Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Η Θεοποιός προσευχή κατά τους Πατέρες (Εικονογραφημένο)


Τίτλος: Η Θεοποιός προσευχή κατά τους Πατέρες
῾Η προσευχή μοιάζει μέ τό κλειδί πού ἀνοίγει τήν πόρτα τῆς ψυχῆς μας, γιά νά μπεῖ σ᾿ αὐτήν ὁ Θεός, μᾶς λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
῾Η προσευχή εἶναι μιά σχέση προσωπική μέ τόν Θεό. Μιά σχέση, στήν ὁποία ξαναβρίσκουμε τόν χαμένο ἑαυτό μας, τό πρόσωπό μας. ῾Ο σκοπός τῆς προσευχῆς εἶναι αὐτός ἀκριβῶς· Νά ξαναγυρίσουμε στήν ἱερά εἰκόνα πού βρίσκεται μέσα μας.
«Γίνε ὅ, τι εἶσαι. ᾿Ανακάλυψε μέ τή σιωπή τῆς προσευχῆς Αὐτόν πού εἶναι ἤδη δικός σου. ῎Ακουσε Αὐτόν πού δέν παύει νά μιλάει μέσα σου», μᾶς λέει σύγχρονος θεολόγος. Πραγματικά, ἀληθινή ἐσωτερική προσευχή σημαίνει νά σταματᾶμε νά μιλᾶμε ἐμεῖς καί νά ἀφουγκραζόμαστε στήν καρδιά μας τήν χωρίς λόγια φωνή τοῦ Θεοῦ.
῾Ο ἄνθρωπος δημιουργήθηκε γιά νά προσεύχεται, γι᾿ αὐτό δέν πρέπει νά περιμένει κάποια ἀσυνήθιστη παράδοξη θεία ἔμπνευση γιά νά προσευχηθεῖ. Νά φροντίζει μόνο νά δημιουργεῖ τίς κατάλληλες προυποθέσεις γιά νά ἀναχθεῖ ἡ ψυχή του σ᾿ αὐτή τήν «ἀπαρενόχλητον τῆς διανοίας κατάστασιν, τὸν ἐγκάρδιον οὐρανόν», πού εἶναι ἡ Θεία Παρουσία.
Γιά νά λειτουργήσει τό μέγα τοῦτο ἀγαθό ὁ ἄνθρωπος, τό ὁποῖο εἶναι περιεκτικό ὅλων τῶν ἀρετῶν καί καθαίρει τήν καρδιά, θά πρέπει·
α) Νά προσεύχεται χωρίς νά τρέφει μέσα του ὀργή ἤ μνησικακία γιά κάποιον ἀδελφό.
β) Νά φροντίζει νά μή λυπεῖ τούς ἄλλους, διαφορετικά, ἡ προσευχή του εἶναι μάταιη. «᾿Επιθυμῶν προσεύξασθαι ὡς δεῖ, μὴ λυπήσεις ψυχήν· εἰ δὲ μήγε εἰς μάτην τρέχεις», μᾶς λέει ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁ ἀσκητής.
γ) ᾿Επίσης ἡ προσευχή μας πρέπει νά εἶναι ταπεινή, τελωνική προσευχή· «Μὴ φαρισαϊκῶς, ἀλλὰ τελωνικῶς προσεύχου ἐν τῷ ἱερῷ τόπῳ τῆς προσευχῆς, ἵνα καὶ σὺ δικαιωθῇς ὑπὸ τοῦ Κυρίου».
δ) Νά εἶναι ἀκόμη ἡ προσευχή μας ἐπίπονη καί ἔμπονη, καρδιακή καί ἀπερίσπαστη
ε) Νά συνδυάζεται ἡ προσευχή μας μέ τήν ἐγκράτεια καί τή νηστεία καί νά εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό τή βαττολογία6.
στ) Νά ἔχουμε ὡς πρωταρχικό αἴτημα στίς προσευχές μας πρός τόν Κύριο, τήν ἔλευση τῆς Βασιλείας Του.
῾Η ἀληθινὴ προσευχὴ εἶναι «κοινωνία μετὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον προσεύχεται ἐν ἡμῖν. Τοῦτο δίδει εἰς ἡμᾶς νὰ γνωρίσωμεν τὸν Θεόν· ὁδηγεῖ τό πνεῦμα ἡμῶν εἰς κατάστασιν θεωρίας τῆς αἰωνιότητος», θά μᾶς πεῖ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος.
Πολλές φορές ὁ ἀγώνας μας γιά τήν προσευχή εἶναι κοπιώδης, διότι μέσα στήν ψυχή μας ἐναλλάσονται διάφορες καταστάσεις πού δέν εἶναι εὔκολο νά τίς ὑπερβοῦμε καί νά παραμείνουμε ἐν τῷ Θεῷ. ῎Αλλοτε ἡ προσευχή ρέει σάν ἰσχυρός ποταμός καί ἄλλοτε ἡ καρδιά μας βρίσκεται σέ πνευματική ξηρασία καί δέν μπορεῖ νά λειτουργήσει τήν προσευχή.
῎Αλλες πάλι φορές ἡ προσευχή παίρνει τή μορφή τῆς πάλης μέ τόν Θεό καί τοῦ διαλόγου. Στήν προσευχή μας συχνά ὁμολογοῦμε στόν Θεό τήν ἄθλια κατάστασή μας. Τοῦ παρουσιάζουμε τήν ἀδυναμία μας πρός τό καλό καί τήν ἀρετή, τήν ἀκηδία μας, τίς ἀμφιβολίες μας, τούς φόβους μας, τήν ἀπόγνωσή μας. Τότε εἶναι καλό νά συζητοῦμε μέ τόν Θεό, χωρίς νά ἐπιζητοῦμε καλλιεπεῖς φράσεις καί λογικό εἱρμό στό λόγο μας. Συχνά ὅμως αὐτός ὁ τρόπος ἀποβαίνει ἡ ἀρχή μιᾶς διαλογικῆς προσευχῆς, ἡ ὁποία μπορεῖ νά εἶναι καί ἡ ἀρχή μιᾶς βαθιᾶς ὑπαρξιακῆς σχέσης μας μέ τόν Θεό.
῾Η προσευχή ἐνεργούμενη ἀπό τόν ἄνθρωπο «καταψύχει τὰς φλεγμονὰς τῆς ψυχῆς καὶ τὰ οἰδήματα τῆς καρδίας», εἶναι ζωοποιός δύναμη καί ἐπιφέρει στήν ψυχή ἅγια χαρά. Εἰδικῶς, ὅταν εὔχεται κάποιος ὑπέρ ἐκείνων πού τόν κατηγοροῦν καί τόν συκοφαντοῦν, χαρίζεται σ᾿ αὐτόν μεγάλη ἀνάπαυση καί εἰρήνη ψυχῆς.
«῾Η προσευχή γεννᾶ τά δάκρυα τῆς μετάνοιας, βοηθᾶ πολύ στήν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, ὠθεῖ τόν ἄνθρωπο νά σκέφτεται μόνο τόν Θεό πού εἶναι ἡ ἄκρα εἰρήνη, γεννᾶ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή μόνη καθαίρει τό λογιστικό μέρος τῆς ψυχῆς, διαζώζει τό ἐπιθυμητικό μέρος αὐτῆς καθαρό ἔναντι τοῦ Θεοῦ. ᾿Επίσης ἡ προσευχή καταπραΰνει τόσο τό θυμικό, ὅσο περισσότερο πέφτει μπροστά στόν Θεό ὁ ἄνθρωπος καί Τόν ἱκετεύει καί Τόν παρακαλεῖ καί ταπεινώνει τήν ψυχή του… Γι᾿ αὐτό, μέ μιά λέξη, ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί ὅλες τίς ἐνέργειες, πρακτικές καί νοερές, τίς καθαίρει ἡ καθαρή προσευχή».
῾Η προσευχή λοιπόν εἶναι πηγή τῶν ἀρετῶν, περιεκτική ἀγαθῶν, «πραότητος καὶ ἀοργησίας βλάστημα, χαρᾶς καί εὐχαριστίας πρόβλημα (ἔκφραση), ἀλέξημα λύπης καί ἀθυμίας», γιά τήν ὁποία ὁ ῞Αγιος Μάξιμος θά μᾶς πεῖ· «Οὐκ ἔστι, ἐννοίας θανάτου φοβερώτερον, οὐδέ μνήμης Θεοῦ μεγαλοπρεπέστερον». ῾Ο ἄνθρωπος ὁλοκληρώνεται ὡς πρόσωπο μέσα στή σχέση αὐτή τῆς προσευχῆς, γιατί τελικά ὁδηγεῖται στή θέωση. Εἶναι ὄντως ἡ προσευχόμενη ὕπαρξη μιά “Θεοφάνεια”·«Σπούδασον εἰσελθεῖν εἰς τὸ ταμιεῖον τὸ ἔνδοθέν σου, καὶ ὄψει τὸ ταμιεῖον τὸ οὐράνιον. ῝Εν ἐστι τοῦτο κἀκεῖνο καὶ ἐν μιᾷ εἰσόδῳ θεωρεῖς ἀμφότερα. ῾Η κλῖμαξ τῆς Βασιλείας ἐκείνης, ἔνδοθέν σού ἐστι κεκρυμμένη, ἤγουν ἐν τῇ ψυχῇ σου».
῾Η προσευχητική αὐτή στάση τῶν ὄντων πρός τόν Θεό εἶναι ἐνέργεια ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι. Προσεύχομαι σημαίνει ἐνεργῶ στόν ὕψιστο βαθμό τήν ἕνωσή μου μέ τόν Τριαδικό Θεό καί, θά λέγαμε, ὅτι εἶναι ὁ Παράδεισος πρίν ἀπό τόν μέλλοντα Παράδεισο. Γι᾿ αὐτό, ὅπως μᾶς λέει ὁ ἅγιος ᾿Ισάκ ὁ Σύρος, οἱ δαίμονες σοφίζονται τά πάντα, γιά νά χαλάσουν αὐτή τή σχέση, τήν «εὐκτική» στάση τῶν κτιστῶν ὑπάρξεων πρός τόν Κτίστη τους. Χαρακτηριστικά λέει ὅτι ὁ διάβολος ἀνθίσταται καί μισεῖ τόσο πολύ τήν εἴσοδο τῆς ψυχῆς στήν ἐν Χριστῷ Θεία παρουσία, ὥστε, ἄν ἦταν δυνατόν, θά χάριζε στόν ἄνθρωπο τή βασιλεία ὅλου τοῦ κόσμου, προκειμένου νά τόν ἀποκλείσει στήν αἰσθητική ἀντιμετώπιση τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ κόσμου. Κι αὐτό, γιατί γνωρίζει καλά ὅτι ἡ γλυκύτητα, ὁ φωτισμός καί ἡ παράκληση πού χαρίζεται ἀπό τή μνήμη τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο δυνατή ἐμπειρία, ὥστε «εἰ ἀφῆκεν ὁ Θεὸς τὴν ἀληθῆ ταύτην θεωρίαν τοῖς ἀνθρώποις ὀλίγον καιρόν, εἶχε ἄν ὁ κόσμος διαμεῖναι ἀδιάδοχος».
Προσευχή τελικά εἶναι ὁ Θεός πού κατεργάζεται ὅλα τά χαρίσματα σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους. «Προσευχή δέν εἶναι κάτι πού ἐγώ ἀρχίζω, ἀλλά μιά Θεία κατάσταση, στήν ὁποία ἐγώ μετέχω. Σαφῶς δέν εἶναι κάτι πού ἐγώ κάνω, ἀλλά κάτι πού ὁ Θεός κάνει μέσα μου, κατά τή ρήση τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Οἱ Πατέρες μᾶς προτρέπουν νά προσευχόμαστε μέ τή μονολόγιστη εὐχή τοῦ ᾿Ιησοῦ, μᾶς παρέδωσαν τήν ἀσκητική τέχνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τό «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ , Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». ῾Η προσευχή τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐκφράζει μέ συντομία τή δογματική συνείδηση τῆς ᾿Εκκλησίας γιά τό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ «ἐν τῇ Τριαδικῇ Θεότητι» καί τή λαχτάρα τῆς ψυχῆς πού μετανοεῖ γιά τήν ἀπόλαυση τοῦ Θείου ἐλέους.
Τό ῎Ονομα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἀναφερόμενο καί ἐπαναλαμβανόμενο συνεχῶς, μᾶς βοηθᾶ «νά παραμερίσουμε καί νά ἐγκαταλείψουμε τίς μηδαμινές καί ὀλέθριες φαντασιώσεις μας καί νά τίς ἀντικαταστήσουμε μέ τή σκέψη τοῦ ᾿Ιησοῦ».
«῾Ο τελικός σκοπός τῆς προσευχῆς τοῦ ᾿Ιησοῦ, καί ὅλων τῶν προσευχῶν τῆς ᾿Εκκλησίας μας, εἶναι ἡ προσευχή μας νά ταυτισθεῖ σταδιακά μέ τήν προσευχή πού προσφέρει ὁ ᾿Ιησοῦς, ὁ Μέγας ᾿Αρχιερέας, μέσα μας· εἶναι ἡ ζωή μας νά γίνει ἕνα μέ τή δική του ζωή, ἡ ἀνάσα μας ἕνα μέ τή Θεία Πνοή πού βαστάζει τήν Οἰκουμένη».
Δηλαδή ὁ τελικός σκοπός τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ θέωση, γι᾿ αὐτό ἡ προσευχή εἶναι θεοποιός καί ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ μέσω αὐτῆς νά γίνει κατά χάριν θεός, καθόσον , ὅπως λέει ὁ ἅγιος ᾿Αθανάσιος «ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, ἵνα θεούς ἡμᾶς ποιήσει». ῾Η προσευχή πραγματικά ἀποκαθιστᾶ μέσα μας τή θεία ἐκείνη πνοή, τήν ὁποία «ὁ Θεός ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον τοῦ ᾿Αδάμ».
Γι᾿ αὐτό σέ κάθε μας ἐργασία «ἄς ἔχουμε ἀχώριστη τήν μητέρα τῶν καλῶν, τήν προσευχή. ᾿Εκείνη “δέν θά κουρασθεῖ οὔτε θά νυστάξει” ἕως ὅτου μᾶς ὑποδείξει τόν Νυμφώνα. Καί ὄχι μόνο τόν Νυμφώνα θά μᾶς ὑποδείξει, ἀλλά θά μᾶς ὁδηγήσει στή δόξα τήν ἄρρητο καί θά γεμίσει τήν καρδιά μας εὐφροσύνη».
Αὐτή εἶναι καί ἡ εὐχή μας γιά τόν κουρασμένο καί ἀνασφαλή ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας.
Η Εκδότρια Μονή

Η θέωση τοῦ ἀνθρώπου κατά τή διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

15


τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου

Τή Β΄ Κυριακή τῶν νηστειῶν γιορτάζουμε τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Ἔζησε σέ μία ἐποχή μέ πολλές ἰδεολογικές συγχύσεις. Ξεκίνησε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, μεγάλωσε στά ἀνάκτορα κοντά στόν αὐτοκράτορα, σπούδασε φιλοσοφία καί ἔμαθε καλά τήν ἔξωθεν σοφία, ἀλλά ἐπειδή ἦταν παιδί εὐλαβοῦς οἰκογένειας καί ἐπειδή ἀγαποῦσε τόν Θεό δέν ἤθελε νά παραμείνει μέσα στά ἀνάκτορα, παρά τίς πολλές πιέσεις, καί ἀσπάσθηκε τόν ἀσκητικό βίο καί τή μοναχική ὁδό.

