Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

Finis Grecia! Από το βιβλίο του μακαριστού αρχιμανδρίτου Επιφανίου Θεοδωροπούλου

 


Finis Grecia!
 
Γέροντα, ακούγεται όλο και συχνότερα το επιχείρημα ότι λόγω της δυσκολίας της ελληνικής γλώσσης, οι μαθητές αφιερώνουν πολύ χρόνο και κόπο για την εκμάθησί της, ενώ θα μπορούσαν να διδάσκωνται τα αγγλικά και άλλες επίκαιρες γνώσεις πιο χρήσιμες για την επιβίωσί τους στην εποχή μας.
— Εάν αρνηθούμε και καταργήσουμε την ελληνική γλώσσα, κόβουμε κάθε γέφυρα με το παρελθόν μας. Αποσπώμεθα από τις ρίζες μας. Μετά από μερικές δεκαετίες θα εμφανιζώμεθα ως ένας λαός νομάδων, που απέκτησε κρατική υπόστασι και εθνική οντότητα το σωτήριον έτος 1976! Ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων ελληνισμού, κλασσικού και βυζαντινού, χριστιανικού, διαγράφεται με μία μονοκονδυλιά. Φαντάσου την κοινωνία μας μετά από 20 και 30 χρόνια, που τα παιδιά τα σημερινά θα είναι τότε η ιθύνουσα τάξις της κοινωνίας. Δεν θα μπορούν να διαβάσουν ούτε Παπαρρηγόπουλο.
Όλη η γραμματεία η μέχρι σήμερον γραφείσα, θα είναι για πολτοποίησι. Αι, τί μεγαλύτερη εθνική συμφορά μπορεί να γίνη απ’ αυτό; Η Μικρασιατική; Είναι μικρή μπροστά σ’ αυτό. Η Κυπριακή; Είναι μικρή επίσης. Το ότι μετά από δύο-τρεις γενεές θα εμφα­νιζώμεθα τελείως αποκομμένοι από το παρελθόν μας. το παρελθόν μας θα είναι ένα ερμητικά κλεισμένο ντουλάπι, το οποίο κανείς δεν θα μπορή ν’ ανοίξη και να πλησίαση. μία γραμματεία τριών χιλιάδων ετών θα είναι απρόσιτη. Αυτό είναι ασύλληπτα χειρότερο!
Μας πήραν την Μικρά Ασία. Εθνική τραγωδία! Ο ελληνισμός όμως, δόξα τω Θεώ, έμεινε. Θα έλεγα ότι και μεγαλούργησε το 1940-41. Καταλήφθηκε ένα μέρος της Κύπρου. Πονάμε βαθύτατα. Μας πνίγει η αδικία. Δεν χάθηκε όμως ο ελληνισμός. Ο ελληνισμός τείνει να χαθή μ’ αυτά που κάνουμε τώρα. Σ’ αυτή την χοάνη, που λέγεται Ε.Ε., σ’ αυτή την πανσπερμία των εθνών, μετά από λίγο θα μας αφομοιώσουν τελείως. Μετά από λίγο θα καθιερώσουν φωνητική ορθογραφία. Και το επόμενο βήμα θα είναι το λατινικό αλφάβητο. Οπότε, όπως έλεγαν και στο Ζάλογγο, θα ισχύση το «έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες». Finis Grecia!
Από το βιβλίο του μακαριστού αρχιμανδρίτου Επιφανίου Θεοδωροπούλου
Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα, έκδ. Ι. Ησυχ. Κεχαριτωμένης Τροιζήνος, 2003, σ. 149-150.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ»
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2006
ΤΕΥΧΟΣ 46

Ορθοδοξία και Ελληνισμός στο σύγχρονο κόσμο •π. Γεώργιος Μεταλληνός

 


π. Γεώργιος Μεταλληνός,
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ

Ομιλία του π. Γεωργίου Μεταλληνού εις την εκδήλωση προς τιμήν των εισαχθέντων εις την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2001 - 2002 (Οργάνωση από την Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Χαλκιδικής και τον οικείο Δήμο, την 10.02. 2002 εις το Δημοτικό Θέατρο Πολυγύρου).

1) Μιλώντας κανείς για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό, αγγίζει ένα μυστήριο, ένα θαύμα κυριολεκτικά, πού συντελέσθηκε μέσα στην Ιστορία. Διότι η ιστορική ένωση των δύο αυτών οικουμενικών μεγεθών προκάλεσε αληθινή κοσμογονία. Δημιούργησε ένα νέο κόσμο, μία αληθινή «Νέα Εποχή». Για να μιλήσω θεολογικά, ξαναδημιούργησε, ανάπλασε τον κόσμο ολόκληρο. Και η ένωση των δύο αυτών μεγεθών ως πηγή ζωής ανεξάντλητη αρδεύει συνεχώς την παγκόσμια κοινωνία. Στην εποχή μας, όμως, τίθεται με τρόπο οξύ και καθοριστικό το πρόβλημα της συνέχειας του συνδέσμου αυτού, πού τόσο ωφέλησε τον κόσμο.

Θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τα δύο αυτά μεγέθη, προσδιορίζοντας Ιστορικά τη στιγμή της συναντήσεως και ενώσεως τους και τον τρόπο της διασύνδεσης τους, υπογραμμίζοντας συνάμα τις κύριες απειλές για τη συνέχεια της ένωσης αυτής στους δύσκολους καιρούς μας.

 
Τι είναι ό Ελληνισμός;

Ότι υψηλότερο και ιερότερο παρήγαγε ο κόσμος μέσα στην Ιστορική του πορεία και στα όρια της λυτρωτικής αναζήτησης του, της ανάστασης και ανάτασης του στις οντολογικές αρχές του, είναι ο Ελληνισμός. Η μεγαλύτερη δημιουργία στον κόσμο, το φως πραγματικά της Οικουμένης. Δεν είναι εθνικισμός ούτε ρατσισμός να μιλεί κανείς έτσι για τον Ελληνισμό, διότι όσα ψέλλισα προηγουμένως είναι πορίσματα της διεθνούς Επιστήμης, συμπεράσματα της επιστήμης της Ιστορίας. Ποια είναι η ουσία του Ελληνισμού, της Ελληνικότητας α) Ένα πρώτο γνώρισμα ουσιαστικό της Ελληνικότητας είναι ή Θεοκεντρικότητα. Στην Ιστορία μας δεν υπήρξε ποτέ αθεΐα. Η αθεΐα με τη σημερινή γνωστή μορφή της είναι δημιούργημα των τελευταίων ευρωπαϊκών αιώνων. Για να προσδιοριστεί ή αξία η απαξία του Έλληνος ανθρώπου από την αρχαιότητα, γίνεται αναφορά στη σχέση του με το Θείον, όπως και αν αυτό νοείται, με τον Θεό. Ένθους, δηλαδή ένθεος, είναι ό αληθινός άνθρωπος στην ελληνική παράδοση. Ενθουσιασμός είναι ή παρουσία του Θείου - Θεού μέσα στον άνθρωπο και αυτό συνεχίζεται ως την εποχή μας.
Θέωση ορθόδοξα είναι ή ενοίκηση του Θεού μέσα στο άνθρωπο, τον Άγιο. Και σήμερα για να χαρακτηριστεί αρνητικά κάποιος, προσδιορίζεται ως «αθεόφοβος», που «δεν έχει Θεό μέσα του». Όταν ό Απόστολος Παύλος (Πράξ. ΙΖ, 22) χαρακτήριζε τους Αθηναίους Έλληνες της εποχής του «δεισιδαιμονεστάτους» (ευσεβέστατους), έλεγε την αλήθεια.

