 10) κατανοείται εδώ σ’ όλη την έκτασή της. Αλλοίμονο σ’ ε¬κείνον που στέκεται «μόνος» μπροστά στον εαυτό του. Δηλαδή «μόνος» δεν είναι εύκολο να σταθή κανείς μπροστά στο γνήσιο και αυθεντικό εαυτό του, αλλά και αν ακόμη κατορθώση «μόνος» του να σταθή μπροστά στο χάος του εαυτού του, μόλις σταθή θα πέση. Γιατί ποιος ημπορεί να σηκώση το ψυχολογικό και πνευματικό βάρος ενός χάους;

 

Εδώ ας θυμηθούμε τη μεγάλη μορφή του ευαγγελικού τελώνη. Με το κεφάλι κρεμασμένο στο στήθος του έχει μπροστά του την πανοραμική θέα του εαυτού του. Μια θέα συγκλονιστική, απογοητευτική, φρικτή, απερίγραπτη! Αλλά ο τελώνης στέκεται, δεν πέφτει. Στέκεται μπροστά στον εαυτό του. Ναι, αλλά τη δύναμη την οφείλει σε μια παρουσία. Στην παρουσία του Θεού που κλείνει μέσα του. Γι’ αυτό άλλωστε, ό,τι βλέπει, ό,τι τον τρομάζει, ό,τι τον συγκλονίζει, το συνοψίζει στη σωτήρια προς Αυτόν κραυγή. «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18, 13). Υπό τον όρο αυτόν η αυτογνωσία του τελώνη είναι συγχρόνως βίωση σωτηρίας. Βλέπει, κραυγάζει, σώζεται. Μια εξελικτική πνευματική πορεία που καταξιώνει την αυτοθεώρηση και δείχνει ότι υπάρχει ένας νόμιμος τρόπος για να ημπορέση κανείς να σταθή λυτρωτικά μπροστά στον εαυτό του. Αιώνες τώρα γνωρίζουμε ότι ο τρόπος αυτός είναι η πορεία μέσα από τα μονοπάτια της ερημικής εσωτερικότητος..!

 

Ο σύγχρονος άνθρωπος δίνει καθημερινά πληθωρικές αποδείξεις για το γεγονός ότι... αποφεύγει τον εαυτό του! Είναι παγιδευμένος στο φαύλο αυτό κύκλο: είναι τελείως μόνος με τον εαυτό του και συγχρόνως αφάνταστα μακρυά από τον εαυτό του. Ο διάλογος με τον εαυτό του, οσάκις τον απειλεί, τον αναστατώνει και τον τρομάζει. Αδιάψευστος μάρτυς του γεγονότος αυτού η ψυχολογία του Βάθους και δημόσιος. .. κατήγορος η αντικοινωνική του κοινωνικότης!

 

Αλλά και ο σύγχρονος χριστιανός, σε πολλές περιπτώσεις, δείχνει ότι υποδύεται απλώς κάποιο ρόλο ή ότι είναι άσχετος με τον εαυτό του. Έτσι και στη περίπτωσή του το πρόβλημα, πολλές φορές, είναι το ίδιο. η μόνωση και η αποξένωση. Φαίνεται πως η «καθιερωμένη» ευσέβεια πολύ ολίγα πράγματα ημπορεί να προσφέρη στη δυναμική και αυθεντική ανανέωση της εσωτερικότητός του. Γι’ αυτό περισσότερο για το σύγχρονο χριστιανό είναι αναγκαία η αυτοθεώρηση που βιώνεται στ’ αχνάρια της φιλοκαλικής ερημικής εσωτερικότητος. Όταν γευθή τις εμπειρίες της εσωτερικότητος αυτής, θα καταλάβη ο χριστιανός αυτός, χωρίς δυσκολία, ότι πράγματι μόνο υπό τον όρον αυτόν ημπορεί ο εαυτός του να σταθή μπροστά στον εαυτό του. Κι αυτό σημαίνει ασφαλώς την αρχή της αυθεντικής πνευματικής ζωής, της ζωής που το Ευαγγέλιο του Χριστού καταγγέλλει...!

 

1. Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών. Τόμος Δ’, σελ. 109. 

2. Ένθ’ ανωτ. Τόμος Α’, σελ. 213. 

3. Ένθ’ ανωτ. Τόμος Δ’, σελ. 366. 

4. Βιβλ. Ελλήνων Πατέρων (Έκδ. Αποστ. Διακ.) Τόμος 38, σελ. 224 εξ. 

------------------------------------------------------------------ 

πηγή

«Νά εἶσαι φίλος μέ ὅλους μέ τήν καρδιά σου, μέ τίς προσευχές καί τίς σκέψεις σου» (Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς) Της Ολυμπίας αποκλειστικά για την katanixi.gr




Ε΄ Μέρος

Σύμφωνα μέ τήν ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, ἡ ὁποία μᾶς φανερώνει τήν μέγιστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί τήν ἄπειρη εὐσπλαχνία Του, ὥστε νά μπορέσουμε νά ἀκολουθήσουμε κι’ ἐμεῖς τό παράδειγμα τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εὐεργετεῖ ὅλους τούς ἀνθρώπους: “Ἄν ἡ εὐεργεσία σας δέ θεραπεύει τό μίσος τοῦ ἐχθροῦ σας, πολύ λιγότερο θά τό θεραπεύσει ἡ ἔχθρα σας. (5)

Γι’ αὐτό κάνετε τό καλό ἀκόμα καί σέ ἐκείνους πού οὔτε τό ζητοῦν οὔτε τό περιμένουν ἀπό σᾶς.