Πῆγε στό Ἅγιο Ὄρος ὅπου ἔζησε σέ πολλά μέρη του. Στή μονή Βατοπαιδίου πῆρε τό μέγα σχῆμα τῶν μοναχῶν καί ἐν συνεχείᾳ λόγῳ τῶν περιπετειῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Τότε φάνηκε μιά αἵρεση πού ἔλεγε ὅτι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶναι μετοχή στή Θεία Χάρη ἀλλά μία πρόοδος φιλοσοφική καί ἀνθρωποκεντρική. Οἱ ἄνθρωποι πού ἦταν ἐναντίον τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἦταν κοσμικοί φιλόσοφοι οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν τήν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου σάν ἕνα ἁπλό ἤθικό γεγονός μέσα ἀπό τή λογική καί τόν στοχασμό, δοσμένο ἀπό τόν Θεό χωρίς νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος κάποια οὐσιαστική μετοχή μέσα σέ αὐτή τήν κατάσταση.
Ὁ  Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μαζί μέ ὅλους τούς σύγχρονούς του ὀρθοδόξους Πατέρες ἀγωνίστηκε ἐναντίον αὐτῆς τῆς αἵρεσης. Εἶπε ὅτι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μετοχή στίς ἄκτιστφες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος κατ’ ἀλήθεια θεώνεται καί ἁγιάζεται. Αὐτό δέν εἶναι ἕνα ἠθικό γεγονός πού ἐξαρτᾶται ἀπό τίς ἰδέες καί τή φιλοσοφία, ἀλλά ἕνα ὀντολογικό γεγονός πού ἀγκαλιάζει ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔβαλαν νά ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ τή Β΄ Κυριακή τῶν νηστειῶν ὄχι τόσο γιά νά τιμήσουμε τόν Ἅγιο, ἀλλά γιά νά δοῦμε τή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου, γιατί ἡ διδασκαλία του εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας καί εἶναι βασική προϋπόθεση νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θεώνεται. Δίδασκε λοιπόν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό ἔχει ἕνα συγκεκριμένο ἀποτέλεσμα, ὅτι φτάνει ὁ ἄνθρωπος διά τῆς Θείας Χάριτος νά γίνει ἕνα μέ τόν Θεό. Ὄχι μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ βέβαια ἀλλά μέ τίς ἐνέργειές Του καί γίνεται πραγματικά φίλος τοῦ Θεοῦ καί τέκνο του καί ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔδινε λοιπόν ξεκάθαρο στόχο στόν πνευματικό ἀγώνα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Ἐπίσης, ἔλεγε ὅτι αὐτό τό τέρμα ἐξαρτᾶται ἀπό δυό παράγοντες: ἀπό τόν ἀνθρώπινο καί τόν Θεῖο παράγοντα. Δηλαδή, γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει στή Θέωση , τόν ἁγιασμό  καί νά γίνει πραγματικά μέλος Χριστοῦ πρέπει ὁπωσδήποτε νά τό  θελήσει ὁ ἄνθρωπος. Ἄν δέν θελήσει δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτα. Πρέπει νά καταβάλει τό ἀνθρώπινο καί αὐτή τή θέληση νά τή θέσει σέ πρακτική ἐφαρμογή ἀγωνιζόμενος διά τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων καί μεθόδων πού μᾶς παρέδωσε ἡ Ἐκκλησία μας. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο σκέλος.
Τό ἄλλο βασικό εἶναι ὅτι ἔστω κι ἄν ὁ ἄνθρωπος θέλει καί κάνει ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτόν εἶναι ἀπαραίτητο νά συνυπάρχει ἡ Θεία Χάρις. Ἀνθρώπινη προαίρεση καί ἐργασία μαζί μέ τή Θεία Χάρη ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στή θέωση. Τό πρόβλημα ἦταν , ὅπως ἴσως εἶναι καί σήμερα, τό νά ἐμφανίζεται ἡ Ἐκκλησία σάν ἕνας χῶρος ἰδεολογικός καί φιλοσοφικός καί νά παρουσιάζεται ἡ ἐν Χριστῷ ζωή σάν μία ἠθική τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδή, νά γίνει ὁ ἄνθρωπος καλός ἄνθρωπος, νά μήν κάνει ἁμαρτίες, νά μήν εἶναι κακός καί νά εἶναι ἁπλά πάρα πολύ καλός. Αὐτό πολλές φορές ἀκουγόταν καί τό ἀκοῦμε καί μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Διδάσκονταν τά παιδιά στό κατηχητικό καί στήν Ἐκκλησία ὅτι μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας βρίσκονταν γιά νά γίνουν καλοί ἄνθρωποι, ὅπως τούς θέλει ἡ κοινωνία. Δέν γινόταν ποτέ λόγος γιά τόν ἁγιασμό καί τή θέωσή του. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔβγαλαν ἀπό τό Εὐαγγέλιο τή Θεία Χάρη καί τό ἔκαναν ἕνα ἀνθρώπινο σύστημα καθαρά ἰδεολογικό, σάν νά εἶναι ἡ Θεία Χάρις κάτι τό ἀόριστο πού δέν ὑπάρχει καί ὑπάρχει μόνο ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καί ὅποιος τηρεῖ τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καί τίς ἀρχές του αὐτός μπορεῖ νά γίνει ἕνας καλός χριστιανός, ἕνας «καθώς πρέπει» ἄνθρωπος. Δέν κατανοοῦν τήν ὀρθόδοξο ἀσκητική μεθοδολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν κατανοοῦν γιά ποιό λόγο νηστεύουμε. Θεωροῦν ὅτι ἔτσι ἀποκτοῦμε χαλύβδινο χαρακτήρα ἤ κόβουμε μερικά κακά ἐλαττώματα. Δέν κατανοοῦν γιατί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει μεγάλες ἀκολουθίες, ἀγρυπνίες. Ἀρκοῦνται στό νά γίνει μία συνάντηση, νά πεῖ ὁ καθένας τίς ἰδέες του καί τίς ἀπόψεις του γύρω ἀπό ἕνα θέμα ἀλλά πουθενά λόγος περί ἀσκητικῆς ζωῆς. Ὑπάρχει ὅλη αὐτή ἡ νοοτροπία πού ἐμφανίζει  τήν Ἐκκλησία σάν ἕνα σύστημα ἰδεῶν πού πρέπει νά εἶναι τό καλύτερο γιατί πρέπει νά ἀντιμετωπίσει τίς ἰδεολογίες τοῦ ἀθεϊσμοῦ, τοῦ ὑλισμοῦ κ.ἄ καί νά κάνει πολεμική καί ἀπολογητική ἐναντίον τῶν ἄλλων συστημάτων καί ἰδεολογιῶν. Ἔτσι πέσαμε σέ μία περιπέτεια πνευματική, γιατί δέν γνωρίζαμε τή διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς ἐκκλησίας μας. Εὐτυχῶς ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρέμεινε στή διδασκαλία τῶν Ἁγίων παρά τίς δοκιμασίες καί τά ἐρωτηματικά.
Λέγονταν πολλά τότε περί ἐκσυγχρονισμοῦ καί ἀνανέωσης τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ δέν ἀντιλαμβάνονταν ὅτι ὁ κόσμος πρέπει νά γίνει ἐκκλησία καί ὄχι τό ἀντίστροφο. Ἡ Ἐκκλησία προσλαμβάνει τόν κόσμο καί τόν μεταμορφώνει, τόν κάνει Ἐκκλησία.  Δέν εἶναι ἕνα σύστημα κοσμικό πού καλεῖται νά ἐκσυγχρονιστεῖ, γιά νά ἀπαντήσει στό ὅ,τι ἀπασχολεῖ τόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Ἡ Ἐκκλησία ἀπαντᾶ μέσα στούς αἰῶνες στό καίριο πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, πρόβλημα τό ὁποῖο ἔζησε καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Καί στήν Ἐκκλησία μέ τή διδασκαλία του μποροῦμε νά ἀπαντήσουμε στόν σύγχρονο ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ζητᾶ ἀπό τήν Ἐκκλησία κάτι τό οὐσιαστικό.
Ὁ Ἅγιος εἶπε πώς ἄν δέν ὑπάρχει ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ὁ ἄνθρωπος δέν σώζεται ἀφ’ ἑαυτοῦ του, δέν σώζεται μέ τίς ἰδέες, τά ἰδανικά καί τίς ἀξίες καί τά ἠθικά πρότυπα. Σώζεται ὅταν ἀγωνιστεῖ πνευματικά καί ἔχει γνώση ὅτι αὐτός ὁ ἀγώνας πού κάνει εἶναι ἕνα μέσο, μία μέθοδος ἡ ὁποία τόν ὁδηγεῖ στό νά ἔρθει σέ ἄμεση ἐπαφή μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή ἡ Χάρις δέν εἶναι κάτι τό ἄπιαστο καί ἀόριστο ἀλλά εἶναι συγκεκριμένη ἐνέργεια. Ὅπως π.χ ἕνα φωτιστικό ἄν καί  ἔχει ὅλα ὅσα χρειάζεται γιά νά λειτουργήσει, λάμπες, σύρματα, ἐάν δέν ἑνωθεῖ μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἠλεκτρικοῦ ρεύματος δέν παράγει φῶς. Τά μέν ὑλικά στοιχεῖα εἶναι ὅσα κάνει ὁ ἄνθρωπος: οἱ νηστεῖες, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ προσευχές, οἱ γονυκλισίες καί γενικά ὅλα ὅσα περιλαμβάνει ἡ ἀσκητική πολιτεία, ἀλλά ἡ ἐνέργεια πού παράγει φῶς εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἶναι συγκεκριμένη μέσα στήν Ἐκκλησία. Εἴμαστε πολύ εὐτυχεῖς γιατί παρέμεινε ἡ ἐμπειρία τῆς ἐνέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἄν δέν εἴχαμε  αὐτή τή γνώση καί ἐμπειρία, τί θά λέγαμε σήμερα στούς νέους, νά γίνονται ἠθικοί ἄνθρωποι καί καλά παιδιά; Σήμερα ὑπάρχει πλῆθος δυνατῶν ἐμπειριῶν πού ἀλλοιώνουν ὅλο τό εἶναι τους.
Γιά νά μπορέσει νά σταθεῖ ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται μία ἐμπειρία πιό δυνατή ἀπ’ ὅλες τίς ἄλλες, ἕνα φῶς ἰσχυρότερο ἀπό τά ἄλλα φῶτα. Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία σήμερα εἶναι στήν πλεονεκτική θέση νά παρουσιάζει σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους μία φοβερή ἐμπειρία, τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὅταν λέμε θέωση δέν ἐννοοῦμε νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος στό σημεῖο νά ἐπιτελεῖ θαύματα ἤ νά φτάσει ὅπως ἐμεῖς φανταζόμαστε, στήν κατάσταση τῶν Ἁγίων.
Στόν ἄνθρωπο ἀρχίζει νά ἐνεργεῖ μέσα του τό μυστήριο τῆς θεώσεώς του ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἀρχίζει νά στρέφεται ἐν μετανοίᾳ στόν Θεό. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος θά σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί θά πεῖ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό», ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα ἀρχίζει νά ἐνεργεῖται μέσα του τό μυστήριο τῆς σωτηρίας του. Δέν εἶναι δυνατό ὁ ἄνθρωπος νά ἐπικαλεστεῖ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί νά μήν ἐπιτελεστεῖ μέσα του μία ἀλλοίωση, μία ἐνέργεια. Μπορεῖ πολλές φορές ἡ καρδιά μας νά μήν αἰσθάνεται τίποτα, νά’ ναι σκληρή. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν ἐνεργεῖ τό μυστήριο τῆς προσευχῆς.
Ὁ Ἁγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς βίωσε αὐτό τό σκότος τῆς ὕπαρξής του, μπῆκε σ’ αὐτόν τόν ἀγώνα καί ἔζησε γιά ἕνα διάστημα τῆς ζωῆς του τό τί σημαίνει νά εἶσαι μακράν τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδία σου νά κινεῖται σ’ ἕνα σκότος καί νά εἶναι σκληρή σάν πέτρα. Γι’ αὐτό τόν λόγο γράφει στόν βίο του ὅτι γιά μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς του θρηνοῦσε ἀπαρηγόρητα καί ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισον μου τό σκότος». Αὐτή ἦταν ἡ ἀδιάλειπτος προσευχή του μέσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του, γιατί ἦταν τό βίωμα καί ἡ ἐμπειρία του.
Οἱ Ἅγιοι πρῶτα βίωσαν τό σκότος σ’ ὅλη τήν ἔντασή του καί ζώντας αὐτό τό σκότος ἐβίωσαν τή νοσταλγία τοῦ φωτός. Καί αὐτό τό φῶς δέν εἶναι κάτι τό ἠθικό πού βγαίνει μέσα ἀπό τίς διδασκαλίες, ἀλλά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. «Ἐγώ εἰμί τό Φῶς τοῦ κόσμου». Ἔτσι ὅταν αὐτός ἔλεγε «φώτισόν μου τό σκότος»ζητοῦσε τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ὁ Δαβίδ χιλιάδες  χρόνια πρίν ἔλεγε: «Πότε Θεέ μου, θά ρθεῖς νά δῶ τό φῶς τοῦ προσώπου Σου; Δέν μέ ἐνδιαφέρουν οἱ ἰδέες σου καί ὅ,τι εἶπες, ἐμένα μέ ἐνδιαφέρεις πρωτίστως Ἐσύ ὁ ἴδιος». Πρέπει νά καταλάβουμε τό πόσο σημαντικό εἶναι ὄχι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά αὐτός πού εἶπε τή διδασκαλία, αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Αὐτό ἔζησαν οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι πῆραν τή διδασκαλία γιά νά τούς βοηθήσει νά φτάσουν στόν Χριστό. Ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ ὑπερβήθηκαν οἱ ἐντολές καί οἱ διδασκαλίες καί ἔμεινε μόνο ἕνα πράγμα μές στόν ἄνθρωπο. Μένει ἡ ἀγάπη, αὐτή ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο σέ μία ἀπόλυτη ἀγαπητική σχέση.
Ὁ Ἁγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς ἔδειξε αὐτό τό τέρμα καί αὐτή τή μέθοδο καί μᾶς εἶπε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπαίνει καί ἀρχίζει ἀπό τήν πρώτη στιγμή νά ἐφαρμόζει στή ζωή του τήν ἀσκητική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πού σημαίνει τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἀγωνίζεται νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ταυτόχρονα ἔχει καί μία ἄλλη κίνηση, τήν κίνηση τῆς προσευχῆς τήν ὁποία οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μέσα ἀπό τήν πείρα τους μᾶς δίδαξαν. Μία τέτοια προσευχή εἶναι ἡ μονολόγιστος εὐχή, ἡ ἐπίκληση τοῦ Χριστοῦ. Τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Μέ αὐτή τήν ἐπίκληση τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος καταλαβαίνει ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπό Αὐτόν καί αἰσθάνεται ὅτι δέν μπορεῖ χωρίς Αὐτόν νά ζήσει καί τοῦ εἶναι ἀνάγκη νά τόν συναντήσει. Καταλαβαίνει ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπό τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Βάση τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ βαθιά ταπείνωση, ἀφοῦ αἰσθάνεται πώς χωρίς τόν Χριστό δέν μπορεῖ νά ζήσει.
Ἔτσι μέ ἐπιμονή ἀρχίζει νά ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὅπου κι’ ἄν βρίσκεται. Γιά νά ἔχει καρπό αὐτή ἡ κίνηση, πρέπει νά ὑπάρχει ἡ Θεία Χάρις. Καί ὁ χῶρος τῆς Χάριτος εἶναι ἡ Ἁγία Ἐκκλησία. Ἐκτός Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά ἐνεργήσει αὐτό τό  μυστήριο τῆς Θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὅταν λέμε ἐντός Ἐκκλησίας ἐννοοῦμε ὅλη αὐτή τήν μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

(Ἀπόσπασμα ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας. Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Παράκληση. Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 71.)

Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΤΡΙΑΣ Κάλλιστος Γουέαρ, Ἐπίσκοπος Διοκλείας