Πατέρες...

 


ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΠΑΤΕΡΕΣ...
«εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε
εν Χριστώ, αλλ’ ου πολλούς πατέρας...»
Όταν ο «άρχων των Ιουδαίων» Νικόδημος επι­σκέφθηκε νύκτα τον Χριστό, Εκείνος του μίλησε για μια γέννηση πέρα από την σωματική - βιολογική. Του απεκάλυψε την πνευματική αναγέννηση του πιστού «εξ ύδατος και Πνεύματος», με την οποία εισέρχεται κανείς στη βασιλεία του Θεού. Γι’ αυτήν την γέννηση μιλεί σήμερα και ο Απ. Παύλος, υπογραμμίζοντας την παρουσία ωρισμένων προσώπων στο Σώμα του Χριστού, που με τη Χάρη του Θεού αξιώνονται να γίνουν οι κατ’ άνθρωπον συντελεστές της. Και τα πρόσωπα αυτά είναι οι Πατέρες, ένα μέγεθος ουσιαστικότατο στη ζωή της Εκκλησίας.
 
Πατέρες – Παιδαγωγοί 
Ο Παύλος κάνει διάκριση ανάμεσα σε Πατέρες και Παιδαγωγούς - Διδασκάλους των πιστών. Οι πρώτοι είναι λίγοι σε σύγκριση με τους δευτέρους. Οι Πατέρες είναι εκείνοι, που γεννούν τέκνα πνευματικά. οι Παιδαγωγοί συντελούν στην περαιτέρω ανάπτυξη και καλλιέργειά τους. Οι Πατέρες φέρνουν στην πνευματική ύπαρξη. οι Παιδαγωγοί συμπληρώνουν το έργο εκείνων με την «εποικοδομή» τους. Όταν λέγει αυτά ο Παύλος, έχει υπόψη του τον ίδιο τον εαυτό του. Το λέγει, άλλωστε, καθαρά στους Κορινθίους, ότι είναι ο πνευματικός τους πατέρας. Γι’ αυτό μπορεί απτά και συγκεκριμένα να περιγράψει το έργο του σ’ αυτούς, σ’ αντιδιαστολή με το έργο των πολλών διδασκάλων που είχαν. Αυτός «εφύτευσε», ενώ ο Απολλώς -μετά απ’ αυτόν- μόνο «επότισε». Αυτός «έθηκε θεμέλιον». όσοι ήλθαν μετά απ’ αυτόν απλώς «εποικοδόμησαν». (Α’ Κορ. γ’ 6, 10). Υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στους πνευματικούς και τους σαρκικούς πατέρες. Είναι και οι δύο μοναδικοί και αναντικατάστατοι. Γιατί και οι δύο οδηγούν στην ύπαρξη, βιολογική ή πνευματική. Και αυτό γίνεται μια φορά στη ζωή του ανθρώπου. Υπαρξιακό και ανεπανάληπτο γεγονός δεν είναι μόνο η γέννηση, αλλά και η αναγέννηση. Υπάρχει βέβαια και μια ουσιαστική διαφορά: οι σαρκικοί πατέρες γεννούν για τον κόσμο. οι πνευματικοί πατέρες γεννούν για τον Χριστό. Προσδιορίζοντας την δεύτερη αυτή «γέννηση» ο Απόστολος την ονομάζει

Παθολογικά συμπτώματα της σύγχρονης ιστοριογραφίας Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού

 


Παθολογικά συμπτώματα της σύγχρονης ιστοριογραφίας.
Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού

Το θέμα είναι τεράστιο και αναγκαστικά θα περιοριστώ σε κάποιες δειγματοληπτικές επισημάνσεις για την κατανόηση της πολυπλοκότητάς του.
Με την παθολογία όμως της ιστοριογραφίας συνδέονται προβλήματα, που έχουν άμεση σχέση με την σύγχρονη πραγματικότητα και την περαιτέρω πορεία του Έθνους.
Διότι οι συχνοί πειραματισμοί στο χώρο της ιστοριογραφίας, διοχετεύονται στην εκπαίδευση με όλες τις αυτονόητες συνέπειες.

Βέβαια, από τον Λουκιανό τον Σαμοσατέα (±117–180 μ.Χ.) και το έργο του «Πως δεί ιστορίαν συγγράφειν» μέχρι σήμερα, το θέμα έχει μελετηθεί επανειλημμένα σε μελέτες και συνέδρια και η αποκτηθείσα γνώση και πείρα είναι σημαντική.

Υπάρχουν όμως συγκεκριμένα αίτια, ώστε η υπάρχουσα δυσλειτουργία να παρατείνεται.
Πρέπει να λεχθεί προοιμιακά ότι η ιστοριογραφία είναι αυτόνομο πεδίο της γνώσης, που αποσκοπεί βασικά στην ερμηνεία της πραγματικότητας και την κατανόησή της μέσα από την έρευνα των πηγών.
Επιτυγχάνεται, έτσι, ένας απολογισμός της εξελικτικής πορείας της ανθρώπινης κοινωνίας, που συμβάλλει στην κατανόηση του πως προέκυψε το σήμερα.

Κύριο, συνεπώς, στοιχείο της ιστοριογραφίας δεν είναι η δικανική κρίση του παρελθόντος και ο επιμερισμός των ευθυνών, ώστε η ιστοριογραφία να μεταβάλλεται σε δικαστήριο, αλλά η ερμηνεία συμβάντων και γεγονότων, θεωρουμένων μέσα από τις γενετικές τους σχέσεις.


Ήδη στην Καινή Διαθήκη έχουν καταγραφεί, σ αυτή την κατεύθυνση, δύο καθαρά επιστημονικές ερμηνευτικές αρχές: Λουκ. 10,26: «Εν τω νόμω ΤΙ γέγραπται, ΠΩΣ αναγινώσκεις;» (ερώτηση του Χριστού προς έναν νομικό).

Κοντά στο ΤΙ, συνεπώς το γεγονός καθʼ αυτό (das Ereignis an sich) υπάρχει και το ΠΩΣ της ανάγνωσης, της έρευνάς του, δηλαδή η ερμηνεία και κατανόησή του. Πράξ. 8,30: «Άρα γινώσκεις, α αναγινώσκεις; (Ο Απ. Φίλιππος προς τον Ευνούχο της Κανδάκης).

Πρόκειται και εδώ για την ανάγκη κατανόησης, που προϋποθέτει την ερμηνεία.
Η αυθεντική επιστήμη συνεχίζει τον ατέρμονα αυτόν αγώνα της ερμηνείας και σε κάποιες περιπτώσεις και επανερμηνείας με βάση τον εμπλουτισμό των πηγών με νέες ανακαλύψεις η την εκ νέου αναψηλάφηση των γνωστών με βάση την αυξημένη γνώση.