Δανείζετε ὅλους ἐκείνους πού σᾶς ζητοῦν.

Δανείζετε ὅμως σά νά δίνετε, σά νά ἐπιστρέφετε κάτι πού ἀνήκει σέ ἄλλον, ὄχι κάτι δικό σας.

Λέγει ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός: «Ἐλεήμων ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού δίνει, χαρά στούς ἄλλους μ’ αὐτά πού ὁ ἴδιος ἔλαβε ἀπό τό Θεό:

Ψωμί, φαγητό, ἐξουσία, ἕνα λόγο προσευχῆς· πού λογαριάζει τόν ἑαυτό τοῦ ὀφειλέτη, ἀφοῦ ἔλαβε παραπάνω ἀπ’ ὅσα χρειάζεται.

Μέσω τοῦ ἀδελφοῦ του εἶναι σά νά τοῦ ζητάει ὁ Θεός καί γίνεται ἔτσι ὀφειλέτης του».

Ἄν ὁ ἐχθρός δέ δεχτεῖ τήν εὐεργεσία σου, δέ σέ ἐμποδίζει μ’ αὐτό ἀπό τό νά συνεχίσεις νά τοῦ δίνεις.

Ὁ Κύριος εἶπε, «προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καί διωκόντων ὑμᾶς» (Ματθ. 5, 44).

Κάνε καί σύ λοιπόν προσευχή γιά τούς ἐχθρούς σου, εὐεργέτησέ τους.

Ἄν ὁ ἐχθρός σου δέ δεχτεῖ κάποιο εἶδος καλοσύνης ἤ ἐξυπηρέτησης ἀπό μέρους σου, ὁ Θεός θά δεχτεῖ τήν προσευχή πού θά κάνεις γι’ αὐτόν.

Ὁ Θεός θά μαλακώσει τήν καρδιά του καί θ’ ἀλλάξει τήν διάθεσή του γιά σένα.

Δέν εἶναι τόσο δύσκολο στό Θεό νά κάνει ἕναν ἐχθρό φίλο, ὅσο φαίνεται στούς ἀνθρώπους.

Αὐτό εἶναι ἴσως ἀδύνατο στούς ἀνθρώπους, μά δυνατό στό Θεό.

Ἐκεῖνος πού ξανακάνει τήν παγωμένη γῆ εὔφορη κοιλάδα, ὅπου ἀναπτύσσονται πανέμορφα λουλούδια, μπορεῖ νά λιώσει καί τόν πάγο τῆς ἔχθρας τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς.

Καί νά κάνει νά εὐδοκιμήσουν σ’ αὐτήν τά εὐωδιαστά λουλούδια τῆς φιλίας.

Βέβαια, τό σπουδαιότερο πράγμα δέν εἶναι νά γυρίσει ὁ ἐχθρός σου καί νά γίνει φίλος σου χάρη στήν καλοσύνη σου, ἀλλά νά μή χάσει τήν ψυχή τοῦ λόγω τοῦ μίσους του γιά σένα.

Περισσότερο πρέπει νά προσεύχεται κανείς γι’ αὐτό τό τελευταῖο, παρά γιά τό πρῶτο.

Γιά τή δική σου σωτηρία δέν παίζει κανένα ρόλο ἄν σ’ αὐτή τή ζωή ἔχεις περισσότερους φίλους ἤ ἐχθρούς.

Παίζει πολύ σπουδαῖο ρόλοὅμως τό νά μήν εἶσαι ἐχθρός κανενός!

Ἀλλά πρόσεχε!

Νά εἶσαι φίλος μέ ὅλους μέ τήν καρδιά σου, μέ τίς προσευχές καί τίς σκέψεις σου.

Ἄν τό κάνεις αὐτό, ἡ ἀνταπόδοσή σου θά εἶναι μεγάλη.

Ἀπό ποιόν;

Σέ κάποιο βαθμό ἴσως ἀπό τούς ἀνθρώπους, κυρίως ὅμως ἀπό τό Θεό.

Τί εἴδους ἀνταπόδοση θά ἔχεις;

«Ἔσεσθε υἱοί τοῦ Ὑψίστου», θ’ ἀξιωθεῖτε ν’ ἀποκαλέσετε τό Θεό «Πατέρα», «καί ὁ Πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρύπτω, ἀποδώσει σοί ἐν τῷ φανερῶ» (Ματθ. 6, 6).

Ἄν δέ γίνει σήμερα αὐτό, θά γίνει αὔριο.

Ἄν ὄχι αὔριο, τότε στό τέλος τοῦ κόσμου, ἐνώπιον ἀγγέλων καί ἀνθρώπων.

Ποιά μεγαλύτερη ἀνταπόδοση θά μ π ο ρ ο ύ σ α μ ε νά περιμένουμε ἀπό τό νά κληθοῦμε παιδιά τοῦ Ὑψίστου, νά ὀνομάζουμε τόν Ὕψιστο Πατέρα μας;

Π ρ ο σ έ ξ τ ε.

Ὁ ἕνας καί μοναδικός Υἱός τοῦ Ὑψίστου εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς.