Κάλλιστος Γουέαρ, Ἐπίσκοπος Διοκλείας
Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, Τριὰς ἁγία, δόξα σοι. (Προσευχὴ τοῦ ἁγ. Ἰωαννικίου)
Ἄναρχε ἄκτιστε Τριάς, ἀμέριστε Μονάς, ἡ τρία οὖσα καὶ ἕν Πατήρ, Υἱὸς καὶ Πνεῦμα, εἷς ὁ Θεός, προσδέχου τὸν ὕμνον, ἐκ τῶν πηλίνων γλωσσῶν, ὡς ἐκ στομάτων φλογερῶν. (Ἀπὸ τὸ Τριώδιο)
Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΓΑΠΗ
 «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν»: ἔτσι βεβαιώνουμε στὴν ἀρχὴ τοῦ «Πιστεύω». Ἀλλ’ ἀμέσως μετὰ συνεχίζουμε γιὰ νὰ ποῦμε πολὺ περισσότερ’ ἀπ’ αὐτό. Πιστεύω, συνεχίζουμε, σ’ ἕνα Θεὸ ποὺ εἶναι ταυτόχρονα τρεῖς, Πατέρας, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὑπάρχει μέσα στὸν Θεὸ πραγματικὴ διαφοροποίηση ἀλλὰ καὶ ἀληθινὴ ἑνότητα. Ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν δὲν εἶναι μόνο μία μονάδα ἀλλὰ μία ἕνωση, ὄχι μόνο ἑνότητα ἀλλὰ καὶ κοινότητα.
Ὑπάρχει μέσα στὸν Θεὸ κάτι ἀνάλογο πρὸς τὴν «κοινωνία». Δὲν εἶναι ἕνα πρόσωπο μόνο του, ποὺ ἀγαπάει μόνο τὸν ἑαυτό του, δὲν εἶναι μία μονάδα ποὺ αὐτοπεριέχεται ἢ «Ὁ Ἕνας». Εἶναι ἑνότητα τριῶν: τρία ἴσα πρόσωπα, ποὺ τὸ καθένα κατοικεῖ μέσα στ’ ἄλλα δύο μὲ τὴ δύναμη μίας ἀέναης κίνησης ἀμοιβαίας ἀγάπης. Amo ergo sum, «Ἀγαπῶ γι’ αὐτὸ ὑπάρχω»: ὁ τίτλος τοῦ ποιήματος τῆς Kathleen Raine μπορεῖ νὰ χρησιμέψει σὰν ἕνα ὑπόδειγμα γιὰ τὸν Θεὸ -τὴν Ἁγία Τριάδα. Κάτι ποὺ ὁ Shakespeare λέει σχετικὰ μὲ τὴν ἀγάπη δύο ἀνθρώπων θὰ μποροῦσε ν’ ἀποδοθεῖ ἐπίσης καὶ στὴ θεϊκὴ ἀγάπη τῶν αἰωνίων Τριῶν:
Ἔτσι ἀγαποῦσαν, σὰν ἡ ἀγάπη μέσα στὸ ζευγάρι νὰ μὴν εἶχε παρὰ στὸ ἕνα τὴν οὐσία˙ οἱ δυό τους διαφορετικοί, ἀδιαίρετοι ὡστόσο ὁ ἀριθμὸς ἦταν νεκρὸς ἐκεῖ, μέσ’ στὴν ἀγάπη!
Ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς πνευματικῆς Ὁδοῦ εἶναι: ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ γίνουμε μέρος αὐτῆς τῆς Τριαδικῆς περιχώρησης, συνεπαρμένοι τελείως μέσα στὸν κύκλο τῆς ἀγάπης ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν Θεό. Ἔτσι προσευχήθηκε ὁ Χριστὸς στὸν Πατέρα του, τὴ νύχτα πρὶν ἀπὸ τὴ Σταύρωσή του: «ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλα.» (Ἰωάν. 17,21).
Γιατί νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τρία; Δὲν εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ πιστεύουμε ἁπλὰ στὴ θεϊκὴ ἑνότητα, ὅπως οἱ Ἑβραῖοι καὶ οἱ Μωαμεθανοί; Φυσικὰ εἶναι εὐκολότερο. Τὸ τριαδικὸ δόγμα βρίσκεται μπροστὰ μας σὰν μία πρόκληση, σὰν ἕνα «πρόβλημα» στὴν κυριολεξία: εἶναι, μὲ τὰ λόγια του Vladimir Lossky, «ἕνας σταυρὸς γιὰ τοὺς τρόπους τῆς ἀνθρώπινης σκέψης», καὶ ἀπαιτεῖ ἀπὸ μᾶς μία ριζικὴ πράξη μετάνοιας -ὄχι μόνο μία χειρονομία τυπικῆς συγκατάθεσης, ἀλλὰ μία ἀληθινὴ ἀλλαγὴ νοῦ καὶ καρδιᾶς.
Γιατί, λοιπόν, νὰ πιστεύουμε στὸν Θεὸ ὡς Τριάδα; Οἱ δύο τρόποι ποὺ μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν πιὸ πολὺ γιὰ νὰ μποῦμε στὸ Θεῖο μυστήριο εἶναι, νὰ βεβαιώσουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι προσωπικὸς καὶ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Τώρα καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς γνώσεις προϋποθέτουν συμμετοχὴ καὶ ἀμοιβαιότητα. Πρῶτον, ἕνα «πρόσωπο» δὲν εἶναι καθόλου τὸ ἴδιο πράγμα μ’ ἕνα «ἄτομο». Ἀπομονωμένοι, ἀνεξάρτητοι, -κανεὶς ἀπὸ μᾶς δὲν εἶναι ἕν’ αὐθεντικὸ πρόσωπο ἀλλ’ ἁπλῶς ἕνα ἄτομο, μία ἁπλὴ μονάδα ὅπως καταγράφεται στὴν ἀπογραφή. Ὁ ἐγωκεντρισμὸς εἶναι ὁ θάνατος τῆς ἀληθινῆς προσωπικότητας. Ὁ καθένας γίνεται ἀληθινὸ πρόσωπο μόνο ὅταν σχετίζεται μὲ ἄλλα πρόσωπα, ὅταν ζεῖ γι’ αὐτὰ καὶ μέσα σ’ αὐτά. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἄνθρωπος, ὅπως πολὺ σωστὰ ἔχουν πεῖ, μέχρι νὰ ἐπικοινωνήσουν τουλάχιστον δύο ἄνθρωποι. Τὸ ἴδιο ἀληθεύει, κατὰ δεύτερο λόγο, καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὴν ἀπομόνωση ἀλλὰ πρϋποθέτει τὸν ἄλλο. Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἑαυτὸ μας εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ἀγάπης. Ὅπως ὁ Charles Williams δείχνει μὲ τόσον ἀποστομωτικὸ τρόπο στὸ μυθιστόρημά του «Κατέβασμα στὴν Κόλαση», ἡ ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι κόλαση γιατί, σ’ ἔσχατη ἀνάλυση, ἡ ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας δείχνει τὸ τέλος κάθε χαρᾶς καὶ κάθε νοήματος. Κόλαση δὲν εἶναι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι κόλαση εἶναι ὁ ἐαυτός μου, ὅταν εἶναι ἀποκομένος ἀπ’ τοὺς ἄλλους μὲ τὸν ἐγωκεντρισμό.
Ὁ Θεὸς εἶναι πολὺ καλύτερος ἀπ’ τὸ καλύτερο ποὺ ξέρουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Ἂν τὸ πιὸ πολύτιμο στοιχεῖο στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ μας εἶναι ἡ σχέση τοῦ «Ἐγὼ καὶ Σύ», τότε δὲν μποροῦμε παρὰ ν’ ἀποδώσουμε αὐτὴ τὴν ἴδια σχέση, ὡς ἕνα σημεῖο, στὴν αἰώνια ὕπαρξη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς ποὺ ἐννοεῖ τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στὸ ἐσώτατό της θεϊκῆς ζωῆς, προαιώνια ὁ Θεὸς ξέρει τὸν ἑαυτό του ὡς «Ἐγὼ καὶ Σύ», μὲ τριπλὸ τρόπο καὶ χαίρεται διαρκῶς μ’ αὐτὴ τὴ γνώση.
Ὅλα λοιπόν, ὅσα ἐννοοῦνται ἀπὸ τὴν περιορισμένη δυνατότητα κατανόησης τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου καὶ τῆς ἀνθρώπινης ἀγάπης, αὐτὰ τὰ βεβαιώνουμε ἐπίσης καὶ γιὰ τὸν Θεὸ-Τριάδα, προσθέτοντας ὅτι σχετικὰ μ’ αὐτὸν αὐτὰ τὰ πράγματα σημαίνουν ἄπειρα περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ποτέ.
Προσωπικότητα καὶ ἀγάπη σημαίνουν ζωή, κίνηση, ἀνακάλυψη. Ἑπομένως τὸ Τριαδικὸ δόγμα ἐννοεῖ ὅτι θάπρεπε νὰ σκεφτόμαστε τὸν Θεὸ μὲ δυναμικοὺς παρὰ μὲ στατικοὺς ὅρους. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο ἀκινησία, γαλήνη, ἀναλλοίωτη τελειότητα. Γιὰ τὶς εἰκόνες ποὺ θὰ μᾶς ἔδειχναν τὸν Τριαδικὸ Θεό, θα ’πρεπε νὰ παρατηροῦμε πιὸ πολὺ τὸν ἄνεμο, τὸ νερὸ ποὺ τρέχει, τὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς ποὺ δὲν ἡσυχάζουν ποτέ. Μία προσφιλὴς ἀναλογία γιὰ τὴν Τριάδα ὑπῆρξε πάντα ἐκείνη μὲ τοὺς τρεῖς δαυλοὺς ποὺ καῖνε μὲ μία μόνο φλόγα.
Μᾶς λένε τὰ Ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐρήμου πὼς ἕνας ἀδελφὸς ἦρθε κάποτε νὰ μιλήσει μὲ τὸν Ἀββᾶ Ἰωσὴφ τοῦ Πανεφῶ. «Ἀββᾶ» εἶπε ὁ ἐπισκέπτης, «ἀνάλογα μὲ τὴ δύναμή μου τηρῶ ἕνα ταπεινὸ κανόνα προσευχῆς καὶ νηστείας, μελέτης καὶ σιωπῆς, καὶ ὅσο μπορῶ κρατῶ τὸν ἑαυτό μου ἁγνὸ ὡς πρὸς τὶς σκέψεις. Τί περισσότερο μπορῶ νὰ κάνω;» Σὲ ἀπάντηση, ὁ Ἀββᾶς Ἰωσὴφ σηκώθηκε καὶ ὕψωσε τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ τὰ δάχτυλά του ἔγιναν σὰν δέκα δάδες ἀναμμένες. Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε στὸν ἀδελφό: «Ἂν ἐπιθυμεῖς, μπορεῖς νὰ γίνεις ὁλόκληρος σὰν μία φλόγα». Ἂν αὐτὴ ἡ εἰκόνα τῆς ζωντανῆς φλόγας μᾶς βοηθάει νὰ καταλάβουμε τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου στὸ ὕψιστό της σημεῖο, δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ καὶ γιὰ τὸν Θεό; Τὰ τρία πρόσωπα τῆς Τριάδος εἶναι «ἀπόλυτα σὰν μία φλόγα».Ἀλλὰ τελικὰ ἡ λιγότερο παραπλανητικὴ εἰκόνα θὰ βρεθεῖ ὄχι στὸ φυσικὸ κόσμο, ἔξω ἀπό μᾶς, ἀλλὰ στὴν ἀνθρώπινη καρδιά. Ἡ καλύτερη ἀναλογία εἶναι αὐτὴ μὲ τὴν ὁποία ἀρχίσαμε: ἡ ἐμπειρία ποὺ ἔχουμε ὅταν ἐνδιαφερόμαστε ἔντονα γιὰ ἕνα ἄλλο πρόσωπο, καὶ ἡ γνώση ὅτι ἡ ἀγάπη μᾶς βρίσκει ἀνταπόκριση.
ΤΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΕ ΜΙΑ ΟΥΣΙΑ.
«Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐσμέν», εἶπε ὁ Χριστὸς (Ἰωάν. 10,30). Τί ἐννοοῦσε; Γιὰ μίαν ἀπάντηση κοιτάζουμε ἀρχικὰ στὶς δύο πρῶτες ἀπὸ τὶς ἑφτὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους: στὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας (325 μ.Χ.), στὴν πρώτη Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη (381 μ.Χ.), καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ποὺ διαμόρφωσαν. Ἡ κεντρικὴ καὶ ἀποφασιστικὴ κατάφαση στὸ «Πιστεύω» εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», «ὁμοούσιος» μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα: εἶναι Θεὸς μὲ τὴν ἴδια ἔννοια ποὺ ὁ Πατέρας εἶναι Θεός, κι ὅμως δὲν εἶναι δύο Θεοὶ ἀλλὰ ἕνας.
Ἀναπτύσσοντας αὐτὴ τὴ διδασκαλία, οἱ Ἕλληνες Πατέρες τοῦ τέλους τοῦ 4ου αἰώνα εἶπαν τὰ ἴδια γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: εἶναι ἐπίσης ἀληθινὰ Θεός, «ἕνας στὴν οὐσία» μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Ἀλλὰ ἂν καὶ ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι ἕνας μόνο Θεός, ὅμως ὁ καθένας τους προαιώνια εἶναι ἕνα Πρόσωπο, ἕνα σαφὲς κέντρο συνειδητῆς ἀτομικότητας. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἑπομένως πρέπει νὰ περιγραφεῖ ὡς «τρία πρόσωπα σὲ μία οὐσία». Ὑπάρχει αἰώνια στὸν Θεὸ ἀληθινὴ ἑνότητα συνδυασμένη μὲ αὐθεντικὰ προσωπικὴ διαφοροποίηση: ὁ ὅρος οὐσία δείχνει τὴν ἑνότητα καὶ ὁ ὅρος πρόσωπον δείχνει τὴ διαφοροποίηση. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ καταλάβουμε τί ὑποδηλώνεται μ’ αὐτὴ τὴν κάπως δυσνόητη γλώσσα, γιατί τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ζωτικὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι ἕνα στὴν οὐσία ὄχι μόνο ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι καὶ οἱ τρεῖς εἶναι πρότυπά τῆς ἴδιας ὁμάδας ἢ γενικῆς κατηγορίας, ἀλλὰ ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι σχηματίζουν μία, μοναδική, ἰδιαίτερη πραγματικότητα. Σ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη ὑπάρχει μία σημαντικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ἔννοια, κατὰ τὴν ὁποία τὰ τρία Θεϊκὰ πρόσωπα εἶναι ἕνα, καὶ στὴν ἔννοια κατὰ τὴν ὁποία τρία πρόσωπα ἀνθρώπινα θὰ μποροῦσαν νὰ ὁριστοῦν ὡς ἕνα.
Τρία ἀνθρώπινα πρόσωπα, ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης ἀνήκουν στὴν ἴδια γενικὴ κατηγορία «ἄνθρωπος». Ὅμως ὅσο στενὰ κι ἂν συνεργάζονται, ὁ καθένας διατηρεῖ τὴ δική του θέληση καὶ τὴ δική του ἐνέργεια, δρώντας σύμφωνα μὲ τὴ δική του χωριστὴ δύναμη πρωτοβουλίας. Μὲ δύο λέξεις εἶναι τρεῖς ἄνδρες καὶ ὄχι ἕνας. Ἀλλὰ στὴν περίπτωση τῶν τριῶν προσώπων τῆς Τριάδος, δὲν συμβαίνει αὐτό. Ὑπάρχει διάκριση, ἀλλὰ ποτὲ χωρισμός. ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα, ἔτσι βεβαιώνουν οἱ ἅγιοι, ἀκολουθώντας τὴ μαρτυρία τῆς Γραφῆς -ἔχουν μόνο μία θέληση καὶ ὄχι τρεῖς, μόνο μία ἐνέργεια καὶ ὄχι τρεῖς. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς τρεῖς δὲν ἐνεργεῖ ποτὲ χωριστά, δίχως τοὺς ἄλλους δύο. Δὲν εἶναι τρεῖς Θεοί, ἀλλὰ ἕνας Θεός.
Ὅμως, ἂν καὶ τὰ τρία πρόσωπα ποτὲ δὲν ἐνεργοῦν χωριστὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ὑπάρχει στὸν Θεὸ πραγματικὴ διαφοροποίηση ὅπως καὶ ἰδιαίτερη ἑνότητα. Ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν Θεὸ στὸ ἔργο τῆς ζωῆς μας, ἐνῶ βρίσκουμε ὅτι οἱ τρεῖς ἐνεργοῦν πάντα μαζί, ὅμως ξέρουμε ὅτι ὁ καθένας ἐνεργεῖ μέσα μας μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Αἰσθανόμαστε τὸν Θεὸ σὰν τρεῖς μέσα σ’ ἕνα καὶ πιστεύουμε ὅτι αὐτὴ ἡ τριπλῆ διαφοροποίηση στὴν ἐξωτερικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀντανακλᾶ μία τριπλῆ διαφοροποίηση στὴν ἐσωτερική του ζωή. Ἡ διάκριση μεταξὺ τῶν τριῶν προσώπων πρέπει νὰ θεωρηθεῖ σὰν μία αἰώνια διάκριση ποὺ ὑφίσταται μέσα στὴ φύση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ˙ δὲν ἔχει σχέση μόνο μὲ τὴν ἐξωτερική του δραστηριότητα μέσα στὸν κόσμο. Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι μόνο «τρόποι» ἢ «διαθέσεις» τῆς θεότητας, δὲν εἶναι μόνο μάσκες ποὺ ὁ Θεὸς προσλαμβάνει γιὰ ἕνα διάστημα γιὰ τὶς συναλλαγές του μὲ τὴ δημιουργία καὶ μετὰ τὶς ἐγκαταλείπει. Ἀντίθετα εἶναι τρία, ἰσότιμα καὶ συναΐδια, πρόσωπα. Ἕνας ἀνθρώπινος πατέρας εἶναι μεγαλύτερος ἀπ’ τὸ παιδί του, ἀλλὰ ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὸν Θεὸ ὡς «Πατέρα» καὶ «Υἱὸ» δὲν πρέπει νὰ κατανοοῦμε τοὺς ὅρους στὴν κυριολεξία. Βεβαιώνουμε γιὰ τὸν Υἱό, «Δὲν ὑπῆρξε χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖο δὲν ὑφίστατο». Καὶ τὸ ἴδιο λέγεται γιὰ τὸ Πνεῦμα.
Ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς τρεῖς εἶναι πλήρης καὶ τέλειος Θεός. Κανεὶς δὲν εἶναι περισσότερο ἢ λιγότερο Θεὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὁ καθένας κατέχει ὄχι τὸ ἕνα τρίτο της θεότητας, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴ θεότητα στὴν ὁλότητά της ὅμως, ὁ καθένας ζεῖ καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ θεότητα, μὲ τὸ δικό του διακριτικὸ καὶ προσωπικὸ τρόπο.
Τονίζοντας αὐτὴ τὴν τριαδικὴ ἑνότητα μέσα στὴ διαφοροποίηση, ὁ ἄγ. Γρηγόριος Νύσσης γράφει:
Ὅλα ὅσα εἶναι ὁ Πατέρας, τὰ βλέπουμε ἀποκαλυμένα στὸν Υἱὸ˙ ὅλα ὅσα εἶναι τοῦ Υἱοῦ, εἶναι ἐπίσης καὶ τοῦ Πατέρα˙ γιατί ὅλος ὁ Υἱὸς κατοικεῖ μέσα στὸν Πατέρα, καὶ ἔχει ὁλόκληρο τὸν Πατέρα ποὺ κατοικεῖ μέσα του… Ὁ Υἱὸς ποὺ ὑπάρχει πάντα μέσα στὸν Πατέρα δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ χωριστεῖ ἀπ’ αὐτόν, οὔτε μπορεῖ τὸ Πνεῦμα ποτὲ νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸν Υἱό, ποὺ ἐνεργεῖ τὸ κάθε τί μέσω τοῦ Πνεύματος. Αὐτὸς ποὺ δέχεται τὸν Πατέρα, δέχεται ταυτόχρονα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα. Εἶναι ἀδύνατο ν’ ἀντιμετωπίσουμε ὁποιοδήποτε εἶδος διαίρεσης ἢ διάζευξης ἀνάμεσά τους: δὲν μποροῦμε νὰ σκεφτοῦμε τὸν Υἱὸ χωριστὰ ἀπὸ τὸν Πατέρα, οὔτε νὰ χωρίσουμε τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Υἱό. Ὑπάρχει ἀνάμεσα στοὺς τρεῖς μία μετοχὴ καὶ μία διαφοροποίηση ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ λόγια καὶ κατανόηση. Ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὰ πρόσωπα δὲν βλάπτει τὴ μοναδικότητα τῆς φύσης, οὔτε ἡ μετεχόμενη ἑνότητα τῆς οὐσίας ὁδηγεῖ σὲ μία σύγχυση ἀνάμεσα στὰ διακριτικά, χαρακτηριστικὰ τῶν προσώπων. Μὴν ἐκπλήττεσαι ποὺ θὰ μιλήσουμε γιὰ τὴ θεότητα σὰν νὰ ἦταν ταυτόχρονα καὶ ἑνοποιημένη καὶ διαφοροποιημένη. Χρησιμοποιώντας γρίφους ἀντιμετωπίζουμε μία παράξενη καὶ παράδοξη διαφορὰ μέσα στὴν ἑνότητα καὶ ἑνότητα μέσα στὴ διαφοροποίηση.
 «Χρησιμοποιώντας γρίφους…»: Ὁ ἅγ. Γρηγόριος προσπαθεῖ νὰ τονίσει μὲ ἔμφαση, ὅτι τὸ Τριαδικὸ δόγμα εἶναι «παράδοξο» καὶ βρίσκεται «πέρα ἀπὸ λόγια καὶ κατανόηση». Εἶναι κάτι ποὺ μᾶς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι κάτι ποὺ ἀποδείχθηκε ἀπὸ τὴ δική μας λογική. Μποροῦμε νὰ τὸ ὑπαινιχθοῦμε μὲ ἀνθρώπινη γλώσσα, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἐξηγήσουμε μὲ πληρότητα. Οἱ λογικές μας δυνάμεις εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ πρέπει νὰ τὶς χρησιμοποιήσουμε ὅλες ἀλλὰ θα ’πρεπε ν’ ἀναγνωρίσουμε τὰ ὅριά τους. Ἡ Τριὰς δὲν εἶναι μία φιλοσοφικὴ θεωρία ἀλλὰ ὁ ζωντανὸς Θεὸς ποὺ λατρεύουμε καὶ ἔτσι φτάνουμε σ’ ἕνα σημεῖο καθὼς πλησιάζουμε πρὸς τὴν Τριάδα ὅπου ἡ ἐπιχειρηματολογία καὶ ἡ ἀνάλυση πρέπει νὰ δώσουν τὴ θέση τους στὴ σιωπηλὴ προσευχή. Σιγησάτω πάσα σὰρξ βροτεία καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου» (Χερουβικό τοῦ Μ.Σαββάτου)
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Τὸ πρῶτο πρόσωπο τῆς Τριάδος, ὁ Θεὸς Πατέρας, εἶναι ἡ κρήνη τῆς Θεότητας, ἡ πηγή, αἰτία ἢ ἀρχὴ τῆς προέλευσης γιὰ τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα. Εἶναι ὁ σύνδεσμος τῆς ἑνότητας ἀνάμεσα στοὺς τρεῖς: Ὑπάρχει ἕνας Θεὸς ἐπειδὴ ὑπάρχει ἕνας Πατέρας. «Ἡ ἕνωση εἶναι ὁ Πατέρας, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ πρὸς τὸν ὁποῖο ἡ τάξη τῶν προσώπων διανύει τὴν πορεία της» (ἅγ. Γρηρόριος ὁ Θεολόγος). Ἀπὸ τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα τὸ καθένα ὁρίζεται μὲ ὅρους, ἀνάλογα μὲ τὴ σχέση τους πρὸς τὸν Πατέρα: ὁ Υἱὸς «γεννᾶται» ἀπὸ τὸν Πατέρα, τὸ Πνεῦμα «ἐκπορεύεται» ἀπὸ τὸν Πατέρα. Στὴ Λατινικὴ Δύση, συνήθως πιστεύεται ὅτι τὸ Πνεῦμα προέρχεται «ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀπὸ τὸν Υἱὸ» καὶ ἡ λέξη filioque («καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ») ἔχει προστεθεῖ στὸ Λατινικὸ κείμενο τοῦ «Πιστεύω». Ἡ Ὀρθοδοξία θεωρεῖ τὸ filioque ὄχι μόνο μίαν ἀνεύθυνη προσθήκη -γιατί εἰσχώρησε στὸ «Πιστεύω» δίχως τὴ συναίνεση τῆς Χριστιανικῆς Ἀνατολῆς- ἀλλὰ ἐπίσης φρονεῖ ὅτι τὸ δόγμα τῆς «διπλῆς ἐκπόρευσης» ὅπως κοινὰ λέγεται, εἶναι θεολογικὰ ἀνακριβὲς καὶ πνευματικὰ βλαβερό. Σύμφωνα μὲ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τοῦ 4ου αἰ., πού ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀκολουθεῖ ὡς σήμερα, ὁ Πατέρας εἶναι ἡ μόνη πηγὴ καὶ τὸ πεδίο τῆς ἑνότητας μέσα στὴ Θεότητα. Μὲ τὸ νὰ θεωρήσουμε τὸν Υἱὸ πηγὴ ὅπως τὸν Πατέρα, ἢ σὲ συνδυασμὸ μ’ αὐτόν, ριψοκινδυνεύουμε μία σύγχυση στὰ διακριτικὰ χαρακτηριστικὰ τῶν προσώπων (ἰδιώματα)Τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Τριάδος εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ «Λόγος» του. Μιλώντας μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο γιὰ τὸν Θεὸ ὡς Υἱὸ καὶ Πατέρα, πρέπει ἀμέσως νὰ ὑπονοήσουμε μία κίνηση ἀμοιβαίας ἀγάπης, σὰν αὐτὴ ποὺ σημειώσαμε προηγουμένως. Συνεπάγεται ὅτι προαιώνια ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὡς Υἱός, σὲ υἱϊκὴ ὑπακοὴ καὶ ἀγάπη ἀποδίδει στὸν Θεὸ Πατέρα τὴν ὕπαρξη ποὺ ὁ Πατέρας ἀπὸ πατρικὴ αὐτοδιάθεση αἰώνια τὸν γεννᾶ.
Εἶναι μέσα καὶ μέσω τοῦ Υἱοῦ ποὺ ὁ Πατέρας μᾶς ἀποκαλύπτεται: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ» (Ἰωάν. 14, 6). Αὐτὸς εἶναι ποὺ γεννήθηκε στὴ γῆ σὰν ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία, στὴν πόλη τῆς Βηθλεέμ. Ἀλλὰ ὡς Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐργάζεται ἐπίσης καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐνσάρκωση. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς τάξης καὶ τοῦ σκοποῦ ποὺ διαπερνᾶ ὅλα τὰ πράγματα ἕλκοντας τὰ σὲ ἑνότητα μὲ τὸν Θεὸ καὶ κάνοντας ἔτσι τὸ σύμπαν ἕναν «κόσμο», ἀρμονικό καὶ ὁλοκληρωμένο σύνολο. Ὁ Δημιουργὸς-Λόγος ἔχει προσδώσει σὲ κάθε δημιούργημα τὸν δικό του ἐνυπάρχοντα λόγο ἢ ἐσωτερικὴ ἀρχὴ ποὺ τὸ διαφοροποιεῖ ἀπόλυτα, καὶ ποὺ ταυτόχρονα τὸ ἑλκύει καὶ τὸ κατευθύνει πρὸς τὸν Θεό. Τὸ ἀνθρώπινο ἔργο μας ὡς τεχνιτῶν ἢ κατασκευαστῶν εἶναι νὰ διακρίνουμε αὐτὸν τὸ λόγο ποὺ κατοικεῖ στὸ κάθε πράγμα καὶ νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ ἐκδηλωθεῖ δὲν προσπαθοῦμε νὰ κυριαρχοῦμε ἀλλὰ νὰ συνεργαζόμαστε.Τ
ὸ τρίτο πρόσωπο εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ «ἄνεμος» ἢ ἡ «ἀναπνοὴ» τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ἀντιλαμβανόμαστε τὴν ἀνισότητα τῶν τυπικῶν κατατάξεων, θὰ μπορούσαμε ἴσως νὰ ποῦμε ὅτι τὸ Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεὸς μέσα μας, ὁ Υἱὸς εἶναι ὁ Θεὸς μαζί μας, καὶ ὁ Πατέρας, ὁ Θεὸς πάνω ἢ περ’ ἀπό μᾶς. Ὅπως καὶ ὁ Υἱὸς μᾶς δείχνει τὸν Πατέρα, ἔτσι καὶ τὸ Πνεῦμα μᾶς δείχνει τὸν Υἱό, παρουσιάζοντάς τον σέ μᾶς. Ὅμως ἡ σχέση εἶναι ἀμοιβαία. Τὸ Πνεῦμα μᾶς παρουσιάζει τὸν Υἱό, ἀλλὰ ὁ Υἱὸς εἶν’ ἐκεῖνος ποὺ μᾶς στέλνει τὸ Πνεῦμα. (Σημειώνουμε ὅτι ὑπάρχει μία διάκριση ἀνάμεσα στὴν «αἰώνια ἐκπόρευση» τοῦ Πνεύματος καὶ στὴν «ἐγκόσμια ἀποστολή» του. Τὸ Πνεῦμα στέλνεται στὸν κόσμο, ἐν χρόνῳ, ἀπὸ τὸν Υἱό, ἀλλά, ὅσον ἀφορᾶ τὴν προέλευσή του μέσα στὴν αἰώνια ζωὴ τῆς Τριάδος, τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα μόνο).
Χαρακτηρίζοντας τὸ καθένα ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα, ὁ Συνέσιος Κυρηνείας γράφει: «Χαῖρε, Πατέρα, πηγὴ τοῦ Υἱοῦ, Υἱέ, εἰκόνα τοῦ Πατέρα Πατέρα, τὸ ἔδαφος ὅπου στέκεται ὁ Υἱός, Υἱέ, ἡ σφραγίδα τοῦ Πατέρα Πατέρα, ἡ δύναμη τοῦ Υἱοῦ, Υἱέ, ἡ ὀμορφιὰ τοῦ Πατέρα Πάναγνο Πνεῦμα, σύνδεσμε ἀνάμεσα στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό.Στεῖλε, ὢ Χριστέ, τὸ Πνεῦμα, στεῖλε τὸν Πατέρα στὴν ψυχή μου πότισε τὴ στεγνή μου καρδιὰ μ’ αὐτὴ τὴ δροσιά, τὸ πιὸ καλὸ ἀπ’ ὅλα τὰ δῶρα σου».
Γιατί νὰ μιλᾶμε γιὰ τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ ὄχι ὡς Μητέρα καὶ Θυγατέρα; Ἡ ἴδια ἡ Θεότητα δὲν ἔχει οὔτε ἀνδρικότητα οὔτε θηλυκότητα. Ἂν καὶ τ’ ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά τοῦ φύλου μας σὰν ἄνδρα καὶ γυναίκας ἀντανακλοῦν, στὸ ὑψηλότερο καὶ πιὸ ἀληθινὸ σημεῖο τους, μίαν ἄποψη τῆς Θείας ζωῆς, ὅμως στὸν Θεὸ δὲν ὑπάρχει κανένα στοιχεῖο φύλου. Ὅταν, ἑπομένως, μιλᾶμε γιὰ τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα, δὲν μιλᾶμε κατὰ κυριολεξία, ἀλλὰ συμβολικά. Ὅμως γιατί θὰ ’πρεπε νά ’ναι τὰ σύμβολα ἀρσενικὰ παρὰ θηλυκά; Γιατί νὰ καλοῦμε τὸν Θεὸ «αὐτὸς» καὶ ὄχι «αὐτή»; Πράγματι, οἱ Χριστιανοὶ μερικὲς φορὲς ἔχουν προσδώσει «μητρικὴ γλώσσα» στὸν Θεό. Ὁ Ἀφραάτ, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους Σύρους Πατέρες, μιλάει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ πιστοῦ πρὸς «τὸν Θεὸ Πατέρα του καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Μητέρα του», ἐνῶ στὴ Μεσαιωνικὴ Δύση, βλέπουμε τὴν Lady Julian τοῦ Νοrwich νὰ βεβαιώνει: «Ὁ Θεὸς ἀγάλλεται ποὺ εἶναι ὁ Πατέρας μας, καὶ ὁ Θεὸς ἀγάλλεται ποὺ εἶναι ἡ Μητέρα μας». Ἀλλ’ αὐτὲς εἶναι ἐξαιρέσεις. Σχεδὸν πάντα ὁ συμβολισμὸς ποὺ χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ Βίβλο καὶ μέσα στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ἀρσενικοῦ γένους.
Δὲν μποροῦμε ν’ ἀποδείξουμε μ’ ἐπιχειρήματα γιατί αὐτὸ θά ’πρεπε νά ’ναι ἔτσι˙ ὡστόσο, παραμένει ἕνα γεγονὸς στὴ Χριστιανική μας ἐμπειρία, ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει βάλει τὴ σφραγίδα του πάνω σὲ ὁρισμένα σύμβολα καὶ ὄχι πάνω σὲ ἄλλα. Τὰ σύμβολα δὲν τὰ διαλέγουμε ἐμεῖς˙ μᾶς ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ καὶ δοθεῖ. Ἕνα σύμβολο μπορεῖ νὰ ἐπαληθευθεῖ, νὰ βιωθεῖ, νὰ γίνει ἀντικείμενο προσευχῆς -ἀλλὰ ὄχι ν’ ἀποδειχτεῖ λογικά. Αὐτὰ τὰ «δεδομένα» σύμβολα, ὅμως, ἐνῶ δὲν μποροῦν ν’ ἀποδειχτοῦν δὲν εἶναι καθόλου αὐθαίρετα. Ὅπως τὰ σύμβολα στὸ μύθο, στὴ φιλολογία καὶ τὴν τέχνη, τὰ θρησκευτικά μας σύμβολα φτάνουν βαθιὰ μέσα στὶς κρυμμένες ρίζες τῆς ὕπαρξής μας καὶ δὲν μποροῦν ν’ ἀλλάξουν δίχως βαρυσήμαντες συνέπειες. Ἄν, γιὰ παράδειγμα, ἀρχίζαμε νὰ λέμε «Μῆτερ ἡμῶν ἡ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», ἀντὶ τοῦ «Πάτερ ἡμῶν», δὲν θ’ ἀλλοιώναμε μόνο ἕνα συμπτωματικὸ κομμάτι μιᾶς φαντασίας, ἀλλὰ θ’ ἀντικαθιστοῦσε τὸ Χριστιανισμὸ μ’ ἕνα νέο εἶδος θρησκείας. Μία Μητέρα Θεὰ δὲν εἶναι ὁ Κύριος τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας.
Γιατί θά ’πρεπε ὁ Θεὸς νά ’ναι μία κοινωνία τριῶν θεϊκῶν προσώπων, οὔτε περισσοτέρων οὔτε λιγοτέρων; Ἐδῶ πάλι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει λογικὴ ἀπόδειξη. Τὸ τριαδικό τοᾶ Θεοῦ εἶναι κάτι δεδομένο ἢ ἀποκαλυμένο σὲ μᾶς μέσα στὴ Γραφή, στὴν Ἀποστολικὴ Παράδοση, καὶ στὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Ὅ,τι ἔχουμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ἐπαληθεύσουμε αὐτὸ τὸ δεδομένο γεγονὸς μεσ’ ἀπὸ τὴ δική μας ζωὴ προσευχῆς.
Ποιὰ εἶναι ἀκριβῶς ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ «γέννηση» τοῦ Υἱοῦ καὶ στὴν «ἐκπόρευση» τοῦ Πνεύματος; «Ὁ τρόπος τῆς γέννησης καὶ ὁ τρόπος τῆς ἐκπόρευσης εἶναι ἀκατανόητος», λέει ὁ ἄγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. «Μᾶς ἔχουν πεῖ ὅτι ὑπάρχει μία διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ γέννηση καὶ τὴν ἐκπόρευση, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνουμε καθόλου ποιὰ εἶναι ἡ φύση αὐτὴ τῆς διαφορᾶς». Ἂν ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ὁμολογοῦσε τὴ σύγχυσή του, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς. Οἱ ὄροι «γέννηση» καὶ «ἐκπόρευση» εἶναι συμβατικὰ σημάδια γιὰ μία πραγματικότητα περ’ ἀπ’ τὴν ἀντίληψη τοῦ λογικοῦ μας μυαλοῦ. «Τὸ λογικό μας μυαλὸ εἶναι ἀδύνατο, καὶ ἡ γλώσσα μας ἀκόμη πιὸ ἀδύνατη», παρατηρεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος. «Εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ μετρήσεις ὁλόκληρη τὴ θάλασσα μ’ ἕνα μικροσκοπικὸ κουπάκι, ἀπὸ τὸ νὰ συλλάβεις τὴν ἄφατη μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλό». Ἀλλά, ἐνῶ δὲν μποροῦν νὰ ἑρμηνευτοῦν πλήρως αὐτὰ τὰ σημάδια (ὅπως εἴπαμε), μποροῦν νὰ ἐπαληθευτοῦν. Στὴ συνάντησή μας μὲ τὸν Θεὸ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ξέρουμε ὅτι τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸν Υἱό, ἀκόμη κι ἂν δὲν μποροῦμε νὰ ὁρίσουμε ἀκριβῶς μὲ λόγια ποιὰ εἶναι ἡ διαφορά.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο,
Ὁ Ὀρθόδοξος Δρόμο