Τί είναι Ορθοδοξία Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνού

 


Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνού
Ομοτίμου Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ;
Μιλώντας για την Ορθοδοξία, δεν πρέπει να επα­ναλαμβάνουμε το λάθος του Πιλάτου, όταν ερώτησε τον Χριστό: «Τί έστιν αλήθεια;» (Ίωάνν. 18, 38). Το ορθό είναι: «Τίς έστιν αλήθεια». Διότι η αλήθεια δεν είναι μία ιδέα, μία θεωρία, ένα σύστημα, αλλά πρόσω­πο το Πανάγιο Πρόσωπο του Ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου, του Ιησού Χρίστου. Έτσι πρέπει να ερωτήσου­με και για την Ορθοδοξία, διότι ταυτίζεται με το θεανθρώπινο Πρόσωπο του Θεού Λόγου. Αυτός, ώς Θεάν­θρωπος, είναι η Ορθοδοξία μας, η Παναλήθειά μας.
1. Αν θέλαμε να ορίσουμε, συμβατικά, τον Χρι­στιανισμό, ως Ορθοδοξία, θα λέγαμε ότι είναι η εμ­πειρία της παρουσίας του Ακτίστου (του Θεού)1 μέσα στην ιστορία και η δυνατότητα του κτιστού (του αν­θρώπου) να γίνει Θεός «κατά χάριν». Με δεδομένη τη διηνεκή παρουσία του Θεού εν Χριστώ στην ιστορική πραγματικότητα, ο Χριστιανισμός προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα θεώσεως, όπως η Ιατρική Επιστήμη του παρέχει τη δυνατότητα διατήρησης η α­ποκατάστασης της υγείας του, αλλά και στις δύο περι­πτώσεις μέσα από μία ορισμένη θεραπευτική διαδικα­σία και ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής.

Ο μοναδικός και απόλυτος στόχος της εν Χριστώ ζωής είναι η Θέωση, η ένωση δηλαδή με τον Θεό, ώ­στε ο άνθρωπος, μετέχοντας στην άκτιστη ενέργεια του Θεού, να γίνει «κατά χάριν» αυτό που ο Θεός εί­ναι απο τη φύση του (άναρχος και ατελεύτητος). Αυ­τή είναι χριστιανικά η έννοια της σωτηρίας. Δεν πρό­κειται για μία ηθική βελτίωση του άνθρωπου, αλλά για την εν Χριστώ άνα-δημιουργία, ανά-πλαση, αν­θρώπου και κοινωνίας, μέσα απο την υπαρκτική και υπαρξιακή σχέση με τον Χριστό, ο Οποίος είναι η ένσαρκη φανέρωση του Θεού στην ιστορία. Αυτό εκ­φράζει η φράση του Άπ. Παύλου (Β' Κορ. 5, 17): «ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις». Ο ενωμένος με τον Χρι­στό είναι καινούργιο δημιούργημα. Γι' αυτό χριστια­νικά η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, η λυτρωτική είσοδος του Αιώνιου και Υπέρχρονου μέσα στον ι­στορικό χρόνο, είναι η άρχή ενός νέου κόσμου μιας κυριολεκτικά «Νέας Εποχής» (New Age), που συνεχί­ζεται ως τα πέρατα των αιώνων, στα πρόσωπα των αυ­θεντικών χριστιανών, δηλαδή των Αγίων. Η Εκκλη­σία, ως «σώμα Χρίστου» και εν Χριστώ κοινωνία υ­πάρχει στον κόσμο, για να προσφέρει τη σωτηρία, ως ένταξη άνθρωπου και κοινωνίας σ' αυτή την αναγεν­νητική διαδικασία2. Τό σωστικό αυτο έργο της Εκκλησίας επιτελείται με μη συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδο, ώστε ουσιαστικά η Εκκλησία να ενεργεί στην ιστορία ως ένα παγκόσμιο Θεραπευτήριο. «Ίατρείον πνευματικόν» (πνευματικό νοσοκομείο) ονομά­ζεται η Εκκλησία απο τον ιερό Χρυσόστομο (†407). Στη συνέχεια θα δοθεί απάντηση στα ερωτήματα:
1) Ποιά είναι η αρρώστια, την οποία θεραπεύει η χρι­στιανική Ορθοδοξία,
2) ποιά είναι η θεραπευτική μέθοδος, που εφαρμόζει και

Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός: Η νίκη της αληθούς Πίστεως Κυριακή της Ορθοδοξίας

 


Η νίκη της αληθούς Πίστεως
Κυριακή της Ορθοδοξίας
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνού
Στις 11 Μαρτίου 843 - πρώτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής τότε - μία σύνοδος στην Πόλη «αναστήλωσε», ανάρτησε και πάλι στους στύλους των ναών, τις άγιες εικόνες, δίνοντας έτσι τέλος στην πολιτικοθρησκευτική αναστάτωση της εικονομαχίας (726 - 843). Πρωτοστάτησε μία γυναίκα, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επιβεβαιώνοντας το γεγονός ότι οι γυναίκες, ως μόνιμος φορέας του πολιτισμού, σώζουν την πίστη! Η Θεοδώρα είχε οσιακά τέλη στη Μονή των Γαστρίων και ίσως κάποιοι να μη γνωρίζουν ότι το λείψανό της βρίσκεται ακέραιο και άφθαρτο στην Κέρκυρα.

Ονομάστηκε «εορτή της Ορθοδοξίας» ως «νίκη της αληθούς Πίστεως», που προσφέρεται στον άνθρωπο ως δυνατότητα σωτηρίας, δηλαδή θέωσης. Η Ορθοδοξία είναι, σύμφωνα με τον αγιοπατερικό χαρακτηρισμό, «εργαστήριον αγιότητος», δηλαδή «εργοστάσιο παραγωγής Αγίων», ανθρώπων μεταμορφωμένων μέσα στη Θεία Χάρη, για να μπορούν να ζουν ως συν - άνθρωποι, ικανοί να δημιουργήσουν σχέσεις ισότητας και αδελφοσύνης. Όπου δε σώζεται αυτός ο άνθρωπος, ούτε αυθεντική κοινωνία μπορεί να υπάρξει. Στην Ορθοδοξία - όταν και όπου υπάρχει - σώζεται ένα τρισορθογώνιο σύστημα αναφοράς στο Θεό, το συνάνθρωπο και τον εαυτό μας, που συνιστά την ενότητα και ακεραιότητα του ανθρώπου (=σαότης/σωτηρία). Στην Ορθοδοξία των Αγίων μας δε σώζεται κανείς ατομικά, αλλά «διά του πλησίον». Αυτά γιορτάζουμε σήμερα...

Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός. Ομολογία και Απολογία δι' απόκρουσιν συκοφαντιών

 


ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ∆Ι’ ΑΠΟΚΡΟΥΣΙΝ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΩΝ
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ
Ἀφορµὴ στὴ σύνταξη τοῦ παρόντος σηµειώµατος µοῦ ἔδωσε τὸ βαρυσήµαντο ἄρθρο τοῦ ἀγαπητοῦ Συναδέλφου π. Βασιλείου Βολουδάκη, στὸ φ. 2112/ 8.4.2016 τοῦ Ο.Τ. µὲ τὸν τίτλο «Ὁ Παναγιώτατος ἐτόλµησε νὰ ζητήση ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν τὰς «Νέας Χώρας»». Στὸ κείµενο αὐτό, διακρινόµενο γιὰ τὴν ἀγωνιστικότητα καὶ εὐστοχία του, ὁ π. Βασίλειος σηµειώνει: «Ἐγκυρότατες πληροφορίες ποὺ περιῆλθαν εἰς γνῶσιν µου ἀπὸ κορυφαίους παράγοντες τῆς Πατρίδας µας, ἀποκαλύπτουν ὅτι ὁ Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολοµαῖος προέβη εἰς πρωτοφανῆ, ἀποτρόπαιον, ἀντιεκκλησιαστικὴν καὶ ἀντεθνικὴν ἐνέργειαν. Ἐκορύφωσε τὶς ἐπιδιώξεις του διὰ ἐπικυριαρχίαν ἐπὶ τῶν «Νέων Χωρῶν» (κακῶς, βεβαίως, ἀποκαλουµένων τοιουτοτρόπως, ἐφ’ ὅσον πρόκειται περὶ τῶν Μητροπόλεων τῆς ἑνιαίας Πατρίδος µας, τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Βορείου Ἑλλάδος), ζητώντας ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση τὴν ἐπανυπαγωγὴ τῶν «Νέων Χωρῶν» εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως». 
Ὀρθότατα, ἐπίσης, ὁ π. Βασίλειος, γιὰ τὴν στήριξη τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας, κανονικῶς καὶ ἱστορικῶς, ἐπικαλεῖται τὸν Συνοδικὸν Τόµον τοῦ 1850, ποὺ ὁρίζει τὴν αὐτοκεφαλία µας ὡς ἑξῆς: «... ἡ ἐν τῷ Βασιλείῳ τῆς Ἑλλάδος Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀρχηγόν ἔχουσα καί κεφαλήν, ὡς καί πᾶσα ἡ Καθολική καί Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία (π. Γ.∆.Μ.: ἄρα ἀποκλείεται ὀρθοδόξως κάθε «παπικὸς πρῶτος») τὸν Κύριον καὶ Θεὸν καὶ Σωτῆρα ἡµῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὑπάρχη τοῦ λοιποῦ κανονικῶς αὐτοκέφαλος... ἐπιγινώσκοµεν αὐτὴν καὶ ἀνακηρύσσοµεν πνευµατικὴν ἡµῶν ἀδελφὴν (π. Γ.∆.Μ. ὄχι θυγατέρα).. καὶ ὡς τοιαύτην τοῦ λοιποῦ ἀναγνωρίζεσθαι καὶ µνηµονεύεσθαι τῷ ὀνόµατι «Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», δαψιλεύοµεν δὲ αὐτῇ καὶ πάσας τὰς προνοµίας καὶ πάντα τὰ κυριαρχικά δικαιώµατα, τὰ τῇ ἀνωτάτῃ Ἐκκλησιαστικῇ ἀρχῇ παροµαρτοῦντα...». Γιὰ τὴν ἱστορία σηµειώνουµε, ὅτι συντάκτης τοῦ κειµένου αὐτοῦ ὑπῆρξε ὁ ληξουριώτης τιτουλάριος Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως (τῆς Καρίας) καὶ πρῶτος Σχολάρχης τῆς Ἱ. Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης (1844 - 1864), ὁ ὀρθοδοξότατος Κωνσταντῖνος Τυπάλδος - Ἰακωβάτος (1795 - 1867), ὡς γραµµατεὺς τῆς Συνόδου ἐκείνης. 

Κριτική Θεώρησις της πορείας του Οικουμενικού διαλόγου

 


Σύνοδος 1895: Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ∆ΙΑΛΟΓΟΥ
Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος (Πόποβιτς) διεῖδε τὴν κατάληξιν τῶν οἰκουμενιστικῶν σχέσεων. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε. τὸ 1961. Ὁ καθ. Ἰωάννης Καρμίρης ἐδήλωσε τὸ 1953: ἡ ἄνευ ὅρων συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς δογματικὰ συνέδρια δὲν εἶναι σύμφωνος πρὸς τὴν διδασκαλίαν τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν μεγάλων Πατέρων αὐτῆς.
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ
Εἰς τὴν Σχολὴν Γονέων Κατερίνης, τὴν 22αν Φεβρουαρίου 2016, ὡμίλησαν ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς καὶ ὁ Μοναχὸς π. Ἀρσένιος Βλιαγκόφτης. Ὁ μὲν πρῶτος προέβη εἰς μίαν κριτικὴν θεώρησιν τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἐνῶ ὁ π. Ἀρσένιος παρουσίασε προβλήματα τῆς ἑτοιμαζομένης Πανορθοδόξου Συνόδου μὲ βάσιν τὶς ἐπιστολὲς πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τοῦ Ἁγίου Ναυπάκτου, τοῦ Ἁγίου Λεμεσοῦ καὶ τοῦ Καθηγητοῦ Δ. Τσελεγγίδη. Εἰς τὴν συνέχειαν δημοσιεύεται τὸ κείμενον τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ.
1. Ἡ τραγῳδία τοῦ σχίσµατος (1054) καὶ ἡ ὀδυνηρὴ παράτασή της, ὡς καὶ οἱ καταθλιπτικὲς πολιτικὲς ἐξελίξεις στὸν χῶρο τῆς Ἀνατολῆς, λειτούργησαν ὡς προϋπόθεση µιᾶς σειρᾶς διαλογικῶν προσπαθειῶν γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας, µὲ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν - σχισµατικῶν στὸ ἕνα καὶ ἀδιαίρετο ἐκκλησιαστικὸ σῶµα γιὰ τὴν σωτηρία τους: Μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσµατα τὸ ἕνα καὶ ἀδιάτµητο ἐκκλησιαστικὸ σῶµα, ὡς σῶµα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δὲν διαιρεῖται, ἀλλὰ -κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστοµο- «τὸ σεσηπὸς ἐκκόπτεται». Ὁ διάλογος ἀνήκει στὴν οὐσία τοῦ αὐθεντικοῦ Χριστιανισµοῦ, ἔχει δὲ εἰσαχθεῖ καὶ ἐξαγιασθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ∆ηµιουργὸ στὸν ἀνθρώπινο βίο. «∆εῦτε διαλεχθῶµεν» λέγει ὁ Θεὸς (Ἡσ. 1, 18) στὸ πλάσµα Του. Ἡ λατρεία µας, ἄλλωστε, εἶναι ἕνας συνεχὴς διάλογος Πλάστου καὶ πλάσµατος γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καὶ ἡ «ἀτοµική» προσευχή. Τὴν ὁδὸ τοῦ διαλόγου µὲ τὰ ἀποσχιζόµενα ἀπὸ τὸ Σῶµα τοῦ Χριστοῦ τέκνα της ἀκολουθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία.
Μετὰ τὸ µεγάλο σχίσµα (1054)καὶ ὥς τὸν 15ο αἰώνα ἔγιναν, µεταξὺ ∆υτικῆς καὶ Ἀνατολικῆς Χριστιανοσύνης - Ὀρθοδοξίας δηλαδὴ καὶ Παπισµοῦ - περισσότεροι ἀπὸ 11 διάλογοι, µὲ κορύφωση τὴν Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-39), ποὺ ἀπεδείχθη ψευδοσύνοδος - οὐνιτικὴ καὶ αἱρετικὴ καὶ γι᾽ αὐτὸ τὴν ἀπέρριψε ἡ Ὀρθοδοξία, ἐνῶ ὁ Παπισµὸς προσπαθεῖ αἰῶνες τώρα νὰ τὴν ἐπιβάλει στὴν Ὀρθόδοξο Ἀνατολή.
Οἱ πρὸ τῆς ἁλώσεως (1453) ἑνωτικοὶ διάλογοι ἦσαν καταδικασµένοι σὲ ἀποτυχία ἀπὸ τὴν γένεσή τους, διότι κινητήρια δύναµή τους ἦταν ἡ πολιτικὴ στοχοθεσία τῆς διασώσεως τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους καὶ τῶν συνδεοµένων µὲ αὐτὸ ὑλικῶν συµφερόντων. Αὐτὸ - τηρουµένων τῶν ἀναλογιῶν - εἶναι εὐδιάκριτο καὶ στὶς σηµερινὲς οἰκουµενι(στι)κὲς σχέσεις, µὲ τὴ σχετικοποίηση τῆς Πίστεως καὶ τὴν «Χρήση» της ἀπὸ τοὺς διαλεγοµένους, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση «σκοπιµοτήτων κοσµικοῦ χαρακτῆρος, ἐπιβαλλοµένων ἀπὸ τὴν Νέα Παγκόσµια Τάξη (Νέα Ἐποχή - New Age), ποὺ τελικὰ κατευθύνει καὶ τοὺς διαχριστιανικοὺς καὶ τοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους πρὸς πραγµάτωση τῆς «Πανθρησκείας» καὶ τὴν ἐπίτευξη τῆς «Παγκοσµιοποίησης». 