Ἕως τώρα μόνο Αὐτός ὀνόμαζε τό Θεό Πατέρα Του.

Καί τώρα τήν ἴδια τιμή ὑποσχέθηκε ὁ Θεός σ’ ἐμᾶς, τούς ἁμαρτωλούς καί παραστρατημένους.

Τί σημαίνει ἡ τιμή αὐτή γιά ἐμᾶς;

Πῶς θά εἴμαστε μαζί Του στήν αἰωνιότητα; (Ἰωάν. 14, 3).

Κοντά στή δική Του δόξα, ὅπου βασιλεύει χαρά χωρίς τέλος!

Σημαίνει πώς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα θά εἶναι πάντα μαζί μας.

Ἀκόμα κι’ ὅταν διερχόμαστε ὅλες τίς δοκιμασίες καί τίς δυσκολίες σ’ αὐτή τή ζωή, ὅλα θ’ ἀντιστραφοῦν καί θά καταλήξουν στό καλό μας.

Σημαίνει πώς ὅταν πεθάνουμε δέ θά παραμείνουμε στόν τάφο, ἀλλά θ’ ἀναστηθοῦμε, ὅπως Ἐκεῖνος ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν.

Σημαίνει πώς σ’ αὐτή τή γῆ τ ο π ο θ ε τ η θ ή κ α μ ε προσωρινά.

Στό σπίτι τοῦ οὐράνιου Πατέρα μας ὅμως μᾶς περιμένει κάλλος ἀθάνατο, τιμή καί δόξα.

Θά μπορούσαμε ν’ ἀ π α ρ ι θ μ ή σ ο υ μ ε ὅλα τά ἀγαθά ποῦ περιμένουν ἕναν ὀρφανό ἄν τόν υἱοθετήσει κάποιος ἐπίγειος βασιλιάς;

Εἶναι ἀρκετό νά ποῦμε πώς τό ὀρφανό αὐτό τό υἱοθέτησε ἕνας βασιλιάς κι’ ὅλοι θά καταλάβουν πόσα ἀγαθά θ’ ἀπολαύσει τό ὀρφανό αὐτό.

Ἡ δική μας υἱοθεσία δέν ἔγινε ἀπό ἀνθρώπους ἀλλά ἀπό τό Θεό, ἀφοῦ θά γίνουμε υἱοί τοῦ Ὑψίστου, τοῦ Ὁποίου Υἱός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς.

Θά γίνουμε υἱοί τοῦ ἀθάνατου Βασιλιᾶ, τοῦ Βασιλιᾶ τῶν βασιλιάδων.

Μᾶς υἱοθετεῖ ὁ Θεός ὄχι γιά χάρη μας, ἀλλά γιά χάρη τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος:

«Πάντες γάρ υἱοί Θεοῦ ἐστε διά τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3, 26).

Ἰησοῦς Χριστός μᾶς ὑποδέχεται σάν ἀδελφούς Του.

Ὁ Θεός Πατέρας ἑπομένως μᾶς δέχεται σάν υἱούς Του.

Στήν πραγματικότητα δέν ὑπάρχει περίπτωση νά μᾶς ἀξίζει νά λεγόμαστε «υἱοί τοῦ ζῶντος Θεοῦ».

«Καί πᾶν ὅ,τι ν ποιῆτε ἐν λόγῳ ἤ ἐν ἔργῳ, πάντα ἐν ὀνόματι Κυρίου Ἰησοῦ, εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καί Πατρί δι’ αὐτοῦ» (Κολ. 3, 17).

Εὐχαριστοῦμε τόν Πανάγαθο Τριαδικό Θεό!

«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἔνεκεν»!!!

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2021

Φοβερή Προφητεία Άγιου μοναχού Ιωνά:”ΜΟΝΟ η Ρωσία ΜΠΟΡΕΙ να σώσει τους Ευρωπαίους!(ΦΩΤΟ)


16-17-anoigma-3-630x380

Ως μια παρηγοριά αλλά και ως προειδοποίηση ηχούν στις μέρες μας τις προφητείες του γέροντα Ιωνά της Οδησσού…

Ο Όσιος Ιωνάς Μωυσέεβιτς Αταμάνσκιυ γεννήθηκε στην Οδησσό στις 14 Σεπτεμβρίου 1855 και
ονομαζόταν Μωυσής και ήταν διάκονος και η μητέρα του Γλυκερία. Πέθαναν όμως νωρίς και άφησαν ορφανό τον Όσιο σε μικρή ηλικία, ο οποίος καθημερινά, νύχτα και ημέρα, περνούσε τον χρόνο του προσευχόμενος στους τάφους των γονέων του. Την κηδεμονία του φτωχού παιδιού ανέλαβε ο θείος του. Ο Όσιος πρόκοπτε στην αρετή, την ευσέβεια και την μόρφωση. Ο θείος ζήλος φούντωνε μέσα στην καρδιά του. Έτσι το 1884 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος και το 1886 μ.Χ. πρεσβύτερος. Διακόνησε την Εκκλησία, στην αρχή ως εφημέριος σε χωριό και αργότερα, από το 1897 μ.Χ., στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Οδησσού.