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, 1515, ΑΝΔΡΕΑ ΡΟΥΜΠΛΙΟΦ

ΠΗΓΗ:http://www.monipetraki.gr
alt

Από τους μεγαλύτερους αγιογράφους στο κόσμο είναι και ο Ρώσος μοναχός Ανδρέας Ρουμπλιόφ. Στα 1515 διακόσμησε τον καθεδρικό ναό της Αναλήψεως του Χριστού στη Μόσχα. Εκατό πενήντα χρόνια αργότερα η σύνοδος των Επτά Κεφαλαίων αναγνωρίζει ειδικά την εικόνα της Αγίας Τριάδος ως υπόδειγμα της αγιογραφίας και όλων των αναπαραστάσεων της Αγίας Τριάδος. Δεν υπάρχει τίποτε παρόμοιο ως προς τη δύναμη της θεολογικής συνθέσεως, το πλούτο του συμβολισμού και την άφθαστη καλλιτεχνική ωραιότητα.
Μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρία υπερκείμενα επίπεδα. Το πρώτο είναι η ανάμνηση της βιβλικής διηγήσεως για την επίσκεψη των τριών οδοιπόρων στον Αβραάμ (Γεν. ιη'1-15), που την ερμηνεύει το λειτουργικό σχόλιο: <<Μακάριε Αβραάμ, την είδες και την δέχθηκες εσύ τη μια και τριαδική Θεότητα>>. Η απουσία όμως των μορφών του Αβραάμ και της Σάρρας μας καλεί τώρα να εισδύσωμε βαθύτερα, στο δεύτερο επίπεδο, της <<θείας οικονομίας>>. Οι τρεις ουράνιοι οδοιπόροι αποτελούν το <<Αιώνιο Συνέδριο>> και το τοπίο αλλάσσει σημασία: η σκηνή του Αβραάμ γίνεται ανάκτορο και ναός, η δρυς του Μαβρή το ξύλο της ζωής και ο κόσμος ένα σχηματικό κύπελλο μέσα στη φύση, ανάλαφρο σημείο της παρουσίας της. Το επιτραπέζιο σκεύος με το μοσχάρι το αντικατασταίνει το ποτήριο της ευχαριστίας.
Οι τρεις άγγελοι ανάλαφροι και λιγεροί μας παρουσιάζουν σώματα πολύ επιμηκυσμένα. Οι πτέρυγες των αγγέλων, καθώς και ο σχηματικός τρόπος της επεξεργασίας του τοπίου δίδουν την άμεση εντύπωση του άϋλου, της απουσίας κάθε γήϊνου βάρους. Η ανάστροφη προοπτική εξαφανίζει την απόσταση, το βάθος, όπου τα πάντα χάνονται απόμακρα και μ' ένα αποτέλεσμα αντίθετο φέρει κοντά μας τις μορφές, δείχνοντας πως ο Θεός είναι εκεί και παντού. Η χαρωπή ελαφράδα του συνόλου, δημιουργεί ένα φτερωτό όραμα.
Τα τρία πρόσωπα βρίσκονται σε συνομιλία. Το θέμα της θα πρέπει να είναι το κείμενο του Ιωάννη: <<Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός το κόσμο, ώστε έδωσε το μονογενή υιό του>>. Ο Λόγος όμως του Θεού είναι πάντοτε πράξη: παίρνει τη μορφή του ποτηρίου.
Το τρίτο επίπεδο, ενδοθεϊκό, μόνον υποβάλλεται, είναι υπερβατικό και ανέφικτο. Ωστόσο είναι παρόν, αφού η οικονομία της σωτηρίας απορρέει από την εσωτερική ζωή του Θεού.
Ο Θεός είναι ο ίδιος αγάπη μεσα στη τριαδική ουσία του και η αγάπη του προς το κόσμο δεν είναι παρά το απάυγασμα της τριαδικής του αγάπης. Η δωρεά του εαυτού του, που δεν είναι ποτέ υστέρημα, αλλά έκφραση της περίσσειας της αγάπης του, εικονίζεται με το ποτήριο.
Οι άγγελοι ειναι συγκεντρωμένοι γύρω από τη θεία τροφή. Το περιεχόμενο του ποτηρίου είναι ο Αμνός, που μας κάνει να συσχετίσουμε το ουράνιο Δείπνο με τα λόγια της Αποκαλύψεως: <<Το αρνίο εσφαγμένον από καταβολής κόσμου>>. Η αγάπη, η θυσία, ο σφαγιασμός, υπάρχουν πριν από τη δημιουργία του κόσμου, βρίσκονται στην αρχή. Οι τρείς άγγελοι είναι σε ανάπαυση που είναι η υπέρτατη ειρήνη του όντος καθεαυτό. Η ανάπαυση όμως αυτή είναι και <<μεθύουσα>> μια πραγματική έκσταση, η <<έξοδος εις εαυτόν>>
. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αποκαλύπτει την έκσταση-μυστήριο:
<<Το παραδοξότερο από όλα είναι το ότι η στάση και κίνηση είναι το ίδιο πράγμα>>.
Η κίνηση ξεκινά από το αριστερό πόδι του προς τα δεξιά αγγέλου, συνεχίζεται στη κλίση της κεφαλής του, περνά στον άγγελο του κέντρου, παρασύρει χωρίς αντίσταση το κόσμο, το βράχο το δένδρο και εκβάλλει στη κάθετη θέση του προς τα αριστερά αγγέλου, όπου ηρεμεί σαν μέσα σε δοχείο. Παράλληλα με αυτή τη κυκλική κίνηση, που η κατάληξή της ορίζει όλα τα υπόλοιπα, καθώς η αιωνιότητα ορίζει το χρόνο, η κατακόρυφη φορά του ναού και των σκήπτρων δείχνει τη τάση του γήϊνου προς το ουράνιο, όπου η ορμή βρίσκει το τέρμα της.

Το όραμα τούτο του Θεού ακτινοβολεί από την υπερβατική αλήθεια του δόγματος. Οι άγγελοι αναδίδουν την ενότητα και ισότητα, η διαφορά τους προέρχεται από τη προσωπική στάση καθενός απέναντι στους άλλους, χωρίς ωστόσο, να υπάρχει ούτε επανάληψη ούτε σύγχυση.
Ένας μόνος Θεός και τρία Πρόσωπα ολότελα ίσα, καθώς φανερώνουν τα όμοια σκήπτρα, σύμβολα της βασιλικής εξουσίας με την οποία είναι προικισμένος κάθε άγγελος. Η θεία μορφή της τριαδικής θεότητας μας ατενίζει, υπερβαίνει τις δικές μας διαιρέσεις και τα δικά μας σπαράγματα. Είναι ένα κυρίαρχο κάλεσμα που ενεργεί με μόνη τη πραγματικότητά του και την απλή του ύπαρξη.
Οι γεωμετρικές μορφές της συνθέσεως είναι το ορθογώνιο, ο σταυρός, το τρίγωνο και ο κύκλος. Δομούν την εικόνα από μέσα και πρέπει να τα ανακαλύψει κανείς. Το ορθογώνιο που βλέπουμε στο κάτω μέρος του τραπεζιού είναι το ιερογλυφικό της γης. Το πάνω μέρος του τραπεζιού είναι επίσης ορθογώνιο, ξαναβρίσκουμε σε αυτό τη σημασία των τεσσάρων μερών του κόσμου, των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα, που, κατα τους πατέρες της Εκκλησίας, ήταν ο συμβολικός αριθμός της πληρότητας των τεσσάρων Ευαγγελίων, στην οποία δεν μπορεί κανείς ούτε να προσθέσει ούτε να αφαιρέσει κάτι. Είναι το σύμβολο της καθολικότητας του Λόγου.
Το πάνω αυτό μέρος του τραπεζιού - βωμού, παριστάνει την Βίβλο που προσφέρει το ποτήριο, καρπό του Λόγου. Αν προεκτείνουμε τη γραμμή του ξύλου της ζωής (που βρίσκεται πίσω από το κεντρικό άγγελο), θα την δούμε να κατεβαίνει, να διασχίζει το τραπέζι και να βυθίζει τις ρίζες του μέσα στο ορθογώνιο της γης. Το δένδρο εξαγγέλθηκε από το Λόγο και τράφηκε με το περιεχόμενο του ποτηρίου. Έτσι βρίσκουμε την εξήγηση του μυστηρίου του, γιατί το δένδρο έφερε τους καρπούς της αιώνιας ζωής, γιατί ήταν το δένδρο της ζωής. Τα χέρια των αγγέλων συγκλίνουν προς το σημείο της γης, τόπο εφαρμογής της θείας Αγάπης.
Ο φωτοστέφανος του Πατρός, το ποτήριο και το σημείο της γης βρίσκονται στην ίδια κάθετη γραμμή, που διαιρεί την εικόνα στα δύο και διασταυρώνεται με τη οριζόντια γραμμή, που ενώνει τους φωτεινούς κύκλους των παράπλευρων αγγέλων, σχηματίζοντας σταυρό.
Ο σταυρός έτσι εγγράφεται μέσα στον ιερό κύκλο της θείας ζωής, είναι ο ζωντανός άξονας της τριαδικής αγάπης.
<<Ο Πατήρ είναι η αγάπη που σταυρώνει, ο Υιός είναι η αγάπη που σταυρώθηκε, το άγιο Πνεύμα είναι ο σταυρός της αγάπης, η ανίκητη δυναμή της.>>
Ο Υιός και το Πνεύμα είναι τα δυό χέρια του Πατρός.
Αν ενώσουμε τα ακραία σημεία του τραπεζιού με το σημείο που βρίσκεται ακριβώς πάνω από τη κεφαλή του κεντρικού αγγέλου, βλέπουμε πως οι άγγελοι είναι τοποθετημένοι ακριβώς σε ένα ισόπλευρο τρίγωνο. Αυτό φανερώνει την ενότητα και τη ταυτότητα της Τριάδος. Τέλος η γραμμή που σύρεται ακολουθώντας τα εξωτερικά περιγράμματα των τριών αγγέλων σχηματίζει ένα τέλειο κύκλο, σημείο της θείας αιωνιότητας. Το κέντρο του κύκλου αυτού είναι στο χέρι του Πατρός, του Παντοκράτορος.
Η στάση του Πατρός αναδίδει την ιερατική ειρήνη και ακινησία, το συντελεσμένο, στατική αρχή της αιωνιότητας, ταυτόχρονα όμως, με μια αντίθεση απο τις καταπληκτικώτερες, το αυξανόμενο κύμα της κινήσεως του δεξιού βραχίονα, η δυνατή του καμπύλη, που εναρμονίζεται με την δύναμη, με την οποία κλίνει ο λαιμός και η κεφαλή, εκφράζουν τη δυναμική αρχή.
Στη συμβολική γλώσσα των γραμμών οι κυρτές καμπύλες σημαίνουν πάντα την έκφραση, την ομιλία, την αποκάλυψη, ενώ αντίθετα οι κοίλες καμπύλες σημαίνουν την υπακοή, τη προσευχή, την αυταπάρνηση, τη δεκτικότητα. Ο Πατήρ είναι στραμμένος προς τον Υιό του. Ο Υιός ακροάζεται, οι πτυχές του ενδύματός του εκφράζουν την υπέρτατη προσοχή, την αυτοεγκατάλειψη. Απαρνείται ο ίδιος τον εαυτό του για να μην είναι άλλο παρά ο Λόγος του Πατρός.
Το δεξί του χέρι επαναλαμβάνει τη κίνηση του Πατρός, την ευλογία. Τα δύο δάκτυλα που ξεχωρίζουν πάνω στη λευκότητα της τράπεζας, συμβολίζουν τις δύο φύσεις του Χριστού.
Το αφημένο χέρι του δεξιού αγγέλου δείχνει τη κατεύθυνση της ευλογίας, το κόσμο, να σκέπει, να προστατεύει. Η γλυκύτητα των γραμμών έχει κάτι το μητρικό. Είναι η παρηγοριά, ο Παράκλητος, αλλά είναι και το Πνεύμα, το Πνεύμα της Ζωής. Η στάση του είναι διαφορετική των άλλων αγγέλων. Με τη κλίση του βρίσκεται ανάμεσα στο Πατέρα και τον Υιό. Είναι το πνεύμα της κοινωνίας, η κίνηση ξεκινά από αυτόν τον άγγελο. Ο Πατέρας μετακινείται προς τον Υιό, ο Υιός δέχεται τον Πατέρα και ο Λόγος αντηχεί. <<Με το άγιο Πνεύμα αναγνωρίζουμε το Χριστό, τον Υιό του Θεού και με τον Υιό θεωρούμε τον Πατέρα>>. (Αγ.Ιω. Δαμασκηνός).
Τα χρώματα έχουν τη δική τους γλώσσα. Η πυκνότητα των χρωμάτων της κεντρικής μορφής γίνεται εντονώτερη με την αντίθεση της λευκότητας του τραπεζιού. Το βαθύ πορφυρό (η θεία αγάπη) και το πυκνό γαλάζιο (η ουράνια αλήθεια) με το αστραφτερό χρυσάφι των πτερύγων (η θεία αφθονία) είναι η τέλεια συγχορδία. Το χρυσάφι των θρόνων, που είναι η υπεραφθονία της ζωής του Θεού.
Ο Πατήρ, απρόσιτος, στη πυκνότητα των χρωμάτων, αποκαλύπτεται γλυκύτερος, προσιτός μέσα στη φωτεινή νεφέλη του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Από μακρυά δίνει την εντύπωση μιας φλόγας γαλάζιας και κόκκινης. Το χέρι του Πατρός, καθώς απλώνεται πάνω από το ποτήριο, κρατεί την αρχή και το τέλος. Το ποτήριο ακτινοβολεί μέσα στη λαμπρή λευκότητα του Λόγου.
Από την εικόνα αναδίδεται ένα ισχυρό κάλεσμα <<να γίνουν όλοι ένα... καθώς εμείς ένα είμαστε>>. Όλοι οι άνθρωποι έχουν κληθεί να ενωθούν γύρω από το ίδιο και μοναδικό ποτήριο, να λάβουν το μεσσιανικό Δείπνο. Η Τριάς υπάρχει, όλοι έχουμε αγαπηθεί, όλα είναι Χάρη.
Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΕ ΑΣΠΡΑ ΜΑΛΛΙΑ ΚΑΙ ΩΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑΣ.
ΩΣ ΓΝΩΣΤΟΝ Η ΠΡΩΤΗ ΕΝΤΟΛΗ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗ ΠΟΙΟΥΜΕ ΕΙΔΩΛΟ
ΟΥΤΕ ΟΜΟΙΩΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
Η ΣΩΣΤΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΗΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΗ, ΠΟΥ ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΤΙΚΑ ΠΑΛΙ, Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΑΓΓΕΛΟΥΣ.
Ο ΥΙΟΣ ΠΟΥ ΣΑΡΚΩΘΗΚΕ ΚΑΙ ΕΛΑΒΕ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΡΦΗ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΣΤΟ ΠΑΤΕΡΑ. ΓΙ' ΑΥΤΟ Ο ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ (ΣΤΟΥΣ ΤΡΟΥΛΟΥΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ) ΕΧΕΙ ΜΟΝΟ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΣΑΡΚΩΜΕΝΟΥ ΛΟΓΟΥ.
ΚΑΘΩΣ ΟΜΩΣ Η ΔΥΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΟ ΛΑΟ, Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ ΤΗ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕ ΜΕ ΣΕΒΑΣΜΟ, ΑΛΛΑ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ ΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ, ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ.