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός: "Όταν καίμε έναν άνθρωπο είναι σαν να λέμε ότι είναι προδότης"

 


 Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός: "Όταν καίμε έναν άνθρωπο είναι σαν να λέμε ότι είναι προδότης"
Ευρύτατα διαδεδομένη σε άλλες χώρες, η αποτέφρωση των νεκρών συνεχίζει να διχάζει τους Έλληνες. Την ώρα που ορισμένοι δήμοι, όπως της Θεσσαλονίκης, έχουν δρομολογήσει τη διαδικασία για κατασκευή του αποτεφρωτηρίου, η Εκκλησία "φυλάει Θερμοπύλες", σε μια προσπάθεια να κρατήσει ακέραιη και αλώβητη την ελληνορθόδοξη παράδοση.
Αυτό υποστήριξε, μιλώντας στο NEWS247, ο πρωτοπρεσβύτερος και ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μεταλληνός, συμφωνώντας απολύτως με την πρόσφατη εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, σύμφωνα με την οποία δεν θα γίνεται νεκρώσιμος ακολουθία και μνημόσυνο σε όσους επιλέγουν την αποτέφρωση.

"Η αποτέφρωση δεν έχει καμία σχέση με την ορθοδοξία και τον ελληνισμό. Οι Έλληνες δεν αποτεφρώναμε στην αρχαιότητα. Οι Έλληνες εκηδεύαμε. Εάν πάτε στον τύμβο του Μαραθώνος, θα βρείτε σκελετούς. Κάνουν ανασκαφές πολλές φορές εδώ στην Αθήνα και βρίσκουν από την αρχαιότητα σκελετούς. Πριν μερικά χρόνια, στην οδό Πατησίων, πάνω από 170 σκελετούς βρήκαν από την αρχαιότητα" τόνισε ο π. Μεταλληνός.
Και πρόσθεσε: "Πότε έκαιγαν ή κυρίως άφηναν άταφο το σώμα. Ή όταν είχαμε προδοσία ή μολυσματικές νόσους. Τότε καίγανε. Αλλά κυρίως στην προδοσία. Άρα όταν καίμε έναν άνθρωπο είναι σαν να λέμε ότι είναι προδότης και τον καίμε. Η κηδεία είναι το σώμα. Εμείς είμαστε ορθόδοξοι Έλληνες. Ανατολίτες και λοιπά, ας κάνουν ό,τι θέλουν. Είναι μια παράδοση και μετά θεολογία.
Θα σας πω ένα παράδειγμα. Εγώ είμαι Κερκυραίος. Στην Κέρκυρα υπάρχει ακέραιο και θαυματουργό το σώμα του Αγίου Σπυρίδωνος. Στην Κεφαλονιά, ο Άγιος Γεράσιμος. Αν κάψουμε, δεν θα ξέρουμε ποιος είναι Άγιος μετά, γιατί το λείψανο ευωδιάζει και μένει άφθαρτο. Είναι απόδειξη της ορθοδοξίας ότι ο Θεός κατοικεί μέσα στο λείψανο. Επομένως είναι πάρα πολλοί λόγοι που η ελληνορθόδοξη παράδοση και όλων των ορθοδόξων δεν καίει".
Και κατέληξε: "Το ίδιο ίσχυε και στον δυτικό χριστιανισμό. Τώρα μπήκαν μέσα η αθεΐα και όλα αυτά τα ζητήματα, τα οποία οδηγούν σε άλλες αποφάσεις. Ε, δεν θα ακολουθήσουμε και εμείς τον ίδιο δρόμο".

Π. Γεώργιος Μεταλληνός: Η τραγικότητα των αιρετικών

 


ΠΟΙΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΛΥΚΟΙ
Ἡ τραγικότητα τῶν αἱρετικῶν
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ
Στὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς αἱρετικοὺς στρέφει τὴν προσοχή µας τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσµα τῆς προσεχοῦς Κυριακῆς (Τίτ. 3, 8-15). Πολλὲς ἑρµηνεῖες ἔχει λάβει ὁ Ὅρος «αἱρετικὸς» ἀπὸ τοὺς ἑρµηνευτές, καὶ µάλιστα τοὺς νεωτέρους, στὸ χῶρο τῆς Κ. ∆ιαθήκης.
Ὑπάρχει ὅµως καὶ ἡ συγκεκριµένη σηµασία, ποὺ ἔλαβε ὁ Ὅρος στὴ γλώσσα τῶν Ἁγίων Πατέρων, στὴ γλώσσα τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας µας «αἱρετικὸς» σηµαίνει: διαστρεβλωτὴς τῆς πίστεως, τῆς ἀποκεκαλυµµένης Ἀληθείας, τοῦ θεόθεν δεδοµένου τρόπου σωτηρίας. Αἵρεση δέ, εἶναι ἀλλοτριωµένη ἐκδοχὴ τοῦ Προσώπου τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ποὺ δὲν µπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴ σωτηρία, στὴ θέωση, τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ λυτρώσει ἀπὸ τὸ κακὸ τὸν κόσµο. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐν Χαλκηδόνι ∆´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου (451), ποὺ τιµᾶ τὴν προσεχῆ Κυριακὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία σ᾽ ὅλο τὸν κόσµο, αὐτὴ τὴ σηµασία τοῦ ὅρου ἐπιβάλλουν νὰ κρατήσουµε καὶ µεῖς στὶς παρακάτω σκέψεις.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες, γνήσιοι θεολόγοι
Γιὰ νὰ κατανοήσουµε τὴν τραγικότητα, µέσα στὴν ὁποία ζοῦν καὶ κινοῦνται οἱ αἱρετικοί, πρέπει νὰ δοῦµε τὸ διαµετρικὰ ἀντίθετό τους µέγεθος, δηλαδὴ τοὺς ἁγίους Πατέρες, στὸ κύριο ἔργο τους, τὴν θεολογία. Βέβαια ὁ ἐγκλωβισµένος στὰ κοινωνιολογικὰ σχήµατα τῶν καιρῶν µας θὰ σπεύσει ἐδῶ νὰ διαµαρτυρηθεῖ, µὴ µπορώντας νὰ ἐννοήσει, ὅτι ὅλο τὸ ἔργο τῶν Πατέρων, σὲ κάθε ἐποχή, εἶναι θεολογία. Γιατί ἑνωµένοι µὲ τὸ Θεὸ ἀντιµετωπίζουν οἱ Πατέρες ὄχι µόνο τὰ προβλήµατα τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς ζωῆς. Θεὸ - Ἀλήθεια προσφέρουν, ἀντιµετωπίζοντας κρίσεις δογµατικές, ἀλλὰ Θεὸ - Ἀλήθεια προσφέρουν ποιµαίνοντας τὰ πνευµατικά τους τέκνα καὶ ὁδηγώντας τα στὸ πλαίσιο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ ἁγιοπνευµατικὴ κοινωνία.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες θεολογοῦν πάντα µὲ τὸν φωτισµὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Γίνονται πρῶτα δοχεῖα καὶ Ναοὶ τοῦ Πνεύµατος, µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πνευµατικό τους ἀγώνα, καὶ καταξιώνονται νὰ γίνουν Πνευµατοκίνητοι, Θεοκίνητα στόµατα τοῦ Λόγου καὶ χεῖρες τοῦ Πνεύµατος. Ἡ θεολογία τους εἶναι, ἔτσι, ἔκφραση τῶν µυστικῶν ἐµπειριῶν τους. Ἐκφράζουν αὐτό, ποὺ τὸ Πνεῦµα ἀποκαλύπτει µέσα τους, σκορπίζουν γύρω τὸ φῶς Του.Λέγουν αὐτό, ποὺ βλέπουν, στὴ φωτισµένη καὶ θεοφόρο καρδιά τους. ∆ὲν εἶναι, λοιπόν, οἱ στοχαστὲς καὶ φιλόσοφοι τοῦ κόσµου, οἱ διανοητὲς - ὅπως λέµε. Ὁ στοχασµός µας δὲν µπορεῖ ποτὲ νὰ γίνει Θεολογία. Μένει φιλοσοφία, µεταφυσική, ἀναζήτηση ἀνθρώπινη.