Η ποιμαντική του δράση υπήρξε αξιοθαύμαστη. Οι φτωχοί και άποροι εύρισκαν καταφύγιο κοντά του. Ο Όσιος τους δίδασκε με τη λειτουργική του ζωή και τα φλογερά κηρύγματά του. Η εκκλησιαστική του κοινότητα ήταν παρόμοια με αυτή της Αρχαίας Εκκλησίας και αναγνώριζε στο πρόσωπο του Οσίου τον άνθρωπο της ειρήνης και της δυνάμεως του Θεού.

Στάρετς Ιωνάς.Ένας χαρισματούχος γέροντας της Ουκρανικής εκκλησίας


Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΙΩΝΑ ΤΗΣ ΟΔΗΣΣΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΛΛΟΥΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ …”

 


 




Συμβαίνει στις μέρες μας….Η προφητεία του Γέροντα Ιωνά της Οδησσού (†2012) για τα Τρία Πάσχα. Ο στάρετς μίλησε για 3 προσεχή Πάσχα.Το ένα Πάσχα θα είναι του αίματος το δεύτερο Πάσχα θα είναι της πείνας και το τρίτο της Νίκης, πρόβλεψε. Τώρα ποιός είναι ο χρόνος της εκπλήρωσης αυτής της πρόρρησης άγνωστο.

Πάντως ο όρος Πάσχα είναι κομβικός στην διατύπωση της έκφρασής του κι επαναλαμβάνεται 3 φορές. 3 Πασχαλιές.…Το Πάσχα του 2020 ήταν όντως το πιο διαφορετικό….αποτελεί σημείο αναφοράς. Ωστόσο είναι δύσκολο κανείς να καθορίσει σε ποιο από τα 3 στάδια βρίσκεται η ανθρωπότητα με βάση την 3μερή κλίμακα του στάρετς και αν έχουμε διανύσει ήδη κάποια από αυτά. Το σίγουρο είναι ότι δεν είμαστε στο Πάσχα το 3ο αυτό της Νίκης. Δεν έχει επέλθει ακόμη το Πάσχα της μεγάλης πείνας ωστόσο λόγω της παγκόσμιας πρωτοφανούς ύφεσης φαίνεται να προαναγγέλεται. Οπότε μπορεί να είμαστε καθ’οδόν προς το 2ο Πάσχα αυτό του μεγάλου λιμού της πείνας… Όμως για να είμαστε σε αυτό το στάδιο διήλθαμε από το λουτρό αίματος που προδιαγράφει το πρώτο;;;

Mήπως τελικά το Πάσχα 2020 ένα σβηστό κι ακυρωμένο εν πολλοίς Πάσχα αποτελέσει το ορόσημο των δοκιμασιών και επιταχύνει την διέλευση των 3 Πάσχα που έπονται άμεσα;;;;


+++

ΠΗΓΗ

https://dimpenews.com/2020/04/21/

https://anargyros1602.blogspot.com/2021/04/blog-post_11.html

Ὁ Χριστός ἔδειξε τίς πληγές του στόν πικραμένο μοναχό!


 


 Ήμουν στεναχωρημένος (ο όσιος, στάρετς Ιωνάς) στις 4 και 5 Ιανουαρίου όλη την ημέρα. Είχε σχεδόν βραδιάσει. Μετά τη θεία λειτουργία και τον μέγα αγιασμό οι γέροντες ήρθαν ν’ αγιάσουν κι έτσι αξιώθηκα ν’ ασπαστώ τον Τίμιο Σταυρό και να με ραντίσουν με τον μέγα αγιασμό. 