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Το κομποσκοίνι


komposkoini
Το κομποσκοίνι δεν είναι μόνο για τους μοναχούς, αλλά και για τους λαϊκούς και γενικότερα για κάθε προσευχόμενη ψυχή. Δεν έιναι κάτι σαν τα «φυλακτά» με μαγικές ή εξορκιστικές ικανότητες όπως τα θεωρούν μερικοί αφελείς και παραπλανημένοι.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο όσιος Παχώμιος το 320 μ.Χ., ίδρυσε με την βοήθεια του Αγίου Αντωνίου το πρώτο μοναστήρι στην Θηβαϊδα της Αιγύπτου. Αρχισε να αναζητεί τρόπο που θα βοηθούσε τους μοναχούς στην αυτοσυγκέντρωση της προσευχής και στην αρίθμηση των ευχών. Σκέφθηκε να κάνει κόμπους σ” ένα σκοινί και να το χρησιμοποιεί στον καθημερινό κανόνα της προσευχής του. Ο διάβολος όμως έλυνε τους κόμπους από το σκοινί και ματαίωνε με αυτόν τον τρόπο τις προσπάθειες του μοναχού. Εμφανίστηκε τότε ένας άγγελος και δίδαξε στον μοναχό έναν ειδικό κόμπο, αποτελούμενο από εννιά σταυρούς που συμβολίζουν τα εννιά τάγματα των αγγέλων. Τούς κόμπους αυτούς ο διάβολος δεν μπορούσε να τούς λύσει κι έτσι καθιερώθηκε το κομποσχοίνι, από τότε, ως το όπλο της προσευχής.
Το κομποσκοίνι που έχουν όλοι οι Ορθόδοξοι μοναχοί και το χρησιμοποιούν και πολλοί ορθόδοξοι λαϊκοί, είναι συνήθως μάλλινο και πλεγμένο σε διάφορα μεγέθη. Από πολύ μικρό, που φοριέται στο δάχτυλο, έως πολύ μεγάλο: 33άρι (με 33 κόμπους), 50άρι (με 50 κόμπους), 100άρι, 500άρι κ.λπ.
Στην προσευχή με κομποσκοίνι, που βοηθά πολύ στη συγκέντρωση του νου, ακολουθείται συγκεκριμένη τεχνική μέθοδος. Σε κάθε κόμπο που περνά ανάμεσα στα δάχτυλά του ο προσευχόμενος, λέει αλληλοδιαδόχως τις ευχές: Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, Υπεραγία Θεοτόκε Σώσον ημάς, Άγιοι του Θεού πρεσβεύσατε υπέρ υμών. Είναι δυνατόν να λέγεται και μόνη η ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με. Το κομποσκοίνι έχει σχεδιαστεί για προσευχή, και όχι για να παίζει ρόλο βραχιολιού στον καρπό του χεριού ή σαν κομπολόι
Στο κομποσκοίνι, κάθε τμήμα του έχει κάποια συμβολική σημασία. Είναι πλεγμένο κυρίως από μαλλί για να θυμίζει στα μέλη της Εκκλησίας ότι είναι τα λογικά πρόβατα του Ιησού Χριστού (Ιωάν. 10:11). Έχει χρώμα μαύρο που συμβολίζει το πένθος των αμαρτιών αφού «ουδείς αναμάρτητος» (πρβλ. Γ” Βασ. 8:46, Ιώβ 4:17, Ρωμ. 3:9-12 κ.ά.). Πάνω του το κομποσκοίνι έχει τον σταυρό για να φέρνει στη μνήμη «ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε» (Ρωμ. 5:8). Συνήθως το κομποσκοίνι καταλήγει σε μία φούντα που ο σκοπός της είναι το σκούπισμα των δακρύων («τοίς δάκρυσιν έβρεξέ μου τους πόδας» Λουκ. 7:44). Οι 33 κόμποι συμβολίζουν τα χρόνια του Ιησού Χριστού, οι 99 κόμποι είναι το 33 πολλαπλασιασμένο με τον αριθμό των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδας, και ο κάθε κόμπος αποτελείται από 9 πλεγμένους σταυρούς, που συμβολίζουν τα εννέα τάγματα των αγγέλων. Παρόλα αυτά, ενώ ο αριθμός σταυρών που αποτελούν τον κάθε κόμπο παραμένει πάντα σταθερός, ο αριθμός των κόμπων που αποτελούν το κομποσκοίνι εξαρτάται από τον αριθμό των προσευχών για τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί. Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν κομποσκοίνια φτιαγμένα και από άλλα υλικά εκτός του μαλλιού, π.χ. ακρυλικά, όπως και διαφόρων χρωμάτων.
‘Aλλα είναι φτιαγμένα από χάνδρες ή με το αποξηραμένο λουλούδι ενός φυτού που λέγεται «Δάκρυ της Παναγίας». Το κομποσχοίνι είναι ένα από τα αντικείμενα που δίδονται σ” έναν Ορθόδοξο Μοναχό κατά την τελετή της κουράς του. Του δίνεται σαν το πνευματικό του ξίφος με το οποίο ως στρατιώτης του Χριστού, πρέπει να πολεμήσει κατά του νοητού εχθρού μας, του διαβόλου. Το ξίφος αυτό το χρησιμοποιεί επικαλούμενος το όνομα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας, Ιησού Χριστού, ικετεύοντας για το έλεός Του με την προσευχή στο όνομά Του.Επίσης, με τη βοήθεια του κομποσχοινιού μπορούν να γίνουν κι άλλες προσευχές οι οποίες θα αναφέρονται στην Υπεραγία Θεοτόκο, στο φύλακα Άγγελό μας, σε μεμονωμένους Αγίους ή στους Αγίους Πάντες. Η συνηθισμένη μορφή μιας τέτοιας προσευχής είναι: ‘Αγιε Άγγελε ή ‘Αγιε (το όνομα του Αγίου) πρέσβευε υπέρ εμού. Μπορούμε να μετατρέψουμε τις λέξεις των συντόμων αυτών προσευχών σε «ελέησον ημάς» ή «πρέσβευε υπέρ ημών» ή συμπεριλαμβάνοντας το όνομα ή τα ονόματα ανθρώπων για τους οποίους θέλουμε να προσευχηθούμε. Το ίδιο ισχύει και για την προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων:»Ανάπαυσον, Κύριε, την ψυχή του δούλου σου>>
lytrotis.blogspot.gr
Επιμέλεια:ΝΟΤΑ ΧΑΡΑΣ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΟ ΄΄ΔΑΚΡΥ΄΄ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ


 Ένα από τα εργόχειρα των αγιορειτών μοναχών είναι το κομπολόι ΄΄ ΔΑΚΡΥ΄΄ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Το κομποσκοίνι χρησιμοποιείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και εκείνο που είναι από σκοινί.
Στην προσευχή με κομποσκοίνι, που βοηθά πολύ στη συγκέντρωση του νου, ακολουθείται συγκεκριμένη τεχνική μέθοδος. Σε κάθε κόμπο που περνά ανάμεσα στα δάχτυλά του ο προσευχόμενος, λέει αλληλοδιαδόχως τις ευχές: Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν, Υπεραγία Θεοτόκε Σώσον ημάς, Άγιοι του Θεού πρεσβεύσατε υπέρ υμών. Είναι δυνατόν να λέγεται και μόνη η ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν.
Το «κομποσκοίνι» έχει σχεδιαστεί για προσευχή, και όχι για να παίζει ρόλο διακοσμητικό στον καρπό του χεριού.
Οι μοναχοί φτιάχνουν τα Δάκρυα της Παναγίας κομποσκοίνι με προσευχή και τα ευλογούν.
Ο Γεράσιμος Σμυρνάκης στο βιβλίο του το ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ(1903), δίνει την παρακάτω περιγραφή:
«Ενταύθα καλλιεργείται και το καλαμώδες φυτόν, εκ των ασταχύων του οποίου εξάγονται από του μηνός Ιουλίου μέχρις Οκτωβρίου κόκκοι σκληροί και φαιόχροοι, καλούμενοι εν τω Αγίω Όρει «Δάκρυα της Παναγίας», και του οποίου η καλλιέργεια, αναπτυσσομένου και μέχρι μέτρου, απαιτεί μάλλον τελματώδη μέρη ήτοι αφθονούντα υδάτων.
Εκάστης δε οκάδος των ανωτέρω κόκκων η αξία ανέρχεται εις γρόσια 10-25. Τούτους οι διάφοροι μοναχοί αγοράζοντες, κατασκευάζουσι κομβολόγια, συνδέοντες δια σύρματος, όπερ διαπερώσι δια των φύσει υπαρχουσών διατρήσεων αυτών.
Απεκλήθησαν δε Δάκρυα της Παναγίας, ως λέγεται, υπό των ησυχαστών, διότι αύτη εμφανισθείσα εις τον εν τη καλύβη του Αγίου Παντελεήμονος διαμένοντα Γέροντα υπέδειξεν αυτώ την καλλιέργειαν του φυτού τούτου προς πόρον ζωής, καθ' ον χρόνον ηδημόνει δακρύων, μη δυνάμενος ένεκα του γήρως να προσπορίζηται τα προς ζωάρκειαν αυτού.|»
Χαρακτηριστικές είναι οι συμβουλές τού γνωστού Ισαπόστολου και Εθνομάρτυρα Κοσμά τού Αιτωλού, ο οποίος στις Διδαχές του προτρέπει τούς Χριστιανούς, κυρίως τους λαϊκούς να χρησιμοποιούν το κομποσχοίνι όταν προσεύχονται. Λέγει χαρακτηριστικά: «Τώρα εις το τέλος σας συμβουλεύω να κάμετε όλοι σας από ένα κομπολόγι, μικροί και μεγάλοι, ανδρες και γυναίκες, παιδιά και κορίτσια και να έχει εκατόν τρία σπυριά και να το κρατήτε με το αριστερόν χέρι και με το δεξιόν να σμίγης τα τρία σου δάκτυλα, να κάνης τον σταυρόν σου και να λέγης: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε τού Θεού τού ζώντος, διά της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων, ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλόν σου. Μέσα εις το Κύριε Ιησού Χριστέ θεωρείται η Αγία Τριάς, ο Θεός, η ένσαρκος Οικονομία τού Χριστού μας, η Δέσποινά μας η Θεοτόκος και πάντες οι Αγιοι»
 
. Στην Αθωνική Πολιτεία, η Παράδοση αυτή συνδέθηκε ιδιαίτερα με το κομποσκοίνι και την μονολόγιστη ευχή. Αυτό το βλέπουμε και μέσα από ένα περιστατικό από την ζωή τού αγίου Νικόδημου τού Αγιορείτη το οποίο και παραθέτουμε: «...Επιστρέφων εκ της εργασίας του εις τινα Βιβλιοθήκην Μονής, διενυκτέρευσεν ο Άγιος εις ένα Κελλίον Ιβηριτικόν, εν ημέρᾳ εορτής μετ' Αγρυπνίας. Καλώς ωρίσατε διδάσκαλε να συνεωρτάσωμεν, τον υπεδεχθησαν οι Μοναχοί.
Όταν έφθασεν η ώρα της Αγρυπνίας και ητοιμάσθησαν τα βιβλία της ψαλμωδίας, ο διδάσκαλος λέγει: Πατέρες, είναι πολύ καλλίτερον το κομβοσχοίνι από τας ψαλμωδίας, διότι κατά τον ουρανοφάντορα Μ. Βασίλειον, αι ψαλμωδίαι επενοήθησαν διά τους νενεκρωμένους τα ήθη .
Τότε καλά, διδάσκαλε, ας αρχίσωμε το κομβοσχοίνι· και εκ περιτροπής τούς εύρεν η πρωΐα.
Περατωθείσης της Αγρυπνίας, ο διδάσκαλος δηλοί εις τους αδελφούς τού Κελλίου, ότι ποτέ δεν ησθανθη τόσην ευχαρίστησιν εκ της προσευχής, όσην εκείνην την νύκτα μαζύ τους με το κομβοσχοινάκι και το Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ τού Θεού ελέησόν ημας .
Και είχεν ασφαλώς δίκαιον, ο θείος Πατήρ, επειδή και οι Άγγελοι λατρεύουν τον Θεόν με ένα μονολεκτικόν αλληλούϊα»

Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Πετάξετε ἀπὸ πάνω σας τὴν ψευτιά…Φώτης Κόντογλου

11255480_911854262212473_8636655617371100316_n
Τί μεγαλομανία σ᾿ ἔχει πιάσει, ἀδελφέ μου, καὶ δὲν βρίσκεις ἡσυχία καὶ χτίζεις πατώματα ἀπάνω στὰ πατώματα, κι᾿ ἔχεις δυὸ τρία αὐτοκίνητα καὶ κότερα καὶ κάθε λογῆς μάταια πράγματα! Γύρισε καὶ κύτταξε καὶ τὸν ἀδελφό σου, νὰ δροσισθεῖ ἡ ψυχή σου μὲ τὴν εὐλογημένη καλωσύνη, ποὺ τὴν ξεράνανε τὰ τσιμέντα, οἱ ψεύτικες κουβέντες, οἱ συμφεροντολογικὲς παρέες, οἱ συνοφρυωμένες ἀξιοπρέπειες. Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις θυσίες, τουλάχιστον νὰ συχαθεῖς τὴν ἀδικία. Μὴν ἀδικεῖς. Ἡ ἀδικία εἶναι σιχαμερὴ στρίγγλα, χωρίστρα τῶν ἀνθρώπων, ἀνθρωποκτονία σὰν τὸν πατέρα τὸν σατανᾶ.
Τί θὰ δίνανε πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτούς, ποὺ κερδίσανε τὸν κόσμο καὶ χάσανε τὴν ψυχή τους, γιὰ νὰ νοιώσουνε ὅ,τι νοιώθουνε οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν χάσανε τὴν ψυχή τους! Ἂν τύχει νὰ ξεκόψει κανένας τέτοιος ἀπὸ ψεύτικη παρέα του καὶ βρεθεῖ στὴ συντροφιὰ τῶν ἁπλῶν, τῶν ἀχάλαστων, νοιώθει πὼς ζεῖ ἀληθινὰ καὶ σὰν ἀπογευθεῖ τὰ ἁγνὰ αἰσθήματα ὕστερα ἀπὸ τὴ ψευτιά, καταλαβαίνει τέτοια χαρά, ποὺ κάνει σὰν τὸν ἄνθρωπο ποὺ ξαναγεννήθηκε, σὰν τυφλὸς ποὺ εἶδε τὸ φῶς του. Κάτι τέτοιοι δὲν ξεκολλᾶνε πιὰ οἱ κακόμοιροι ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῶν ἁπλῶν, τῶν γκαρδιακῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεμακρύνει ἀπὸ τὰ ψεύτικα πρέπει νἄχει λίγη ψυχή. Ἀλλοιῶς δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς ψευτιά. Ὁ ἄμμος τῆς Σαχάρας, ὅση βροχὴ κι᾿ ἂν πέσει ἀπάνω του, δὲν φυτρώνει τίποτα.
Ἂν πεῖς πάλι σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τοὺς φτωχούς, νὰ περάσει μισὴ ὥρα μὲ τὴν παρέα τῶν κοσμικῶν, καλύτερα ἔχει νὰ τὸ βάλεις στὸ μπουντρούμι, παρὰ νὰ βλέπει καὶ ν᾿ ἀκούγει ἐκεῖνα τὰ ψεύτικα κομπλιμέντα, τὶς ἀνάλατες συζητήσεις, τὰ κρύα χωρατά. Στὴ συναναστροφὴ ποὺ κάνουνε αὐτοὶ οἱ ψευτισμένοι, θαρρεῖς πὼς τοὺς χωρίζει ἕνας τοῖχος τὸν ἕναν ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ποὺ ζοῦνε μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, νοιώθουνε πὼς οἱ καρδιὲς τοὺς γίνονται ἕνα, πὼς ἀκουμπᾶ ὁ ἕνας ἀπάνω στὸν ἄλλον καὶ ξεκουράζεται. Ἀγαπᾶ καὶ ἀγαπιέται, χαίρεται καὶ δίνει χαρά. Ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῶν σαρκικῶν ἀνθρώπων στέκεται ὁ διάβολος καὶ τοὺς κάνει νὰ μιλᾶνε ὁλοένα γιὰ λεφτὰ καὶ γιὰ τὰ ὅμοια, γιὰ νὰ μὴ γροικήσουνε οὔτε τὸ φαγὶ ποὺ τρῶνε. Ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῶν ταπεινῶν στέκεται ὁ Θεός, κι᾿ ὅλα εἶνε εὐλογημένα.
Πετάξετε ἀπὸ πάνω σας τὴν ψευτιά. Ἀνοίξετε τὰ πανιά, νὰ τὰ φουσκώσει ὁ καθαρὸς ἀγέρας τοῦ πελάγου. Νὰ δροσισθεῖ ἡ ψυχή σας, νὰ νοιώσετε πὼς ζητᾶ ἀληθινὰ κι᾿ ὄχι ψεύτικα.