Χριστιανισμός και εξουσία

 


Χριστιανισμὸς καὶ ἐξουσία
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ
Ἡ στάση τῶν Τριῶν Μάγων ἔναντι τοῦ ἀσεβεστάτου Βασιλέως Ἡρώδου («δεινὸν παιδοκτόνον ἐγκατέλιπον παιζόµενον») θέτει τὸ πρόβληµα τῆς στάσεως τοῦ Χριστιανισµοῦ ὡς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὴν κάθε µορφὴ Ἐξουσίας.
1. Οἱ σχέσεις ἐξουσίας κάθε µορφῆς εἶναι πάντα κεντρικὸ πρόβληµα τῆς κοινωνίας, στὸ ὁποῖο ἐµπλέκεται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγµατα ὁ χῶρος τῆς Θρησκείας. Μολονότι ὁ Χριστιανισµὸς στὴν αὐθεντική του ἔκφραση δὲν εἶναι θρήσκευµα –ἁπλὴ δηλαδὴ Ἱστορικὴ πραγµάτωση τοῦ φαινοµένου τῆς θρησκείας, ἀλλὰ «ὁδὸς» (Πράξ. 9, 20), τρόπος δηλαδὴ ὑπάρξεως, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ «θέωση», ὅπως νοεῖται χριστιανικὰ ἡ σωτηρία, ἡ διαπλοκή του µὲ τὶς δοµὲς τοῦ κόσµου εἰσήγαγε στὴν ὀργάνωσή του καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἐξουσίας.
Στὴν Ἐκκλησία, ὡς Σῶµα Χριστοῦ, ἀναγνωρίζεται ὁ θεόσδοτος χαραχτήρας τῆς ἐξουσίας, «ἵνα µὴ ὁ κόσµος εἰς ἀκοσµίαν ἐµπέσῃ» (Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης, 5ος αἰ. Ε.Π. 78, 657), ἐλέγχεται ὅµως συχνὰ ἡ πτωτικὴ κατανόηση καὶ χρήση της. Γι᾽ αὐτὸ ὑπογραµµίζεται ἡ σχετικότητα καὶ ὁ πνευµατικός της χαραχτήρας γιὰ τὴν Ἐκκλησία (πρβλ. Α´ Κορ. 9, 12. Β´ Κορ. 10, 8. Β´ Θεσ. 3, 9 κ.ἄ.). Στὴν Κ.∆. φανερώνεται ἐξ ἄλλου ἡ δαιµονικότητα τῆς ἐξουσίας τοῦ κόσµου (πρβλ. τὸ διάλογο τοῦ Χριστοῦ µὲ τὸν Πιλάτο(Ἰωάν. 18, 28 ἑ.) καὶ προβάλλεται ὁ διακονικὸς καὶ ἀπελευθερωτικὸς χαρακτήρας τῆς «ἐξουσίας» τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 10, 1 καὶ παράλ., 28, 18 κ.ἄ.). Παράλληλα, γίνεται δεκτὸς ὁ πρωτογενὴς χαρακτήρας τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας (Ρωµ. 13), ὅµως διὰ τοῦ Χριστοῦ καθορίζεται καὶ ἡ στάση ἀπέναντί της µὲ τὸ γνωστὸ λόγιο «ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. 22, 21), ποὺ δείχνει τὴν ἱεράρχηση τῶν δύο ἐξουσιῶν καὶ τὴ διαφοροποίησή τους, ἀφοῦ, ἂν τὸ νόµιµο ἀνήκει στὸν καίσαρα, ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀνήκει ὁλόκληρος στὸ Θεό, ὡς νόµισµα ὄχι αὐτοκρατορικό, ἀλλὰ θεῖο. Ἡ ἀποστολικὴ πράξη –τέλος– ἐγκαινιάζει καὶ τὴ δυνατότητα ἀντιστάσεως (ἤ ἔστω ἀρνήσεως ὑποταγῆς) στὴ δαιµονοποιηµένη ἐξουσία («πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ µᾶλλον ἤ ἀνθρώποις», Πράξ. 5, 29).
2. Ἡ πατερικὴ ποιµαντικὴ ἀντιµετωπίζει τὸ πρόβληµα τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας, ἀλλ’ ὡς «ἰατρείου πνευµατικοῦ» –θεραπευτηρίου δηλαδὴ τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως– γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν θρησκευτικῶν σχέσεων καὶ τὴ µεταµόρφωση τοῦ ἀνθρώπου σὲ «ναὸ Θεοῦ», κάτι πού διακονεῖ ἡ Ποιµαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Μόνο πατερικὰ ἡ Ἐκκλησία διασῴζει τὸ σκοπό της, ποὺ εἶναι ἡ πρόσληψη σύνολης τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσµου γιὰ τὴ µεταµόρφωσή της σὲ εὐχαριστία καὶ κοινωνία. Ἡ Ἐκκλησία ὡς «σαγήνη» (Ματθ. 13, 47) ἤ «ἀγρὸς» (13, 20) προσλαµβάνει ὅλο τὸ φάσµα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς (θεσµούς, ὀργάνωση τῆς κοινωνίας, πολιτική, γιὰ νὰ τὰ «ἐκκλησιοποιήσει», νὰ τὰ νοηµατοδοτήσει ἐν Χριστῷ, ἐκκεντρίζοντάς τα στὸ κυριακὸ σῶµα. Αὐτὸ ἐκφράζει πανηγυρικὰ ὁ µεγάλος ἐκκλησιαστικὸς ποιητὴς Ρωµανὸς ὁ Μελῳδὸς (6ος αἰ.), µεταπλάθοντας τὸ «µαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» τοῦ Ματθαίου (18,19) σέ: «µαθητεύσατε ἔθνη καὶ βασιλέας», ποὺ σηµαίνει: «ἐκκλησιοποιήσατε» τὰ ἔθνη µὲ ὅλη τὴν πολιτειακὴ δοµή τους.