 Ο όσιος, στάρετς, Ιωνάς του Κιέβου (1805-1902).
Και τότε όμως μου είπαν πάλι ότι είμαι υπό δυσμένεια. Μετά αυτοί οι άγιοι γέροντες έφυγαν κι εγώ συνέχισα να περιποιούμαι τον άρρωστο. Όταν νύχτωσε, τον τακτοποίησα και τον έβαλα να κοιμηθεί. Τότε βίασα τον εαυτό μου να φάω κάτι. Ύστερα αφού διάβασα τις προσευχές προ του ύπνου*, κάθισα στο σκαμνί για τη νοερά προσευχή. Έσβησα το φως και προσπαθούσα να ξεπεράσω τη συνεχιζόμενη εναντίον μου εχθρική επίθεση των γερόντων αυτών· δεν τα κατάφερα όμως.
 Τελικά νικήθηκα: τόσο πληγώθηκε η καρδιά μου από τη θλίψη, ώστε εξαντλήθηκα εντελώς και με δάκρυα στα μάτια πήγα και ξάπλωσα. Το μόνο που σκεφτόμουν και παρακαλούσα γι’ αυτό τον Θεό, την Παναγία και όλους τους αγίους ήταν να με βοηθήσουν αυτή την ώρα της φοβερής θλίψεως.
Στις δέκα σήμαναν οι καμπάνες για την αγρυπνία και πικράθηκα ακόμη περισσότερο: όλοι οι αδελφοί θα ψάλλουν στην αγρυπνία των Θεοφανείων κι εμένα δεν μου επιτρέπουν ούτε να πάω στην εκκλησία. Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου.
 Ξαφνικά άκουσα κάποιον να μπαίνει μέσα στο κελλί. Όμως εγώ ήμουν ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστά και νόμισα ότι ήρθε ο αρχοντάρης, που πότε πότε επισκεπτόταν τον π. Καισάριο. Με πλησίασε και είπε: «Είναι καλός στρατιώτης, αλλά μικρόψυχος και δεν έχει υπομονή». Άγγιξε μετά με το χέρι του το κεφάλι μου και με ρώτησε:«Γιατί πάλι παραδίνεις τον εαυτό σου στη θλίψη και τη στενοχώρια; Σήκω στα πόδια σου και λάβε δύναμη και σθένος»· και μ’ έπιασε από το χέρι. Όμως εγώ δεν κατάλαβα ποιος ήταν, επειδή είχα τα μάτια κλειστά όπως το συνηθίζω πάντα, όταν είναι σκοτάδι. Νόμιζα ακόμη ότι είναι ο αρχοντάρης και μάλιστα εκνευρίστηκα, που μ’ ενοχλεί. Μα όταν άνοιξα τα μάτια μου και είδα πολύ μεγάλο φως και λάμψη, φοβήθηκα κι έπεσα νεκρός. Δεν αισθανόμουν, δεν καταλάβαινα, δεν θυμόμουν τίποτε ούτε ήξερα πόσο βρισκόμουν σ’ αυτή την κατάσταση. Ξαφνικά αισθάνθηκα ένα χέρι πάνω στο αμαρτωλό κεφάλι μου και από αυτό το χέρι κύλησε μέσα σ’ όλο το σώμα μου η ζωή.
 Τότε αυτός που έλαμπε μέσα στο φως, κάθησε σ’ ένα κούτσουρο και με πήρε κοντά του. Έβλεπα μόνο τα πόδια του. «Γιατί είσαι τόσο πικραμένος;» με ρώτησε… Κι εγώ ο ταλαίπωρος είδα τότε καθαρά και γνώρισα τον Κύριο και Θεό και Σωτήρα μου Ιησού Χριστό, που είχε έρθει σε μένα τον ανάξιο το με την συνοδεία πολλών αγίων. Μου λέει λοιπόν γεμάτος στοργή, έλεος, αγάπη και γλυκύτητα: «Δες και ψηλάφησε τις πληγές στα χέρια, τα πόδια και την πλευρά μου και βεβαιώσου ότι δεν είμαι φάντασμα, αλλά είμαι εγώ ο ίδιος, που ήρθα να σε θεραπεύσω».
 Ευδόκησε ο καλός μας Δεσπότης να μου δείξει στα χέρια του τις πληγές από τα καρφιά, που ήταν βαθιές και μεγάλες, τα ματωμένα πόδια του, που ήταν σαν να πληγώθηκαν τώρα και την άχραντη λογχισμένη πλευρά του.
 «Όλα αυτά τα υπέμεινα», μου είπε, «επειδή αγαπώ πολύ τους ανθρώπους. Όμως πιό πολύ αγαπώ την τάξη των μοναχών».
 Έπειτα με παρηγόρησε και με νουθέτησε: «Να είσαι ανδρείος να κάνεις υπακοή πάντα με προθυμία, επειδή η υπακοή είναι αγία και αγιάζει τον μοναχό που την έχει και του δίνει φτερά που τον ανεβάζουν στον θρόνο του ανεσπέρου φωτός. Μη δειλιάζεις σε βεβαιώνω ότι θα είμαι πάντα κοντά σου».
Έθεσε τότε ο Κύριος την παλάμη του πάνω στο ακάθαρτο κεφάλι μου και κοιτάζοντας τον άρρωστο Καισάριο μου είπε: «Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν τα σχέδιά τους! Έτσι είναι οι άνθρωποι! Να τον υπηρετείς στην αρρώστια του, επειδή γι’ αυτόν αυτή η αρρώστια είναι η σωτηρία του. Μετά τα λόγια αυτά ο Κύριος του παντός βγήκε από το κελλί με την ιερή συνοδεία του κι εγώ τους συνόδευσα.
Όταν φθάσαμε στην εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας μου είπε: «Να την τιμάς κι εσύ και όλοι οι πιστοί, που έχουν εξαγοραστεί με το αίμα μου, γιατί χάρισε στον κόσμο τη σωτηρία. Να, αυτή τη στιγμή στην εκκλησία η αγρυπνία έφθασε στην ενάτη ωδή και όλοι μεγαλύνουν την Θεοτόκον και Μητέρα του φωτός». Και πράγματι, μόλις είπε αυτά τα λόγια σήμαναν οι καμπάνες για την ενάτη ωδή. Έστρεψε τότε το θείο πρόσωπό του σε μένα τον ταλαίπωρο και μ’ ευλόγησε: «Έχε ειρήνη· να σώζεσαι».
Καί αμέσως ένα υπέρλαμπρο σύννεφο τύλιξε τον Κύριο της δόξης μέσα σ’ άπειρο φως θείας ελλάμψεως.
*Δέν εννοεί το απόδειπνο, αλλά κάποιες ειδικές ευχές που οι Χριστιανοί στη Ρωσία διαβάζουν προ του ύπνου.
Από το βιβλίο «Ο στάρετς Ιωνάς του Κιέβου, Μαθητής του οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ», έκδοση της Σταυροπηγιακής και Συνοδικής Ιεράς Μονής Αγίου Συμέων του Νέου Θεολόγου.

 




Ὁ στάρετς Ἰωνᾶς ἀξιώθηκε νά δεῖ τήν καινούργια γῆ καί τόν καινούργιο οὐρανό.