Φώτης Κόντογλου

Επιμέλεια:ΝΟΤΑ ΧΑΡΑΣ

Εμείς οι Έλληνες, που έχουμε αυτόν τον θησαυρό της Ορθοδοξίας, θέλουμε να θραφούμε θρησκευτικά με λογής-λογής ξένα άχερα. -Φώτης Κόντογλου

fotis_kontoglouΕάν ο άνθρωπος απελπισθεί από κάθε άλλη βοήθεια και δέσει σφιχτά την ελπίδα του στον Θεό μοναχά, και ταπεινωθεί και δεν λογαριάζει για τίποτα τον εαυτό του,
τότε θα νοιώσει να τον σκεπάζει η θεϊκή ευσπλαχνία και να του δίνει κάποια δύναμη ώστε να μην υπάρχει τίποτα πια για να τον φοβερίζει, κι’ ούτε καμιά ανάγκη για να τον κάνει να τη συλλογισθεί.
Όλα του φαίνονται σαν να μην υπάρχουνε, κι’ αυτός ελαφρός σαν πνοή γεμάτη δύναμη, χαρά, ελπίδα και αγάπη (γιατί η αληθινή αγάπη βγαίνει από την πίστη κι’ από την ελπίδα), πετά υψηλά, γλυτωμένος από το βάρος της σαρκός κι’ από τις μάταιες φροντίδες τις σαρκικής διάνοιας, ήγουν τη φιλοδοξία, τον μωρό ζήλο να ερευνήσει το μυστήριο του κόσμου, κι’ όλες τις άλλες μικρολογίες με τις οποίες είναι δεμένη η ζωή μας.
Αυτή είναι μια κατάσταση αλλόκοτη κι’ απίστευτη, είναι η είσοδος εις την βασιλείαν του Θεού, που λέγει ο Κύριος, και που δεν λέγεται με λόγια, γιατί, δεν είναι ένας σαρκικός ενθουσιασμός της διάνοιας, αλλά μια λύτρωση που γίνεται με τη χάρη του αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και δεν υπάρχουνε και λόγια σε τούτον τον κόσμο με τα οποία να ειπωθεί. Γι’ αυτό ο Κύριος, λέγοντας «βασιλεία του Θεού» ή «βασιλεία των ουρανών», δεν εξήγησε ποτέ τί είναι αυτή η «βασιλεία», αλλά μας δίδαξε μοναχά με τί τρόπο θα την αξιωθούμε.
Για να γεννηθεί ο άνθρωπος ο πνευματικός και για να βγει στο φως από το σκοτάδι, είναι ανάγκη να βασανισθεί, όπως γίνεται με τη γέννα του σαρκικού ανθρώπου. Γι’ αυτό λέγει ο Χριστός: «Στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν». Και στις Πράξεις των Αποστόλων διαβάζει κανένας πως ο Παύλος και ο Βαρνάβας επήγαν στο Ικόνιον και στην Αντιόχεια «επιστηρίζοντες τας ψυχάς των μαθητών, παρακαλούντες εμμένειν τη πίστει και ότι δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού».

Το πνευματικό νήπιο πρέπει να κλάψει σαν το σαρκικό, για να βρει γάλα για να θραφεί. Ο άνθρωπος που δεν ελπίζει σε καμμιά βοήθεια εκτός από τον Θεό, και σε καμμιά ζωή εκτός από αυτόν, και σε καμμιά άλλη χαρά εκτός από αυτόν, και σε καμμιά δικαιοσύνη εκτός από αυτόν, και κρεμιέται με δάκρυα μονάχα σ’ Εκείνον, έχοντας «μονογενή ελπίδα», αυτός βρίσκει έλεος και αναπαύεται από «τα της ματαιότητος και πολυμόχθου σαρκός». Γι’ αυτόν «η αγάπη η εν Χριστώ ισχυροτέρα εστί της ενταύθα ζωής», κατά τον άγιο Ισαάκ. Και δεν θέλει να χωρισθεί από τον Θεό, και προτιμά τον θάνατο από τούτον τον χωρισμό, γιατί νοιώθει καλά πως σωστά λέγει ο άγιος Κύριλλος ότι «θάνατος αληθής είναι ο χωρισμός της ψυχής από τον Θεόν και όχι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα».
Σ’ αυτή τη μακάρια κατάσταση βρίσκονται οι άγιοι, όχι λίγες ώρες της ζωής τους, αλλά παντοτεινά. Και για τούτο νοιώθουνε πως από τούτον τον κόσμο απογευθήκανε σαν ένα αρραβώνα τη μακαριότητα της αιωνίου ζωής. Και αγαπούνε κάθε άνθρωπο και κάθε πλάσμα, επειδή η τέλεια αγάπη προέρχεται από τη χαρά της πίστεως κι’ από τη βεβαιότητα κι’ από τη στερεή ελπίδα που έχουνε μέσα στην ψυχή τους.
Οι άλλοι άνθρωποι, οι αμαρτωλοί, μπορεί να ελεηθούνε και να αξιωθούνε για λίγο αυτή την απελευθέρωση από τη δουλεία της φθοράς, ν’ απογευθούνε λίγο από τον ουράνιον άρτον. Μα ύστερα πάλι, σαν αδύνατοι άνθρωποι που είναι, από αμέλεια ξαναπέφτουνε στις μέριμνες του βίου, και χάνουνε εκείνη την ευωδία του μυστικού κόσμου στον οποίον ζήσανε εκείνον τον σύντομον καιρό.
Και ποθούνε θερμά να ξαναμπούνε πάλι στην ουράνια εκείνη πολιτεία, και την αναθυμιούνται με δάκρυα, κι’ ολοένα ελπίζουνε να την ξαναδούνε. Κι’ απορούνε πώς την χάσανε και πώς καταντήσανε πάλι δούλοι της σαρκός, και θρηνούνε σαν τους πρωτόπλαστους που καθήσανε έξω από τον Παράδεισο, μη μπορώντας να ξαναμπούνε μέσα.
Ξέρω πως πολλοί, διαβάζοντας αυτά που γράφω, θα πούνε πως η ζωή μας σήμερα δεν σηκώνει τέτοια καλογερίστικα πράγματα. Μα δεν έχουνε δίκιο. Οι σημερινοί άνθρωποι, όπως έγραψα κι’ άλλη φορά, δεν είναι όλοι ευχαριστημένοι από τη ζωή που ζούνε, ας έχουνε κάθε λογής υλικές αναπαύσεις και ασχολίες. Ίσια-ίσια σήμερα η ανθρώπινη ψυχή βρίσκεται σε παραζάλη και σε αγωνία, γιατί είδε καλά πως, ενώ ήλπιζε να πιάσει την ευτυχία με την επιστήμη και με την υλική και διανοητική δραστηριότητα, δεν επέτυχε αυτό που ήλπιζε.
Υπάρχουνε λοιπόν πολλοί άνθρωποι που διψάνε για αληθινή τροφή της ψυχής, και γι’ αυτούς γράφω. Κ’ εκτός από την Ελλάδα, μια τέτοια δίψα κατατρώγει εκατομμύρια κόσμο, κατά τα λόγια του Προφήτη που λέγει: «Να, έρχονται ημέρες, λέγει Κύριος, και θα στείλω επάνω στη γη όχι πείνα για ψωμί, ούτε δίψα για νερό, αλλά πείνα του ν’ ακούσετε λόγον Κυρίου»…
Η Ορθοδοξία είναι η πηγή απ’ όπου τρέχουνε να ξεδιψάσουνε άνθρωποι που δεν ευρήκανε την αλήθεια ούτε στον Καθολικισμό, ούτε στον Προτεσταντισμό, ούτε σε καμμιά άλλη από τις μυριάδες αιρέσεις που υπάρχουνε σήμερα.
Έτσι αποδείχνεται πως η Ορθοδοξία είναι η πρώτη κι’ ανάλλακτη Εκκλησία, που δεν παραμορφώθηκε από κοσμικούς νεωτερισμούς, η κιβωτός που κλείνει μέσα της την αληθινή αποκάλυψη της χριστιανικής αλήθειας. Κ’ η αυστηρή παράδοσή της είναι το μέσον που διατηρήθηκε αυτή η αλήθεια, όχι σαν αφηρημένη έννοια, αλλά σαν ζωντανή πραγματικότητα. Στον πρόλογο της «Φιλοκαλίας», που τυπώθηκε στα Εγγλέζικα ο Ρώσσος Νίκων γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Οι βάσεις της Ορθοδοξίας είναι η Αγία Γραφή και οι Παραδόσεις, άλλες προφορικές κι’ άλλες γραμμένες στα έργα των Πατέρων».
Αλλού γράφει: «Επειδή στις ημέρες μας δεν έχουμε πνευματικούς οδηγούς, γίνεται απαραίτητη η συνεχής μελέτη των ιερών αυτών έργων, ώστε ν’ ακολουθήσει κανένας ακίνδυνα αυτόν τον θαυμάσιον δρόμο που ανοίγει η τέχνη των τεχνών, η επιστήμη των επιστημών της πνευματικής τελειοποιήσεως. Για να επιτύχουμε σε τούτο, είναι ανάγκη να έχουμε γνήσια ταπείνωση, ειλικρίνεια, εγκαρτέρηση και αγνότητα».
Και όμως, εμείς οι Έλληνες, που έχουμε αυτόν τον θησαυρό της Ορθοδοξίας, θέλουμε να θραφούμε θρησκευτικά με λογής-λογής ξένα άχερα. Ο πατήρ Νίκων, σε κάποιον δικό μας που πήγε στ’ Άγιον Όρος, είπε: «Πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου πολύ ευτυχισμένον που είσαι ορθόδοξος. Γιατί πολυτιμότερο πράγμα από την Ορθοδοξία δεν υπάρχει στον κόσμο».
Φώτης Κόντογλου (+1965) ΨΉΓΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΊΑΣ

Επιμέλεια :ΝΟΤΑ  ΧΑΡΑΣ

Όσο πλησιάζεις το Θεό…

Όσο πλησιάζεις το Θεό...
»Θυμάμαι ότι κάποτε μιλούσαμε για την ταπείνωση και κάποιος άρχοντας από τη Γάζα ακούγοντας μας να λέμε ότι όσο πλησιάζει κανείς το Θεό,τόσο πιο αμαρτωλό βλέπει τον εαυτόν του,παραξενευόταν και έλεγε: «Πώς συμβαίνει αυτό»;Και δεν ήξερε και ζητούσε να μάθει το λόγο.
Του λέω: «Αφέντη,για πες μου πώς θεωρείς τον εαυτό σου όταν βρίσκεσαι  στην πόλη σου»;
Μου λέει εκείνος: «Θεωρώ τον εαυτό μου πρώτο και τρανό στην πόλη».Του λέω: «Αν φύγεις και πας στην Καισάρεια,πώς θα θεωρείς τον εαυτό σου εκεί»;
Λέει: «Θα τον θεωρώ σαν τον πιο ασήμαντο από τους ντόπιους άρχοντες».
Του λέω: «Αν φύγεις και πας στην Αντιόχεια,πώς θα θεωρείς τον εαυτό σου»; «Θα νομίζω πως είμαι ένας άξεστος χωριάτης».
Του λέω: «Αν πήγαινες στην Κωνσταντινούπολη κοντά στο βασιλιά,πώς θα έβλεπες εκεί τον εαυτό σου»;
Μου λέει εκείνος: «Θα ένιωθα σαν φτωχός».
Τότε του λέω: «Να,έτσι ακριβώς είναι και οι άγιοι.Όσο πλησιάζουν το Θεό,τόσο πιο αμαρτωλούς βλέπουν τους εαυτούς τους».
Από το βιβλίο Αββά Δωροθέου «Έργα Ασκητικά» της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα 

Επιμέλεια θέματος:ΝΟΤΑ ΧΑΡΑΣ

Περί ανεξικακίας και πραότητος

ΠΡΑΟΤΗΤΑ

Παραπονιέσαι ότι δεν σου συμπεριφέρονται καλά αυτοί με τους οποίους συναναστρέφεσαι. Άκου τη συμβουλή μου: Εάν κάποιος δεν σου συμπεριφέρεται καλά, εσύ να του συμπεριφέρεσαι με καλωσύνη.
Όλη η υπόθεση θέλει ταπείνωση. Ας πούμε ένα παράδειγμα: Σου λέγει κάποιος πως η δουλειά σου δεν είναι καλή. Να του πης: “Ευχαριστώ, που με συμβουλεύεις. Βοήθησε με να γίνω καλύτερος. Λέγε μου τα λάθη μου, για να τα διορθώσω”. Να δέχεσαι απ’ όλους συμβουλές, από ταπείνωση όμως και όχι από δειλία. Έτσι θα διατηρής στην ψυχή σου την ουράνια χαρά και την ειρήνη.
Σου είπε ο αδελφός σου ότι είσαι ύπουλος! Πάρε το για αστείο, και μη σου κακοφανή! Αλλά, κι άν ακόμη το εννοούσε, σε ερωτώ: Μήπως στην πραγματικότητα δεν είμαστε όλοι ύπουλοι; Ποιός μπορεί να ισχυρισθή πως είναι παντού και πάντοτε ευθύς και ειλικρινής; Πες ότι σου το είπε αυτό ο αδελφός σου κατά παραχώρηση Θεού, για να ταπεινωθής και να διορθωθής. Και εσύ να νοιώθης όχι αντιπάθεια, αλλά αγάπη και ευγνωμοσύνη για τον αδελφό σου, που, έστω και μ’ αυτό τον τρόπο, σε βοηθά να διορθωθής και να σωθής!
Όταν σε λυπούν ή όταν σε προσβάλλουν, τότε να ενθυμήσαι τα Πάθη του Κυρίου μας: Όταν τον ύβρισαν, αυτός δεν ύβριζε όταν τον ειρωνεύονταν, αυτός δεν ειρωνευότανR όταν τον κτυπούσαν, αυτός δεν κτυπούσε όταν τον κακολογούσαν, αυτός δεν κακολογούσε αλλά σ’ όλα αυτά ανταποκρινόταν με ηρεμία: “Ει κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού” (Ιω. ιη’ 23). Και προσευχόταν για τους σταυρωτές Του. Να ζούμε, όπως έζησε ο Χριστός δηλαδή με ταπείνωση, με υπακοή, με ανεξικακία. Να φροντίζουμε να Τον μιμούμαστε, όσο γίνεται, σε όλα. Μετά χαράς να βαδίζουμε τη στενή και τεθλιμμένη οδό, και να μισούμε τον φαρδύ και αστόχαστο βίο.
Πρόσεξε να μη σου κακοφαίνεται, όταν σου πουν λόγο σκληρό. Οι λόγοι οι σκληροί, οι υβρισιές, οι καταφρονήσεις απαλλάτουν τον άνθρωπο από τους κακούς λογισμούς, και μάλιστα τους αισχρούς. Τον απαλλάτουν απ’ όλα τα πάθη, αρκεί να υπομένη όλα αυτά αγόγγυστα. Όταν φθάσης στο σημείο να ευχαριστείσαι, όταν σε καταφρονούν, σε υβρίζουν και σε συκοφαντούν, τότε να ξέρης σίγουρα ότι θα απολαύσης στέφανον αμάραντον στους ουρανούς.
Αν σε κοροϊδεύουν, εσύ κάνε καλούς λογισμούς, παίρνε το π.χ. για αστείο, και έτσι φεύγει εύκολα η παρεξήγηση και το σκάνδαλο. Να σας πω ένα παράδειγμα: Στο διακόνημα της γεωργίας, είχα δύο λαϊκούς βοηθούς, μισθωτούς της Μονής. Ο ένας ήταν έμπειρος στη γεωργία, ενώ ο άλλος εργαζόταν προηγουμένως ως κουρέας, και μόνο πρόσφατα είχε αρχίσει να επιδίδεται και αυτός στη γεωργία. Ο έμπειρος ήταν μικρότερος στην ηλικία από τον άλλο. Κι όμως τον πείραζε, αποκαλώντας τον “ψωμά”, υπονοώντας ότι δεν ήταν άξιος στη δουλειά του, αλλά μόνο για να τρώη ψωμί ήταν ικανός. Όμως ο άλλος ήταν πράος και ανεξίκακος, άν και ήταν μεγαλύτερος και είχε και δέκα παιδιά. Έλεγε με τον λογισμό του: “γιατί να μου κακοφανή, άν με αποκάλεσε “ψωμά”; Ας τον να λέη. Δεν πειράζει!” Δηλαδή ταπεινώθηκε εκούσια, εξέλαβε την προσβολή για αστείο, δεν στενοχωρήθηκε, και έτσι κέρδισε ό,τι πιο πολύτιμο: Τη Χάρη του Θεού!
Ο Κύριος μακαρίζει τους πραείς. Λέγει ότι “αυτοί κληρονομήσουσι την γην” (Ματθ. ε’ 5). Αυτός, που είναι πραγματικά πράος, όχι μόνο εξωτερικά δεν οργίζεται, αλλ’ ούτε και μέσα στην ψυχή του. Την ώρα του παροξυσμού να προτιμάς τη σιωπή, την προσευχή και τη φυγή, και ποτέ σου δεν θα το μετανοιώσης.
Πολλοί οργίζονται όχι μόνον εναντίον ανθρώπων, αλλά και εναντίον αψύχων πραγμάτων, και αρχίζουν να σπάνε αντικείμενα και να χτυπούν τα ζώα, που νομίζουν ότι τους έφταιξαν. Όμως ο αληθινά πράος και ανεξίκακος δεν οργίζεται με τίποτε και είναι πάντοτε ειρηνικός. Το Πνεύμα το Άγιο κατοικεί μέσα στην ψυχή του.
Η πραότης, όταν είναι κατά Θεόν, δεν είναι ούτε δειλία, ούτε αδυναμία, αλλά είναι δύναμη πνευματική και πίστη στον Θεό αληθινή.
Ο πραός παραμένει ανεπηρέαστος στον νου και στην καρδιά του. Δεν ταράσσεται, ούτε όταν τον κατηγορούν, ούτε όταν τον επαινούνR ούτε όταν τον υπολογίζουν, ούτε όταν τον αγνοούνR ούτε όταν τον εξυψώνουν, ούτε όταν τον ταπεινώνουν. Αυτή όμως η αρετή είναι καρπός μεγάλης πίστης στον Θεό, βαθιάς ταπείνωσης και καθαρής προσευχής.
Ο πράος επηρεάζει και τους άλλους γύρω του. Ειρηνεύει αυτούς, που διαπληκτίζονται, γαληνεύει αυτούς, που έχουν ταραχή και σύγχυση.
Ο πράος, και με μόνη τη θέα του, σκορπίζει ειρήνη και χάρη.
Γέροντος Γερμανού Σταυροβουνιώτη

Επιμέλεια :ΝΟΤΑ ΧΑΡΑΣ

Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Τα τρία εἴδη ἀθεΐας κατά τόν Ἁγίο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ


Κατά τόν Ἁγίο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὑπάρχουν τρία εἴδη ἀθεΐας· στὸ πρῶτο ἀνήκουν οἱ κατ᾽ ἐξοχὴν ἄθεοι, ὅσοι, δηλαδή, δὲν πιστεύουν στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, στὸ δεύτερο ἀνήκουν οἱ αἱρετικοὶ ποὺ διαστρέφουν τὰ τοῦ Θεοῦ ...καὶ στὸ τρίτο ὅσοι κινούμενοι ὑπό «ἀνευλαβοῦς εὐλαβείας»...
...Σιωποῦν καὶ δὲν ὁμιλοῦν γιὰ τὴν διαστροφὴ τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας. 
«Τρίτον δὲ ἐστιν εἶδος, οὐ πόρρῳ τῆς ἀνωτέρω πονηρᾶς ξυνωρίδος, τὸ παραιτεῖσθαί τι λέγειν τῶν δεδογμένων περὶ Θεοῦ».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1359), ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, σὲ ἐπιστολὴ τοῦ πρὸς «Τὸν εὐλαβέστατον μοναχὸν κὺρ Διονύσιον»(Ε.Π.Ε.4,404) γράφει ὅτι τρία εἶναι τὰ εἴδη τῆς ἀθεΐας. 

Α) Ἢ πολυειδὴς πλάνη τῶν ἑλληνιζόντων φιλοσόφων. 

Αὐτοὶ δέχονται ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεὸς παρὰ μόνο οἱ κατ’ αἴσθηση ἡδονές (Ἐπίκουρος) ἢ ὑπάρχουν κάποια στοιχεῖα ὕλης (Ἐμπεδοκλῆς, Ἠράκλειτος, Ἀναξιμένης, Δημόκριτος) ἢ ὅτι ὑπάρχει πλήρης ἀκαταληψία τῶν ὄντων ἀπὸ ὅλους' σὲ ὅλα ἐπικρατεῖ ἡ δόκηση (Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος) ἢ φαντάσθηκαν τὸν Θεό, ἀλλὰ πολὺ ἀμυδρά (Σωκράτης, Πλάτων). 