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός: Πολιτική υποτέλειας με ευρωπαϊκόν ένδυμα

 


Οἱ σύγχρονοι πολιτικοί διέψευσαν τά ὁράματα τῶν μεγάλων ἡγετῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ ΜΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΝ ΕΝ∆ΥΜΑ
Γράφει ὁ πρωτοπρ. π. Γεώργιος ∆. Μεταλληνός
Τό γένος µας ἐλευθερώθηκε µετά ἀπό δουλεία αἰώνων σέ βαρβάρους ὂχι µόνο τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά καί τῆς ∆ύσης, πού ἐργάζονταν καί αὐτοί γιά τόν πνευµατικό θάνατο τοῦ Ἑλληνισµοῦ µέ τήν ἀποσύνδεσή του ἀπό τήν Ὀρθοδοξία. ∆υναµογόνος πηγή τοῦ Ἐθνικοῦ µας ἀγώνα ὑπῆρξε ἡ ἂσβεστη συνείδηση ὃτι «εὒδαιµον τό ἐλεύθερον»1.
Ὁ Ἑλληνισµός δέν ἒπαυσε, καί στήν µακρόσυρτη περίοδο τῆς δουλείας, νά εἶναι φορέας καί συνεχιστής ἑνός παγκόσµιας ἐµβέλειας πολιτισµοῦ, πού δέν ἒσβησε οὒτε καί στήν πολυώνυµη δουλεία του: ἀραβοκρατία, φραγκοκρατία, ἑνετοκρατία, τουρκοκρατία καί ἀγγλοκρατία.
Ἡ πολιτιστική ταυτότητα τοῦ Ἒθνους µας εἶναι προϊόν τῆς συζεύξεως Ἑλληνικότητας καί Ὀρθοδοξίας, σέ µία ἓνωση θεανθρώπινη, στήν ὁποία θεῖο στοιχεῖο εἶναι ἡ ἒνσαρκη Ὀρθοδοξία - Ἰησοῦς Χριστός καί ἀνθρώπινο ὁ Ἑλληνισµός, ὡς ἱστορική σάρκα αὐτῆς τῆς «ἀσύγχυτης καί ἀδιαίρετης» ἓνωσης. Ἡ πραγµάτωσή της ὁδήγησε στήν ἐκ θεµελίων ἀναδόµηση καί µεταµόρφωση ἑνός πολιτισµοῦ, πού ὑπῆρξε ἡ κορύφωση τῆς ἀνθρωπίνης προόδου ἀπό τήν πτώση µέχρι τήν Σάρκωση. Ἀναζητώντας τήν καθολική Ἀλήθεια ἡ ἐλληνική θεοκεντρικότητα, ψηλαφοῦσε τήν θεία παρουσία στόν κόσµο, προσανατολίζοντας Χριστοκεντρικά τήν πορεία του πρός τό Ὃσιο, τό Ἀληθές, τό Ὡραῖο καί τό ∆ίκαιο, καί ἀνεπίγνωστα πρός τήν πηγή κάθε τελειότητας τόν Τρισυπόστατο Θεό. Ὁ Χριστιανισµός ὡς Ὀρθοδοξία, θά καταξιώσει καί ἐξαγιάσει τήν γνήσια «ζήτηση»2 τοῦ ἑλληνικοῦ κόσµου.
 
Ὁ Ἑλληνισµός «ὁλοκληρώθηκε µέσα στήν Ὀρθοδοξία» καί µέ τή νέα ταυτότητά του δοξάσθηκε καί µεγαλούργησε στήν κατοπινή του πορεία, ὡς «αἰώνια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως», κατά τόν ἀείµνηστο π. Γεώργιο Φλωρόβσκυ3 . Τήν αὐθεντική ἓνωση Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνικότητας σώζουν στούς αἰῶνες οἱ ἃγιοι Πατέρες, ὃπως οἱ Μεγάλοι Τρεῖς Ἱεράρχες. Μέσω αὐτῶν σφραγίσθηκε εὐεργετικά ἡ πορεία ὂχι µόνο τῆς ἑλληνικῆς, ἀλλά καί τῆς παγκόσµιας ἱστορίας, ἐφ’ ὃσον βέβαια ἡ πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων λειτουργεῖ ὡς αὐθεντική χριστιανικότητα καί ὂχι ὡς παραχάραξή της. Ὁ προσληφθείς ἀπό τήν Ὀρθοδοξία Ἑλληνισµός, µέ τά στοιχεῖα του ἐκεῖνα πού ἦταν συµβατά µέ τήν ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια ἀναγεννήθηκε, συνεχίζοντας τήν πορεία του στήν ἱστορία ὡς ἓνας νέος κόσµος, κινούµενος στό Φῶς τῆς ἂκτιστης θεϊκῆς Χάρης καί ἐνδυναµούµενος ἀπό τή διαρκῆ ζήτησή της.

π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός To "επί Γης ειρήνη" αποτελεί τον μόνιμο πόθο των ανθρώπων

 


Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός
Το «επί Γης ειρήνη» αποτελεί τον μόνιμο πόθο των ανθρώπων
Για να εξαπλωθεί και να επικρατήσει το πολυπόθητο αγαθό, προϋπόθεση είναι η ύπαρξη «καλής θελήσεως». Η προθυμία, δηλαδή, για την αποδοχή  του Χριστού ως Λυτρωτή και Σωτήρα
Aναγγέλλοντας τη Γέννηση του Χριστού οι Αγγελοι, τη συνδέουν με την ειρήνη, που είναι ο μόνιμος πόθος του ανθρώπου: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί Γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. 2, 14). «Ευδοκία» είναι η αγάπη του Θεού και ευλογία Του. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αρχαία λατινική απόδοση της τελευταίας φράσης είναι «Hominibus bonae voluntatis», δηλαδή «στους ανθρώπους καλής θελήσεως». Αυτό αποκαλύπτει ότι η εξάπλωση και η επικράτηση της πολυπόθητης ειρήνης προϋποθέτουν την ύπαρξη «καλής θελήσεως» στους ανθρώπους. Προθυμία, δηλαδή, για την αποδοχή του Χριστού ως Λυτρωτή και Σωτήρα, και ενσάρκωση της θεϊκής ειρήνης, κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «Αυτός (ο Χριστός) εστίν η ειρήνη ημών» (Εφεσ. 2, 14).
Οι πολιτικοί ηγέτες, και μάλιστα οι ισχυροί, που επαγγέλλονται την ειρήνη, εξαπλώνουν τον πόλεμο στη Γη μας διότι συνδέεται με το οικονομικό κέρδος και την επέκταση της «εξουσίας» τους. Ερχεται στη μνήμη μου μία παλαιά πολιτική γελοιογραφία του κορυφαίου του είδους Κ. Μητροπούλου: Ενας καλοθρεμμένος «κύριος», μάλλον πολιτικός, όπως προδίδει η ενδυμασία του, κρατά στο υψωμένο αριστερό του χέρι το περιστέρι της ειρήνης, ενώ με το δεξί του κρύβει πίσω από το σώμα του έναν πύραυλο. Περιστέρι και πύραυλος: τα σύμβολα δύο αντιθέτων μεταξύ τους και σαφώς αλληλοαναιρουμένων καταστάσεων, της ειρήνης και του πολέμου. Είναι η εικόνα του καπηλευτή της ειρήνης, που, ενώ φαίνεται ειρηνόφιλος και ειρηνευτής, στα κρυφά όχι μόνο «ετοιμάζει πόλεμο», αλλά προωθεί με κάθε αθέμιτο μέσο τα όπλα του ολέθρου. Δεν θα μπορούσε απλούστερα, σαφέστερα και ευγλωττότερα να παρασταθεί η περιπέτεια της ειρήνης, αλλά μαζί της και της κοινωνίας μας.