 

   ΓΕΡΟΝΤΑΣ Ίωνάς (κατά κόσμο Ίβάν Μιροσνιτσένκο) γεννήθηκε το 1805 στην κωμόπολη Κριούκοβ του νόμου της Πολτάβας, στην κεντρική Ουκρανία.

Οι γονείς του Παύλος και Μαρία ήταν αγρό­τες. Ή οικογένεια ζούσε σε μεγάλη φτώχεια και δεν μπό­ρεσε να δώσει στον Ίβάν κατάλληλη παιδεία. Το μόνο πού έμαθε στα παιδικά του χρόνια, ήταν να διαβάζει. και αυτό το έμαθε, όπως και τα περισσότερα παιδιά της δικής του κοινωνικής τάξεως από το ωρολόγιο και το ψαλτήρι.
Από τη νηπιακή ακόμη ηλικία και σ’ όλη του τη ζωή παρακολουθούσαν τον Ίβάν θεϊκές αποκαλύψεις καισημεία. Ό ίδιος περιγράφει τις θαυμαστές εμφανίσεις σ’ αυτόν, όταν ακόμη ήταν μικρό παιδί, ενός σεβάσμιου γέροντα, πού τον ξεναγούσε στις ουράνιες μονές. Έτσι ο μικρός Ίβάν ευτύχησε να δει «την καινούργια γη», πούήταν καθαρή και φωτεινή σαν διαυγέστατο κρύσταλλο και «τον καινούργιο ουρανό». Εκεί αξιώθηκε να δει και τον Κύριο μέσα στο ανέσπερο φως. Το πρόσωπο του ήταν λαμπερό, ειρηνικό, γεμάτο αγάπη, πού προσείλκυε την καρδιά και το πνεύμα προς τον θείον ερωτά.
Έγινε ακόμη θεατής της ουράνιας κι αιώνιας λειτουργίας, πού τελούσαν οι πολίτες του ουρανού: άγγελοικαι αρχάγγελοι, χοροί των αγίων προφητών, αποστόλων, ιεραρχών, βασιλέων, ιερέων, μαρτύρων και όλων των δι­καίων…
Τα ίδια οράματα ξαναείδε ο Ίβάν κι αργότερα, όταν ήταν επτά και δώδεκα χρόνων, με τον ίδιο πάντα οδηγό, πού ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, όπως ο ίδιος του αποκάλυψε. Ύστερα από τέτοια θεϊκά σημάδια, σαν εκλεκτό τέκνο του Θεού, δεν είχε κανένα δισταγμό ν’ αφιερωθεί σ’ αυτόν. Από μικρός αγαπούσε πολύ να επι­σκέπτεται τα μοναστήρια της γύρω περιοχής. “Έτσι το 1824, πού ήταν πια 19 χρονών, άφησε το πατρικό του σπίτι και πήγε να αναζητήσει το μοναστήρι, οπού θα εγκαταβίωνε.
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΙΩΝΑΣ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ
Την ενάτη Ιανουαρίου του 1902 ειρηνικά εκοιμήθη εν Κυρίω ο αρχιμανδρίτης Ίωνάς, κτίτωρ και ηγούμενος της Ί. Μονής Αγίας Τριάδος στο Κίεβο.
Ή ζωή και τα έργα του είναι πολύ ψυχωφελή και μαρτυρούν τι μπορεί να κατορθώσει ένας άνθρωπος με τη συνεργεία του Θεού, εάν έχει αγάπη προς αυτόν.
Πράγματι, οπό τα παιδικά του χρόνια ο Ίβάν Μιροσνιτσένκο (αυτό ήταν το κοσμικό του όνομα) είχε
μεγάλη αγάπη προς τον Θεό, ή οποία τον ώθησε να γίνει μοναχός.
Στην αρχή της μοναχικής του πορείας είχε τη σπάνια ευλογία να μαθητεύσει σαν δόκιμος επί οκτώ χρόνια κοντά στον κορυφαίο στάρετς όσιο Σεραφείμ του Σαρώφ, του οποίου ή πλούσια άγιο-πνευματική χάρη άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην προσωπικότητα του μετέπειτα στάρετς Ίωνά.
Πριν κοιμηθεί ο όσιος Σεραφείμ, υπέδειξε στον Ίβάν να πάει στη Μονή Μπελομπερέσκαγια, στους μαθητές του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ.
Εκεί αξιώθηκε να δει κάποια θαυμαστά οράματα, πού σημάδεψαν ολόκληρη τη ζωή του. Στα οράματα αυτά έλαβε εντολή από τον Θεό να ιδρύσει μια καινούργια μονή στις όχθες του Δνείπερου. Υπακούοντας στη θεία εντολή ο π. Ίωνάς ήρθε στο Κίεβο και ίδρυσε εκεί τη Μονή της Αγίας Τριάδος, ή οποία χάρη στην πνευματική ακτινοβολία του αναπτύχθηκε με θαυμαστή ταχύτητα, ώστε σε 30 περίπου χρόνια μόναζαν σ’ αυτήν 462 μοναχοί-εξελίχθηκε σ’ ένα
άριστο κοινόβιο οπού εφαρμοζόταν το παλαιό μοναχικό τυπικό της Μονής Στουδίου.
Υπήρξε επίσης κέντρο καλλιέργειας της νοεράς προσευχής, την οποία δίδασκε ο ίδιος ο στάρετς, όπως την παρέλαβε από τον όσιο Σεραφείμ του Σαρώφ και τους μαθητές του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Σ’ αύτη την τελευταία περίοδο της ζωής του ή φήμη του ως χαρισματούχου πνευματικού και θαυματουργού με μεγάλο προορατικό χάρισμα εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη τη Ρωσία.
Αναγνωρίστηκε Άγιος το 1996.