Ὁ αἱρετικὸς Βαρλαὰμ τὸν ὁποῖο ἀντιμετώπισε ἐπιτυχῶς ὁ Παλαμᾶς ἀνήκει στὴ πρώτη αὐτὴ κατηγορία τῶν ἀθέων διότι ἰσχυριζόταν ὅτι ἡ ἄκτιστη οὐσία τοῦ Θεοῦ δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια. Αὐτὸς ὅμως ποὺ ταυτίζει οὐσία καὶ ἐνέργεια, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰουστίνο τὸ φιλόσοφο καὶ μάρτυρα καὶ ἄλλους πατέρες, ἀναιρεῖ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Διότι αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει καμμία ἐνέργεια, οὔτε ὑπάρχει, οὔτε εἶναι κάτι. 

Β) Ἢ πολυσχιδὴς καὶ πολύμορφος πλάνη τῶν αἱρετικῶν. 

Ἄλλοι θεωροῦν τὸν πατέρα ἄτεκνο (Ἰουδαῖοι), ἄλλοι τὸν θεωροῦν υἱό- πάτορα (Σαβέλλιος ποὺ δίδασκε ὅτι Πατήρ, Υἱὸς καὶ Πνεῦμα εἶναι μία ὑπόσταση καὶ ἁπλῶς φέρει διαφορετικὰ ὀνόματα ἢ φορεῖ διαφορετικὲς μάσκες κατὰ καιρούς), ἄλλοι τὸν θεωροῦν ἄκτιστο πατέρα κτιστοῦ υἱοῦ καὶ πνεύματος(Ἄρειος, Εὐνόμιος, Μακεδόνιος) καὶ ἄλλοι ἄλλα.

Ὅλοι αὐτοὶ δὲν διαφέρουν σὲ τίποτα ἀπὸ τοὺς ἀθέους. Λυμαίνονται τὴν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θεία φύση τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος. Αὐτοὺς ζήλεψαν ὁ Βαρλαὰμ καὶ ὁ Ἀκίνδυνος οἱ ὁποῖοι ἀφ’ ἑνὸς ταύτιζαν ἄκτιστη οὐσία καὶ ἄκτιστη ἐνέργεια ὅπως προαναφέραμε, ἀφ’ ἑτέρου στὶς σχέσεις τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο δεχόταν κτιστὴ ἐνέργεια. Ἔτσι ἔκαναν τὸ Θεὸ κτίσμα ἀφοῦ δεχόταν κτιστὴ ἐνέργεια' διότι ἀπὸ τὴν ἐνέργεια φαίνεται ἡ φύση λένε οἱ πατέρες. 

Γ) Τὸ ν’ ἀποφεύγει κανεὶς ν’ ἀναφέρει ὅλα τὰ δόγματα περὶ Θεοῦ. 

Αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἀθεΐας δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν προηγούμενη πονηρὴ δυάδα. Κι ὅμως τὸ μετέρχονται θεολόγοι καὶ κληρικοὶ καὶ δὲν ἀναφέρονται σ’ αὐτὰ ποὺ εἶναι δύσληπτα στὸ μυαλὸ τῶν πολλῶν. 

Δὲν ἐξηγοῦν τὶς θεολογίες τῶν ἁγίων πατέρων σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν τὶς ξέρουν, προφασιζόμενοι ὅτι δὲν εἶναι εὔληπτες οὔτε ἐφικτὲς γιὰ τὸν πολὺ κόσμο.

Κι ὅμως ἂν ἀποσιωπήσεις ἀκόμη καὶ μία δογματικὴ διδασκαλία καταστρέφεται ὁ δογματικὸς φράκτης τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ εἰσβάλλει ἔτσι τὸ δηλητήριο τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας.

Οἱ αἱρετικοὶ φοβοῦνται καὶ δυσαρεστοῦνται ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τῆς συνολικῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι ἔτσι πέφτει τὸ προσωπεῖο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσεβείας ποὺ αὐτοὶ φέρουν. 

Συνοψίζοντας' Πρῶτο εἶδος ἀθεΐας ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. - Δεύτερο' ὅτι ὑπάρχει ἀλλ’ ὄχι ἀλάθητα.  -  Τρίτο ἡ ἐλλειπῇς παρουσίαση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ.

Ο νόμος της αγάπης του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα.


Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ.

Ό Νικόλαος Καβάσιλας, μυστικός θεολόγος και ησυχαστής, πίστευε ότι ό άνθρωπος μπορεί να φθάσει σε υψηλή μυστική θεωρία όταν εκφράζει την προς τον Θεό αγάπη του έμπρακτα, αγαπώντας τα δημιουργήματά Του.

 Ό Καβάσιλας υπήρξε σπουδαίος θεολόγος του δεκάτου τετάρτου αιώνος και ή ηθική διδασκαλία του αντανακλά τις πνευματικές τάσεις και τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής του.

Είχε λάβει άριστη παιδεία και υπηρέτησε την πολιτεία και την Εκκλησία. Για μια δεκαετία κατείχε σπουδαία κυβερνητική θέση υπό την ηγεσία του Ιωάννου ΣΤ.' Καντακουζηνού και γνώριζε καλά την υπάρχουσα κοινωνική αδικία. Παρά την αριστοκρατική καταγωγή του και την υποστήριξη του προς τον Ιωάννη Καντακουζηνό, έντονα τον προβλημάτιζε ή κοινωνική αδικία και ή υπόθεση των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη. Μετά την απόσυρση του στην μοναχική ζωή, ό Καβάσιλας αφοσιώθηκε στη φιλοσοφία και θεολογία.

Το έργο του «ή εν Χριστώ ζωή» δεν απευθυνόταν ούτε στους μοναχούς ούτε στους διανοουμένους αλλά στους απλούς ανθρώπους πού ήθελαν να ζήσουν χριστοκεντρικά...

Ή ηθική διδασκαλία του τονίζει την σπουδαιότητα της έμπρακτης αγάπης μέσα στην κοινωνία. Θεωρούσε την ερημική και μοναστική ζωή αξιοθαύμαστη αλλά μάλλον εγωκεντρική. Δεν είναι ανάγκη να φύγει κάνεις απόσυρση τον κόσμο προκειμένου να έκφραση την αγάπη του προς τον Θεό, διότι εκδηλώνεται μόνον με την αγάπη και την καλοσύνη προς τα δημιουργήματα τού Θεού.

Ή έμπρακτη αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο συμβάλλει στη σωτηρία τού ανθρώπου και τόνιζε πώς ό άνθρωπος είναι συνεργός στον νόμο τού Θεού και ό νόμος τού Θεού είναι ό νόμος της αγάπης.

Οι ηθικές προτροπές τού Καβάσιλα είναι βασισμένες στη μυστηριακή θεολογία της Εκκλησίας και στους Μακαρισμούς τού Ευαγγελίου- ωστόσο δεν απευθύνονται μόνον στους μοναχούς ασκητές αλλά είναι προσιτές για όλους όσους θέλουν να τις ακολουθήσουν. 

Ιδού τί γράφει:

{Ό νόμος της αγάπης είναι ό νόμος τού πνεύματος και δεν είναι κοπιώδες να εφαρμόζουμε τον νόμο αυτό, ούτε είναι απαραίτητο να υποφέρουμε ταλαιπωρίες ή να ξοδεύουμε χρήματα, μα κι ούτε είναι ταπεινωτικό για μάς... Δεν μάς εμποδίζει στην άσκηση τού επαγγέλματος μας.

Ό στρατηγός μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά του, ό αγρότης να καλλιεργεί την γη κι ό τεχνίτης να ασχολείται με τις τέχνες του. Κανείς δεν θα χρειαστεί να απέχει απόσυρση την συνηθισμένη εργασία του εξ αιτίας αυτού τού νόμου. Ούτε πάλι πρέπει να απομακρυνθεί σ' έρημο μέρος ... Κι αυτός πού μένει στο σπίτι είναι δυνατόν να ασχολείται με το νόμο τού Πνεύματος.}

Κατά τον Νικόλαο Καβάσιλα, οι Μακαρισμοί του Χριστού είναι ή κλίμακα με την οποία ανεβαίνουμε στην ηθική ζωή αυτοί πού πεινάνε και διψάνε την δικαιοσύνη, οι ελεήμονες, οι αγνοί στην καρδιά, οι ειρηνοποιοί, οι διωκόμενοι ένεκεν δικαιοσύνης, αυτοί αποτελούν το συστατικό μιας καλής κοινωνίας. 

Το να είσαι ελεήμων σημαίνει να μοιράζεσαι τον πόνο των άλλων, να θεωρείς τις δυστυχίες τους σαν δικές σου- να πεινάς και να διψάς για την δικαιοσύνη σημαίνει να εργάζεσαι για την ελευθερία των σκλάβων, να εργάζεσαι ανάμεσα σε καταδικασμένους εγκληματίες, σε μελλοθανάτους και να απονέμης σε όλους ότι είναι δίκαιο. 

Οι πιστοί δεν πρέπει να περιορίζουν την περί ηθικής αντίληψη τους μόνο σε θεωρητικά επίπεδα αλλά να την πραγματώνουν με έργα, γιατί ό Χριστός δεν μοιράστηκε τον πόνο των δυστυχισμένων μόνον με την θεωρία και την πρόθεση αλλά με έργα.

Ό μιμητής της αγάπης του Χριστού οικειοποιείται τις συμφορές και τα βάσανα των συνανθρώπων του σαν να είναι δικά του.

Ή ηθική του Καβάσιλα είναι χριστοκεντρική ό Χριστός αποτελεί το παντοτινό πρότυπο της αληθείας και του τέλειου ανθρώπους.

---------------------------------------------------------------------------------------

ΒΙΒΛ. ΠΕΝΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ.
 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΟΣ.  

Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Λιμάνια Πνευματικά

Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου
Λιμάνια πνευματικά οι ναοί
Με λιμάνια μέσα στο πέλαγος μοιάζουν οι ναοί, που ο Θεός εγκατέστησε στις πόλεις• πνευματικά λιμάνια, όπου βρίσκουμε απερίγραπτη ψυχική ηρεμία όσοι σ’ αυτά καταφεύγουμε, ζαλισμένοι από την κοσμική τύρβη. Κι όπως ακριβώς ένα απάνεμο κι ακύμαντο λιμάνι προσφέρει ασφάλεια στα αραγμένα πλοία, έτσι και ο ναός σώζει από την τρικυμία των βιοτικών μεριμνών όσους σ’ αυτόν προστρέχουν και αξιώνει τους πιστούς να στέκονται με σιγουριά και ν’ ακούνε το λόγο του Θεού με γαλήνη πολλή.
Ο ναός είναι θεμέλιο της αρετής και σχολείο της πνευματικής ζωής. Πάτησε στα πρόθυρά του μόνο, οποιαδήποτε ώρα, κι αμέσως θα ξεχάσεις τις καθημερινές φροντίδες. Πέρασε μέσα, και μια αύρα πνευματική θα περικυκλώσει την ψυχή σου. Αυτή η ησυχία προξενεί δέος και διδάσκει τη χριστιανική ζωή• ανορθώνει το φρόνημα και δεν σε αφήνει να θυμάσαι τα παρόντα• σε μεταφέρει από τη γη στον ουρανό. Κι αν τόσο μεγάλο είναι το κέρδος όταν δεν γίνεται λατρευτική σύναξη, σκέψου, όταν τελείται η Λειτουργία και οι προφήτες διδάσκουν, οι απόστολοι κηρύσσουν το Ευαγγέλιο, ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσα στους πιστούς, ο Θεός Πατέρας δέχεται την τελούμενη θυσία, το Άγιο Πνεύμα χορηγεί τη δική Του αγαλλίαση, τότε λοιπόν, με πόση ωφέλεια πλημμυρισμένοι δεν φεύγουν από το ναό οι εκκλησιαζόμενοι;
Στην εκκλησία συντηρείται η χαρά όσων χαίρονται• στην εκκλησία βρίσκεται η ευθυμία των πικραμένων, η ευφροσύνη των λυπημένων, η αναψυχή των βασανισμένων, η ανάπαυση των κουρασμένων. Γιατί ο Χριστός λέει: «Ελάτε σ’ εμένα όλοι όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι με προβλήματα, κι εγώ θα σας αναπαύσω» (Ματθ. 11:28). Τι πιο ποθητό απ’ αυτή τη φωνή; Τι πιο γλυκό από τούτη την πρόσκληση; Σε συμπόσιο σε καλεί ο Κύριος, όταν σε προσκαλεί στην εκκλησία• σε ανάπαυση από τους κόπους σε παρακινεί• σε ανακούφιση από τις οδύνες σε μεταφέρει. Γιατί σε ξαλαφρώνει από το βάρος των αμαρτημάτων. Με την πνευματική απόλαυση θεραπεύει τη στενοχώρια και με τη χαρά τη λύπη.

Γιατί δεν εκκλησιάζεσαι;
Παρ’ όλα αυτά, λίγοι είναι εκείνοι που έρχονται στην εκκλησία. Τι θλιβερό! Στους χορούς και στις διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Τις ανοησίες των τραγουδιστών τις ακούμε με ευχαρίστηση. Τις αισχρολογίες των ηθοποιών τις απολαμβάνουμε για ώρες, δίχως να βαριόμαστε. Και μόνο όταν μιλάει ο Θεός, χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε και ζαλιζόμαστε. Μα και στα ιπποδρόμια, μολονότι δεν υπάρχει στέγη για να προστατεύει τους θεατές από τη βροχή, τρέχουν οι περισσότεροι σαν μανιακοί, ακόμα κι όταν βρέχει ραγδαία, ακόμα κι όταν ο άνεμος σηκώνει τα πάντα. Δεν λογαριάζουν ούτε την κακοκαιρία ούτε το κρύο ούτε την απόσταση. Τίποτα δεν τους κρατάει στα σπίτια τους. Όταν, όμως, πρόκειται να πάνε στην εκκλησία, τότε και το ψιλόβροχο τους γίνεται εμπόδιο. Κι αν τους ρωτήσεις, ποιος είναι ο Αμώς ή ο Οβδιού, πόσοι είναι οι προφήτες ή οι απόστολοι, δεν μπορούν ν’ ανοίξουν το στόμα τους. Για τ’ άλογα, όμως, τους τραγουδιστές και τους ηθοποιούς μπορούν σε πληροφορήσουν με κάθε λεπτομέρεια. Είναι κατάσταση αυτή;
Γιορτάζουμε μνήμες αγίων, και σχεδόν κανένας δεν παρουσιάζεται στο ναό. Φαίνεται πως η απόσταση παρασύρει τους χριστιανούς στην αμέλεια• ή μάλλον όχι η απόσταση, αλλά η αμέλεια μόνο τους εμποδίζει. Γιατί, όπως τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει αυτόν που έχει αγαθή προαίρεση και ζήλο να κάνει κάτι, έτσι και τον αμελή, τον ράθυμο και αναβλητικό όλα μπορούν να τον εμποδίσουν.
Οι μάρτυρες έχυσαν το αίμα τους για την Αλήθεια, κι εσύ λογαριάζεις μια τόσο μικρή απόσταση; Εκείνοι θυσίασαν τη ζωή τους για το Χριστό, κι εσύ δεν θέλεις ούτε λίγο να κοπιάσεις; Ο Κύριος πέθανε για χάρη σου, κι εσύ Τον περιφρονείς; Γιορτάζουμε μνήμες αγίων, κι εσύ βαριέσαι να έρθεις στο ναό, προτιμώντας να κάθεσαι στο σπίτι σου; Και όμως, πρέπει να έρθεις, για να δεις το διάβολο να νικιέται, τον άγιο να νικάει, το Θεό να δοξάζεται και την Εκκλησία να θριαμβεύει.
"Μα είμαι αμαρτωλός", λες, "και δεν τολμώ ν’ αντικρύσω τον άγιο’’. Ακριβώς επειδή είσαι αμαρτωλός, έλα εδώ, για να γίνεις δίκαιος. Ή μήπως δεν γνωρίζεις, ότι και αυτοί που στέκονται μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, έχουν διαπράξει αμαρτίες; Γι’ αυτό οικονόμησε ο Θεός να υποφέρουν και οι ιερείς από κάποια πάθη, ώστε να κατανοούν την ανθρώπινη αδυναμία και να συγχωρούν τους άλλους.
"Αφού, όμως, δεν τήρησα όσα άκουσα στην εκκλησία’’, θα μου πει κάποιος, "πως μπορώ να έρθω πάλι;". Έλα να ξανακούσεις τον θείο λόγο. Και προσπάθησε τώρα να τον εφαρμόσεις. Αν βάλεις φάρμακο πάνω στο τραύμα σου και δεν το επουλώσει την ίδια μέρα, δεν θα ξαναβάλεις και την επόμενη; Αν ο ξυλοκόπος, που θέλει να κόψει μια βελανιδιά, δεν κατορθώσει να τη ρίξει με την πρώτη τσεκουριά, δεν τη χτυπάει και δεύτερη και πέμπτη και δέκατη φορά; Κάνε κι εσύ το ίδιο.
Αλλά, θα μου πεις, σ’ εμποδίζουν να εκκλησιαστείς η φτώχεια και η ανάγκη να εργαστείς. Όμως δεν είναι εύλογη και τούτη η πρόφαση. Εφτά μέρες έχει η εβδομάδα. Αυτές τις εφτά μέρες τις μοιράστηκε ο Θεός μαζί μας. Και σ’ εμάς έδωσε έξι, ενώ για τον εαυτό Του άφησε μία. Αυτή τη μοναδική μέρα, λοιπόν, δεν δέχεσαι να σταματήσεις τις εργασίες;
Και γιατί λέω για ολόκληρη μέρα; Εκείνο που έκανε στην περίπτωση της ελεημοσύνης η χήρα του Ευαγγελίου, το ίδιο κάνε κι εσύ στη διάρκεια αυτής της μιας μέρας. Έδωσε εκείνη δυο λεπτά και πήρε πολλή χάρη από το Θεό. Δάνεισε κι εσύ δυο ώρες στο Θεό, πηγαίνοντας στην εκκλησία, και θα φέρεις  στο σπίτι σου κέρδη αμέτρητων ημερών. Αν όμως δεν δέχεσαι να κάνεις κάτι τέτοιο, σκέψου μήπως μ’ αυτή σου τη στάση χάσεις κόπους πολλών ετών. Γιατί ο Θεός, όταν περιφρονείται, γνωρίζει να σκορπίζει τα χρήματα που συγκεντρώνεις με την εργασία της Κυριακής.
Μα κι αν ακόμα έβρισκες ολόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο από χρυσάφι και εξ αιτίας του απουσίαζες από το ναό, θα ήταν πολύ μεγαλύτερη η ζημιά σου• και τόσο μεγαλύτερη, όσο ανώτερα είναι τα πνευματικά από τα υλικά. Γιατί τα υλικά πράγματα, κι αν ακόμα είναι πολλά και τρέχουν άφθονα από παντού, δεν τα παίρνουμε στην άλλη ζωή, δεν μεταφέρονται μαζί μας στον ουρανό, δεν παρουσιάζονται στο φοβερό εκείνο βήμα του Κυρίου. Αλλά πολλές φορές, και πριν ακόμα πεθάνουμε, μας εγκαταλείπουν. Αντίθετα, ο πνευματικός θησαυρός που αποκτούμε στην εκκλησία, είναι κτήμα αναφαίρετο και μας ακολουθεί παντού.
"Ναι, αλλά μπορώ’’, λέει κάποιος άλλος, ‘’να προσευχηθώ και στο σπίτι μου’’. Απατάς τον εαυτό σου, άνθρωπε. Βεβαίως, είναι δυνατόν να προσευχηθείς και στο σπίτι σου• είναι αδύνατον όμως να προσευχηθείς έτσι, όπως προσεύχεσαι στην εκκλησία, όπου υπάρχει το πλήθος των πατέρων και όπου ομόφωνη κραυγή ικεσίας αναπέμπεται στο Θεό. Δεν σε ακούει τόσο πολύ ο Κύριος όταν Τον παρακαλείς μόνος σου, όσο όταν Τον παρακαλείς ενωμένος με τους αδελφούς σου. Γιατί στην εκκλησία υπάρχουν περισσότερες πνευματικές προϋποθέσεις απ’ όσες στο σπίτι. Υπάρχουν η ομόνοια, η συμφωνία των πιστών, ο σύνδεσμος της αγάπης, οι ευχές των ιερέων. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι ιερείς προΐστανται των ακολουθιών• για να ενισχύονται με τις δυνατότερες ευχές τους οι ασθενέστερες ευχές του λαού, κι έτσι όλες μαζί ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό.
Όταν προσευχόμαστε ο καθένας χωριστά, είμαστε ανίσχυροι• όταν όμως συγκεντρωνόμαστε όλοι μαζί, τότε γινόμαστε πιο δυνατοί και ελκύουμε σε μεγαλύτερο βαθμό την ευσπλαχνία του Θεού. Κάποτε ο απόστολος Πέτρος βρισκόταν αλυσοδεμένος στη φυλακή. Έγινε όμως θερμή προσευχή από τους συναγμένους πιστούς, κι αμέσως ελευθερώθηκε. Τι θα μπορούσε, επομένως, να είναι πιο δυνατό από την κοινή προσευχή, που ωφέλησε κι αυτούς ακόμα τους στύλους της Εκκλησίας;

Η προσέλευσή μας στο ναό
Σας παρακαλώ, λοιπόν, και σας ικετεύω, ας προτιμάτε από οποιαδήποτε άλλη ασχολία και φροντίδα τον εκκλησιασμό. Ας τρέχουμε πρόθυμα, όπου κι αν βρισκόμαστε, στην εκκλησία.
Προσέξτε, όμως, κανείς να μην μπει στον ιερό αυτό χώρο, έχοντας βιοτικές φροντίδες ή περισπασμούς ή φόβους. Αλλά αφού τ’ αφήσουμε όλα τούτα έξω, στις πύλες του ναού, τότε ας περάσουμε μέσα. Γιατί ερχόμαστε στα ανάκτορα των ουρανών, πατάμε σε τόπους που αστράφτουν.
Ας διώξουμε από την ψυχή μας πρώτα-πρώτα τη μνησικακία, για να μην κατακριθούμε, όταν παρουσιαστούμε μπροστά στο Θεό και προσευχηθούμε λέγοντας: «Πάτερ ημών..., άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Διαφορετικά, πώς θέλεις να φανεί ο Δεσπότης Χριστός γλυκός και πράος απέναντί σου, αφού εσύ γίνεσαι στον συνάνθρωπό σου σκληρός και δεν τον συγχωρείς; Πώς θα μπορέσεις να υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό; Πώς θα κινήσεις τη γλώσσα σου σε λόγια προσευχής; Πώς θα ζητήσεις συγγνώμη; Ακόμα κι αν θέλει ο Θεός να συγχωρήσει τις αμαρτίες σου, δεν Τον αφήνεις εσύ, επειδή δεν συγχωρείς τον πλησίον σου.