Ὁ Κύριος σπάει τήν «καραντίνα» τοῦ ἁγίου Ἰωνᾶ τοῦ Κιέβου


Από τις σημειώσεις του ίδιου του γέροντα Ιωνά γνωρίζουμε, ότι μερικοί από τους μοναχούς ιδιαιτέρως, απ’ αυτούς που είχαν κάποια εξουσία, δεν τον αγαπούσαν και τον ταλαιπωρούσαν. Ήθελαν μάλιστα να τον διώξουν από το μοναστήρι, αλλά τον προστάτευε ο ηγούμενος. Τελικά αυτοί που μισούσαν τον π. Ιωνά κατόρθωσαν να τον απομονώσουν από την αδελφότητα στο κελλί του. Μόνο ο γέροντας του, επιτρεπόταν να τον επισκέπτεται και κανείς άλλος. Έτσι λοιπόν ο πατέρας Ίωνάς βρέθηκε σε ένα ακούσιο εγκλεισμό, που ωστόσο ήταν πολύ ωφέλιμος γι’ αυτόν, ώστε να γράφει ο ίδιος «ζούσα σαν εκτός του σώματος».
Όταν ελευθερώθηκε από την απομόνωση, άρχισαν καινούργιοι πειρασμοί. Οι αρχαιότεροι μοναχοί που είχαν κάποια εξουσία στο μοναστήρι, έκαναν ανταρσία κατά του ηγουμένου και αξίωναν να συμμετέχει και ο π. Ιωνάς. Εκείνος όμως αρνήθηκε προκαλώντας και πάλι το μίσος τους εναντίον του. Ο γέροντας του, π. Άβελ, είχε κοιμηθεί και ο π. Ιωνάς έμεινε χωρίς στήριγμα.
Οι αντάρτες μοναχοί κατόρθωσαν μόνο να αλλάξουν τον αρχοντάρη και να βάλουν δικό τους άνθρωπο, τον μοναχό Καισάριο. Ήρθε όμως αμέσως η τιμωρία του Θεού· ο καινούργιος αρχοντάρης έπεσε παράλυτος, ώστε δεν μπορούσε να κινήσει ούτε πόδια ούτε χέρια ούτε καν τη γλώσσα του.
Τότε αυτοί πρόσταξαν τον π. Ιωνά να περιποιείται τον άρρωστο και να κάθεται συνέχεια κοντά του, τόσο που δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από τον Καισάριο ούτε μία ώρα, ακόμη ούτε για να πάει στην εκκλησία. Υπέμενε όμως αυτή τη δοκιμασία με καρτέρια και προθυμία.
Καθώς όμως πλησίαζε η μεγάλη γιορτή των Θεοφανείων, ένιωσε βαθιά θλίψη μέσα στην ψυχή του, που και πάλι δεν θα μπορούσε να λειτουργηθεί. Αλλά ο Κύριος τον παρηγόρησε με ένα θαυμαστό τρόπο.
Διηγείται ο ίδιος:
«Ήμουν πολύ λυπημένος στις 4 και 5 Ιανουαρίου. Μετά τη Θεία Λειτουργία και τον μεγάλο αγιασμό οι γέροντες ήρθαν να αγιάσουν, όταν είχε σχεδόν βραδιάσει κι έτσι αξιώθηκα ν’ ασπαστώ τον Τίμιο Σταυρό και να με ραντίσουν με το Μέγα Αγιασμό. Και τότε όμως μου είπαν πάλι πως είμαι υπό δυσμένεια. Μετά οι άγιοι γέροντες έφυγαν κι εγώ συνέχισα να περιποιούμαι τον άρρωστο. Μόλις νύχτωσε, τον τακτοποίησα και τον έβαλα να κοιμηθεί. Τότε βίασα τον εαυτό μου να φάει κάτι. Ύστερα αφού διάβασα τις προσευχές προ του ύπνου, κάθισα στο σκαμνί για τη νοερά προσευχή. Έσβησα το φως και προσπαθούσα να ξεπεράσω τη συνεχιζόμενη εναντίον μου εχθρική επίθεση των γερόντων αυτών∙ δεν τα κατάφερα όμως.