Η αμφίεσή μας
Μα και η ενδυμασία μας στο ναό να είναι καλή από κάθε πλευρά. Να είναι κόσμια και όχι εξεζητημένη. Γιατί το κόσμιο είναι σεμνό, ενώ το εξεζητημένο είναι άσεμνο.
Αυτό ακριβώς μας παραγγέλλει και ο απόστολος Παύλος, όταν λέει: «Θέλω να προσεύχονται οι άνδρες σε κάθε  τόπο, σηκώνοντας προς τον ουρανό χέρια όσια, χωρίς οργή και δισταγμό ολιγοπιστίας. Επίσης και οι γυναίκες να προσεύχονται με αμφίεση σεμνή, στολίζοντας τον εαυτό τους με σεμνότητα και σωφροσύνη, όχι με περίτεχνες κομμώσεις και χρυσά κοσμήματα ή μαργαριτάρια ή ενδύματα πολυτελή, αλλά με ό,τι ταιριάζει στις γυναίκες που λένε ότι σέβονται το Θεό, δηλαδή με καλά έργα» (Α’ Τιμ. 2:8-10). Αν, λοιπόν, απαγορεύει στις γυναίκες εκείνα που είναι απόδειξη πλούτου, πολύ περισσότερο απαγορεύει όσα κινούν την περιέργεια, όπως τα φτιασίδια, το βάψιμο των ματιών, το κουνιστό βάδισμα, τα παράξενα ρούχα και τα παρόμοια.
Τι λες, γυναίκα; Έρχεσαι στο ναό να προσευχηθείς, και στολίζεσαι με χρυσαφικά και χτενίζεσαι επιτηδευμένα; Μήπως ήρθες για να χορέψεις; Μήπως για να λάβεις μέρος σε γαμήλια γιορτή; Εκεί έχουν θέση τα χρυσαφικά και οι πολυτέλειες• εδώ δεν χρειάζεται τίποτα απ’ αυτά. Ήρθες να παρακαλέσεις το Θεό για τις αμαρτίες σου. Τι στολίζεις, λοιπόν, τον εαυτό σου; Αυτή η εμφάνιση δεν είναι γυναίκας που ικετεύει. Πώς μπορείς να στενάξεις, πώς μπορείς να δακρύσεις, πώς μπορείς να προσευχηθείς με θέρμη, έχοντας τέτοια αμφίεση; Θέλεις να φαίνεσαι ευπρεπής; Φόρεσε το Χριστό και όχι το χρυσό. Ντύσου την ελεημοσύνη, τη φιλανθρωπία, τη σωφροσύνη, την ταπεινοφροσύνη. Αυτά αξίζουν περισσότερο απ’ όλο το χρυσάφι. Αυτά και την ωραία την κάνουν ωραιότερη και την άσχημη την ομορφαίνουν. Να ξέρεις, γυναίκα, πως, όταν στολιστείς πολύ, γίνεσαι πιο αισχρή κι από τη γυμνή, γιατί έχεις αποβάλει πια την κοσμιότητα.

Προσοχή και προσευχή
Αλλά και η διαγωγή μας, όσο βρισκόμαστε μέσα στο ναό, ας είναι η πρέπουσα, όπως αρμόζει σε άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά στο Θεό. Να μην ασχολούμαστε με άσκοπες συζητήσεις, μα να στεκόμαστε με φόβο και τρόμο, με προσοχή και προθυμία, με το βλέμμα στραμμένο στη γη και την ψυχή υψωμένη στον ουρανό.
Γιατί έρχονται πολλοί στην εκκλησία, επαναλαμβάνουν μηχανικά ψαλμούς και ευχές, και φεύγουν, δίχως να ξέρουν τι είπαν. Τα χείλη κινούνται, αλλά τ’ αυτιά δεν ακούνε. Εσύ δεν ακούς την προσευχή σου, και θέλεις να σε εισακούσει ο Θεός; Γονάτισα, λες• αλλά ο νους σου πετούσε μακριά. Το σώμα σου ήταν μέσα στην εκκλησία και η ψυχή σου έξω. Το στόμα έλεγε την προσευχή και ο νους μετρούσε τόκους, συμβόλαια, συναλλαγές, χωράφια, κτήματα, συναναστροφές με φίλους. Κι όλα αυτά συμβαίνουν, γιατί ο διάβολος είναι πονηρός• ξέρει πως την ώρα της προσευχής κερδίζουμε πολλά, γι’ αυτό τότε επιτίθεται με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Άλλες φορές είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, και τίποτα δεν σκεφτόμαστε• ήρθαμε όμως στην εκκλησία να προσευχηθούμε, και ο διάβολος μας έβαλε ένα σωρό λογισμούς, ώστε καθόλου να μην ωφεληθούμε.
Αν, αλήθεια, ο Θεός σου ζητήσει λόγο για την αδιαφορία ή και την ασέβεια που δείχνεις στις λατρευτικές συνάξεις, τι θα κάνεις; Να, την ώρα που Αυτός σου μιλάει, εσύ, αντί να προσεύχεσαι, έχεις πιάσει κουβέντα με τον διπλανό σου για πράγματα ανώφελα. Και όλα τ’ άλλα αμαρτήματά μας αν παραβλέψει ο Θεός, τούτο φτάνει για να στερηθούμε τη σωτηρία. Μην το θεωρείς μικρό παράπτωμα. Για να καταλάβεις, τη βαρύτητά του, σκέψου τι γίνεται στην ανάλογη περίπτωση των ανθρώπων. Ας υποθέσουμε ότι συζητάς μ’ ένα επίσημο πρόσωπο ή μ’ έναν εγκάρδιο φίλο σου. Και ενώ εκείνος σου μιλάει, εσύ γυρίζεις αδιάφορα το κεφάλι σου και αρχίζεις να κουβεντιάζεις με κάποιον άλλο. Δεν θα προσβληθεί ο συνομιλητής σου απ’ αυτή την απρέπειά σου; Δεν θα θυμώσει; Δεν θα σου ζητήσει το λόγο;
Αλίμονο! Βρίσκεσαι στη θεία Λειτουργία, κι ενώ το βασιλικό τραπέζι είναι ετοιμασμένο, ενώ ο Αμνός του Θεού θυσιάζεται για χάρη σου, ενώ ο ιερέας αγωνίζεται για τη σωτηρία σου, εσύ αδιαφορείς. Την ώρα που τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ σκεπάζουν τα πρόσωπά τους από δέος και όλες οι ουράνιες δυνάμεις μαζί με τον ιερέα παρακαλούν το Θεό για σένα, τη στιγμή που κατεβαίνει από τον ουρανό η φωτιά του Αγίου Πνεύματος και το αίμα του Χριστού χύνεται από την άχραντη πλευρά Του μέσα στο άγιο Ποτήριο, τη στιγμή αυτή η συνείδησή σου, άραγε, δεν σε ελέγχει για την απροσεξία σου; Σκέψου, άνθρωπε μου, μπροστά σε Ποιον στέκεσαι την ώρα της φρικτής μυσταγωγίας και μαζί με ποιους – με τα Χερουβείμ, με τα Σεραφείμ, με όλες τις ουράνιες δυνάμεις. Αναλογίσου μαζί με ποιους ψάλλεις και προσεύχεσαι. Είναι αρκετό για να συνέλθεις, όταν θυμηθείς ότι, ενώ έχεις υλικό σώμα, αξιώνεσαι να υμνείς τον Κύριο της κτίσεως μαζί με τους ασώματους αγγέλους.
Μη συμμετέχεις, λοιπόν, στην ιερή εκείνη υμνωδία με αδιαφορία. Μην έχεις στο νου σου βιοτικές σκέψεις. Διώξε κάθε γήινο λογισμό και ανέβα νοερά στον ουρανό, κοντά στο θρόνο του Θεού. Πέταξε εκεί μαζί με τα Σεραφείμ, φτερούγισε μαζί τους, ψάλε τον τρισάγιο ύμνο στην Παναγία Τριάδα.

Η θεία Κοινωνία
Και σαν έρθει η στιγμή της θείας Κοινωνίας και πρόκειται να πλησιάσεις την αγία Τράπεζα, πίστευε ακλόνητα πως εκεί είναι παρών ο Χριστός, ο Βασιλιάς των όλων. Όταν δεις τον ιερέα να σου προσφέρει το σώμα και το αίμα του Κυρίου, μη νομίσεις ότι ο ιερέας το κάνει αυτό, αλλά πίστευε ότι το χέρι που απλώνεται είναι του Χριστού. Αυτός που λάμπρυνε με την παρουσία Του την τράπεζα του Μυστικού Δείπνου, Αυτός και τώρα διακοσμεί την Τράπεζα της θείας Λειτουργίας. Παραβρίσκεται πραγματικά και εξετάζει του καθενός την προαίρεση και παρατηρεί ποιος πλησιάζει με ευλάβεια ταιριαστή στο άγιο Μυστήριο, ποιος με πονηρή συνείδηση, με σκέψεις βρωμερές και ακάθαρτες, με πράξεις μολυσμένες. Αναλογίσου, λοιπόν, κι εσύ ποιο ελάττωμά σου διόρθωσες, ποιαν αρετή κατόρθωσες, ποιαν αμαρτία έσβησες με την εξομολόγηση, σε τι έγινες καλύτερος. Αν η συνείδησή σου σε πληροφορεί ότι φρόντισες αρκετά για την επούλωση των ψυχικών σου τραυμάτων, αν έκανες κάτι περισσότερο από τη νηστεία, κοινώνησε με φόβο Θεού. Αλλιώς, μείνε μακριά από  τα άχραντα Μυστήρια. Και όταν καθαριστείς απ’ όλες τις αμαρτίες σου, τότε να πλησιάσεις.
Να προσέρχεστε, λοιπόν, στη θεία Κοινωνία με φόβο και τρόμο, με συνείδηση καθαρή, με νηστεία και προσευχή. Χωρίς να θορυβείτε, χωρίς να ποδοπατάτε και να σπρώχνετε τους διπλανούς σας. Γιατί αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη τρέλα και τη χειρότερη περιφρόνηση των θείων Μυστηρίων.
Πες μου, άνθρωπε, γιατί κάνεις θόρυβο; Γιατί βιάζεσαι; Σε πιέζει τάχα η ανάγκη να κάνεις τις δουλειές σου; Και σου περνάει άραγε, την ώρα που πας να κοινωνήσεις, η σκέψη ότι έχεις δουλειές; Έχεις μήπως την αίσθηση ότι είσαι πάνω στη γη; Νομίζεις ότι βρίσκεσαι μαζί με ανθρώπους και όχι με τους χορούς των αγγέλων; Μα κάτι τέτοιο είναι δείγμα πέτρινης καρδιάς....

Κάθε πότε να κοινωνούμε;
Υπάρχει κι ένα άλλο θέμα: Πολλοί κοινωνούν μια φορά το χρόνο, άλλοι δύο φορές, άλλοι περισσότερες. Ποιους απ’ αυτούς θα επιδοκιμάσουμε; Όσους μια φορά, όσους πολλές ή όσους λίγες φορές μεταλαβαίνουν; Ούτε τους μία ούτε τις πολλές ούτε τους λίγες, μα εκείνους που πλησιάζουν στο άγιο Ποτήριο με καρδιά αγνή, με βίο ανεπίληπτο. Αυτοί ας κοινωνούν πάντα. Οι άλλοι, οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, ας μένουν μακριά από τα άχραντα Μυστήρια, γιατί αλλιώς κρίμα και καταδίκη, ετοιμάζουν για τον εαυτό τους. Ο άγιος απόστολος λέει: «Όποιος τρώει τον άρτο και πίνει το ποτήριο του Κυρίου με τρόπο ανάξιο, γίνεται ένοχος αμαρτήματος απέναντι στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου, προκαλώντας την καταδίκη του» (Α’ Κορ. 11:27, 29). Θα τιμωρηθεί, δηλαδή, τόσο αυστηρά, όσο και οι σταυρωτές του Χριστού, αφού κι εκείνοι έγιναν ένοχοι αμαρτήματος απέναντι στο σώμα Του.
Πολλοί από τους πιστούς έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο περιφρονήσεως των αγίων Μυστηρίων, ώστε, ενώ είναι γεμάτοι από αμέτρητες κακίες και δεν διορθώνουν καθόλου τον εαυτό τους, κοινωνούν στις γιορτές απροετοίμαστοι. Μη γνωρίζοντας ότι προϋπόθεση της θείας Κοινωνίας δεν είναι η γιορτή, αλλά, καθώς είπαμε, η καθαρή συνείδηση. Και όπως αυτός που δεν αισθάνεται κανένα κακό στη συνείδησή του, πρέπει καθημερινά να προσέρχεται στη θεία Κοινωνία, έτσι κι αυτός που είναι φορτωμένος αμαρτήματα και δεν μετανοεί, πρέπει να μην κοινωνεί ούτε στη γιορτή. Γι’ αυτό και πάλι σας παρακαλώ όλους να μην πλησιάζετε στα θεία Μυστήρια έτσι απροετοίμαστοι κι επειδή το απαιτεί η γιορτή, αλλά, αν κάποτε αποφασίσετε να λάβετε μέρος στη θεία Λειτουργία και να κοινωνήσετε, να καθαρίζετε καλά τον εαυτό σας, από πολλές μέρες πριν, με τη μετάνοια, την προσευχή, την ελεημοσύνη, τη φροντίδα για τα πνευματικά πράγματα.

Παραμονή ως την απόλυση
Ήρθες, λοιπόν, στην εκκλησία και αξιώθηκες να συναντήσεις το Χριστό; Μη φύγεις, αν δεν τελειώσει η ακολουθία. Αν φύγεις πριν από την απόλυση, είσαι ένοχος όσο κι ένας δραπέτης. Πηγαίνεις στο θέατρο και, αν δεν τελειώσει η παράσταση, δεν φεύγεις. Μπαίνεις στην εκκλησία, στον οίκο του Κυρίου, και γυρίζεις την πλάτη στα άχραντα Μυστήρια; Φοβήσου τουλάχιστον εκείνον που είπε: «Όποιος καταφρονεί το Θεό, θα καταφρονηθεί απ’ Αυτόν» (Πρβλ. Παροιμ. 13:13).
Τι κάνεις, άνθρωπε; Ενώ ο Χριστός είναι παρών, οι άγγελοι Του παραστέκονται, οι αδελφοί σου κοινωνούν ακόμα, εσύ τους εγκαταλείπεις και φεύγεις; Ο Χριστός σου προσφέρει την αγία σάρκα Του, κι εσύ δεν περιμένεις λίγο, για να Τον ευχαριστήσεις έστω με τα λόγια; Όταν παρακάθεσαι σε δείπνο, δεν τολμάς να φύγεις, έστω κι αν έχεις χορτάσει, τη στιγμή που οι φίλοι σου κάθονται ακόμα στο τραπέζι. Και τώρα που τελούνται τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, τ’ αφήνεις όλα στη μέση και φεύγεις;
Θέλετε να σας πω τίνος το έργο κάνουν όσοι φεύγουν πριν τελειώσει η θεία Λειτουργία και δεν συμμετέχουν έτσι στις τελευταίες ευχαριστήριες ευχές; Ίσως είναι βαρύ αυτό που πρόκειται να πω, μα πρέπει να το πω. Όταν ο Ιούδας πήρε μέρος στον Μυστικό Δείπνο του Χριστού, ενώ όλοι ήταν καθισμένοι στο τραπέζι, αυτός σηκώθηκε πριν από τους άλλους κι έφυγε. Εκείνον, λοιπόν, τον Ιούδα μιμούνται... Αν δεν έφευγε τότε εκείνος, δεν θα γινόταν προδότης, δεν θα χανόταν. Αν δεν ξεχώριζε τον εαυτό του από το ποίμνιο, δεν θα τον έβρισκε μόνο του ο λύκος, για να τον φάει.

Μετά τον εκκλησιασμό
Εμείς ας αναχωρούμε από τη θεία Λειτουργία σαν λιοντάρια που  βγάζουν φωτιά, έχοντας γίνει φοβεροί ακόμα και στο διάβολο. Γιατί το άγιο αίμα του Κυρίου που κοινωνούμε, ποτίζει την ψυχή μας και της δίνει μεγάλη δύναμη. Όταν το μεταλαβαίνουμε άξια, διώχνει τους δαίμονες μακριά και φέρνει κοντά μας τους αγγέλους και τον Κύριο των αγγέλων. Αυτό το αίμα είναι η σωτηρία των ψυχών μας, μ’ αυτό λούζεται η ψυχή, μ’ αυτό στολίζεται. Αυτό το αίμα κάνει το νου μας λαμπρότερο από τη φωτιά, αυτό κάνει την ψυχή μας λαμπρότερη από το χρυσάφι.
Προσελκύστε, λοιπόν, τους αδελφούς μας στην εκκλησία, προτρέψτε τους πλανημένους, συμβουλέψτε τους όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα. Κι αν ακόμα τίποτα δεν πεις, αλλά βγεις από την ιερή σύναξη, δείχνοντας στους απόντες – και με την εμφάνιση και με το βλέμμα και με τη φωνή και με το βάδισμα και μ’ όλη σου τη σεμνότητα – τι κέρδος που αποκόμισες από το ναό, αυτό είναι αρκετό για παραίνεση και συμβουλή. Γιατί έτσι πρέπει να βγαίνουμε από το ναό, σαν από τα ιερά άδυτα, σαν να κατεβαίνουμε από τους ίδιους τους ουρανούς. Δίδαξε όσους δεν εκκλησιάζονται ότι έψαλες μαζί με τα Σεραφείμ, ότι ανήκεις στην ουράνια πολιτεία, ότι συναντήθηκες με το Χριστό και μίλησες μαζί Του. Αν έτσι ζούμε τη θεία Λειτουργία, δεν θα χρειαστεί να πούμε τίποτα στους απόντες. Αλλά βλέποντας εκείνοι τη δική μας ωφέλεια, θα νιώσουν τη δική τους ζημιά και θα τρέξουν γρήγορα στην εκκλησία, για ν’ απολαύσουν τα ίδια αγαθά, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, αιώνια ανήκει η δόξα.
Αμήν.