Τελικά νικήθηκα: τόσο πληγώθηκε η καρδιά μου από τη θλίψη, ώστε εξαντλήθηκα εντελώς και με δάκρυα στα μάτια πήγα και ξάπλωσα. Το μόνο που σκεφτόμουν, παρακαλούσα γι’ αυτό το Θεό, την Παναγία και όλους τους Αγίους, ήταν να με βοηθήσουν αυτή την ώρα της φοβερής θλίψεως.
Στις δέκα σημάναν οι καμπάνες για την αγρυπνία και πικράθηκα ακόμα περισσότερο: Όλοι οι αδελφοί θα ψάλουν στην αγρυπνία των Θεοφανείων κι εμένα δεν μου επιτρέπεται ούτε να πάω στην εκκλησία. Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου.
Ξαφνικά άκουσα κάποιον να μπαίνει μέσα στο κελλί. Όμως εγώ ήμουν ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστά και νόμιζα πως ήρθε ο αρχοντάρης που πότε – πότε επισκεπτόταν τον π. Καισάριο.
Με πλησίασε και είπε:
– Είναι καλός στρατιώτης αλλά μικρόψυχος και δεν έχει υπομονή.
Άγγιξε μετά με το χέρι του το κεφάλι μου και με ρώτησε:
– Γιατί πάλι παραδίνεις τον εαυτό σου στη θλίψη και τη στεναχώρια; Σήκω στα πόδια σου σου και λάβε δύναμη και σθένος.
Και μ’ έπιασε από το χέρι. Όμως εγώ δεν κατάλαβα ποιος ήταν, επειδή είχα τα μάτια κλειστά όπως το συνηθίζω πάντα, όταν είναι σκοτάδι. Νόμιζα ακόμα πως είναι ο αρχοντάρης και μάλιστα, εκνευρίστηκα που μ’ ενοχλεί. Μα όταν άνοιξα τα μάτια μου και είδα πολύ μεγάλο φως και λάμψη, φοβήθηκα κι έπεσα σαν νεκρός. Δεν αισθανόμουν, δεν καταλάβαινα, δεν θυμόμουν τίποτα ούτε ήξερα πόσο βρισκόμουν σ’ αυτή την κατάσταση. Ξαφνικά αισθάνθηκα ένα χέρι πάνω στο αμαρτωλό κεφάλι μου και από αυτό το χέρι κύλησε μέσα σ’ όλο το σώμα μου η ζωή.
Τότε αυτός που έλαμπε μέσα στο φως, κάθισε σ’ ένα κούτσουρο και με πήρε κοντά του. Έβλεπα μόνο τα πόδια του.
– Γιατί είσαι τόσο πικραμένος;
Με ρώτησε… κι εγώ ο ταλαίπωρος είδα τότε καθαρά και γνώρισα τον Κύριο και Θεό και Σωτήρα μου Ιησού Χριστό, που είχε έρθει σε μένα τον ανάξιο με τη συνοδεία πολλών αγίων. Μου λέει λοιπόν γεμάτος στοργή, έλεος, αγάπη και γλυκύτητα:
– Δες και ψηλάφησε τις πληγές στα χέρια, τα πόδια και την πλευρά μου και βεβαιώσου ότι δεν είμαι φάντασμα, αλλά είμαι εγώ ο ίδιος, που ήρθα να σε θεραπεύσω.
Ευδόκησε ο καλός μας Δεσπότης να μου δείξει στα χέρια του τις πληγές από τα καρφιά του, που ήταν βαθιές και μεγάλες, τα ματωμένα πόδια, που ήταν σαν να πληγώθηκαν τώρα και την άχραντη λογχισμένη πλευρά του.
Όλα αυτά τα επέμεινα, μου είπε, επειδή αγαπώ πολύ τους ανθρώπους. Όμως πιο πολύ αγαπώ το τάγμα των μοναχών. Έπειτα με παρηγόρησε και με νουθέτησε:
-Να είσαι ανδρείος∙ να κάνεις υπακοή πάντα με προθυμία, επειδή η υπακοή είναι αγία και αγιάζει τον μοναχό που την έχει και του δίνει φτερά που τον ανεβάζουν στο θρόνο του ανεσπέρου φωτός. Μη δειλιάζεις, σε βεβαιώνω ότι θα είμαι πάντα κοντά σου.
Έθεσε τότε ο Κύριος την παλάμη του πάνω στο ακάθαρτο κεφάλι μου και κοιτάζοντας τον άρρωστο Καισάριο μου είπε:
-Δεν πρόλαβα να τελειώσουν τα σχέδια τους! Έτσι είναι οι άνθρωποι! Να τον υπηρετείς στην αρρώστια του, επειδή γι’ αυτόν αυτή η αρρώστια είναι η σωτηρία του.
Μετά τα λόγια αυτά ο Κύριος του παντός βγήκε από το κελλί μου με την ιερή συνοδεία του και εγώ τον συνόδεψα.
Όταν φτάσαμε στην εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας μου είπε:
-Να την τιμάς κι εσύ και όλοι οι πιστοί που έχουν εξαγοραστεί με το αίμα μου, γιατί χάρισε στον κόσμο τη σωτηρία. Να, αυτή τη στιγμή στην εκκλησία η αγρυπνία έφτασε στην 9η ωδή και όλοι οι μεγαλύνουν τη Θεοτόκο και Μητέρα του φωτός.
Και πράγματι, μόλις είπε αυτά τα λόγια, σήμαναν οι καμπάνες για την 9η ωδή. Έστρεψε τότε το θείο πρόσωπο του σε μένα το ταλαίπωρο και μ’ ευλόγησε:
-Έχε Ειρήνη∙ να σώζεσαι.
Και αμέσως ένα υπέρλαμπρο σύννεφο τύλιξε τον Κύριο της δόξης μέσα σε ένα άπειρο φως θείας ελλάμψεως».
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΙΩΝΑΣ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ
Μαθητής του οσίου Σεραφείμ στο Σαρώφ
Σταυροπηγιακή και Συνοδική
Ι. Μονή Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου
https://wra9.blogspot.com/2020/04/blog-post_29.html