Μόνος κερδισμένος ο Πάπας από τους θεολογικούς διαλόγους

                                                                                   
Μόνος κερδισμένος ο Πάπας από τους θεολογικούς διαλόγους.
Του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Ομοτίμου Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών.
Η σημερινή Ρωμαϊκή Κατήχησις γράφει: «Ο Πάπας… είναι η αιώνια και ορατή αρχή και θεμέλιο της ενότητας…  Έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία…».
Οι σημερινοί Διάλογοι με τον Παπισμό συνεχίζουν τους άκαρπους και δυσμενείς για την Ορθοδοξία ενωτικούς Διαλόγους των Βυζαντινών προγόνων μας από τον 11ο μέχρι τον 15ο αιώνα.
Η τραγωδία της διαιρέσεως του χριστιανικού κόσμου και η οδυνηρή παράτασή της, ως και οι καταθλιπτικές πολιτικές εξελίξεις στο χώρο της Ανατολής, λειτούργησαν ως προϋποθέσεις μιας σειράς προσπαθειών για την αποκατάσταση της ενότητας. Η Δύση δεν είχε, άλλωστε, αντίρρηση στην ενωτική κίνηση των Ανατολικών, αφού η ένωση ήταν πάντα ευπρόσδεκτη στους Πάπες για την επέκταση της κοσμοκρατορίας τους και στην Ανατολή. Η πρωτοβουλία για τις ενωτικές αυτές προσπάθειες αναλαμβανόταν σχεδόν πάντοτε από την Ορθόδοξη Ανατολή υπό την πίεση της πορείας των πραγμάτων και γι’ αυτό η Ανατολή ήταν μόνιμα σε μειονεκτική θέση. Η συγκριτική θεώρηση των ενωτικών προσπαθειών του Βυζαντίου και των συγχρόνων διαλόγων οδηγεί στις ακόλουθες διαπιστώσεις:
α) Πολιτικοί οι στόχοι των διαλόγων και ενδοκοσμικά τα κίνητρα: Οι διάλογοι και τότε και σήμερα είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία από την γένεσή τους. Στους ουνιτίζοντες, παλαιούς και νέους, η αγάπη προς την πίστη, ως δυνατότητα σωτηρίας, είναι υποτονική, αν όχι ενίοτε και δυσδιάκριτη. Κινητήρια δύναμη σ’ αυτούς είναι η πολιτική στοχοθεσία της διασώσεως του κράτους και των συνδεομένων με αυτό υλικών συμφερόντων. Αυτό όμως είναι ευδιάκριτο και στις σημερινές σχέσεις. Η διάσωση τοπικών εκκλησιαστικών συμφερόντων και οι συνδεδεμένες με αυτά εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες η και οι επιβαλλόμενες από τη Νέα παγκόσμια Τάξη κατευθύνουν τα πράγματα. Τα σχέδια της «Νέας Τάξης» επιβάλλουν και την πορεία των Διαλόγων (διαχριστιανικών και διαθρησκειακών) προς την πραγμάτωση της «πανθρησκείας». Έτσι καθίσταται και η Ορθόδοξη Εκκλησία, στις τοπικές εκφάνσεις της, συνυπεύθυνη για την εξάπλωση και εδραίωση της Παγκοσμιοποίησης, που είναι πρώτα και κύρια ιδεολογική και πολιτική, και μετά οικονομική, ως επίτευξη του πλανητικού ανθρώπου και της πλανητικής κοινωνίας, του οράματος του New Age.
Οι Διάλογοι, συνεπώς, και τότε και σήμερα, διακονούν πολιτικές σκοπιμότητες και όχι την εν Χριστώ Παναλήθεια. Η ένωση γίνεται μέσο και όχι σκοπός. Το πρόβλημα όμως, και τότε και σήμερα, είναι διφυές: α) Η αφελής στήριξη της ελπίδας στον παπισμό και β) η για τον λόγο αυτό όχι μόνο σύμπραξη, αλλά και ταύτιση με την παπική πλάνη, όπως αποδεικνύει η χρησιμοποιούμενη για την Παλαιά Ρώμη εκκλησιαστική γλώσσα εκ μέρους της Ορθοδοξίας, που συνιστά, όπως επανειλημμένα έχει υποστηριχθεί, απόρριψη de facto της πατερικής εκκλησιολογίας. Η έντεχνα προβαλλόμενη πίστη και θεολογία απλώς συγκαλύπτουν τις αληθινές προθέσεις. Η ακολουθήσασα όμως την φλωρεντιανή σύνοδο δουλεία απέδειξε,ότι η διάσωση της ορθής πίστεως, ως αποστολικής και πατερικής Ορθοδοξίας, διασώζει και την συνέχεια της Εκκλησίας, ανεξαρτήτως των πολιτικών εξελίξεων.

Φιλοκαλική διάκριση Ορθοδοξίας και αιρέσεως

 


Φιλοκαλική διάκριση Ορθοδοξίας και αιρέσεως
 
π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
 
Εκ του βιβλίου
Η ΟΔΟΣ
κείμενα εισαγωγικά στην Ορθοδοξία
(κάντε κλικ πάνω στην φωτογραφία για να το δείτε)
Εἶναι γνωστό, ὅτι εἶναι ἀδύνατος ἕνας ἀκριβὴς ὁρισμὸς τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς Ἐκκλησίας, διότι ἡ Ὀρθοδοξία-Ἐκκλησία εἶναι Θεανθρώπινο μέγεθος καί, ὅσον ἀφορᾶ στὸ θεῖο στοιχεῖο της, ὑπέρκειται κάθε διανοητικῆς-λογικῆς σύλληψης. Ἂν θὰ θέλαμε, λοιπόν, κατὰ προσέγγιση, νὰ ὁρίσουμε τὴν Ὀρθοδοξία, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε τὸ ἑξῆς: Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Ἀκτίστου στὸν κόσμο καὶ τὴν ἱστορία, καὶ ἡ δυνατότητα τοῦ κτίσματος νὰ ἁγιασθεῖ καὶ νὰ θεωθεῖ. Ἕνας (χριστιανικὸς) Deismus (Deus Creator, sed non Gubernator) εἶναι ὀρθόδοξα καθαρὴ πλάνη. Τὸ Ἄχρονο καὶ Ὑπέρχρονο εἶναι συνεχῶς μέσα στὸν κόσμο καὶ τὸ χρόνο, γιὰ νὰ ἁγιάζει τὸν χρόνο καὶ νὰ τὸν μεταμορφώνει σὲ χρόνο τῆς θείας βασιλείας, σὲ αἰωνιότητα (πρβλ. τὸν λόγο τοῦ ἀπ. Παύλου: «Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν»· Α’Κορ. 15, 53).
 
α) Η Πίστη
 
Ἡ Ὀρθοδοξία νοεῖται πάντα σὲ στενὸ σύνδεσμο μὲ τὴν πίστη. Μιλοῦμε, ἔτσι, γιὰ «ὀρθὴ καὶ ἀληθινὴ πίστη», διακρίνοντάς την ἀπὸ τὴν «νόθα πίστη», δηλαδὴ τὴν «ψευδῆ πίστη». Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀληθινὴ δόξα καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ αἵρεση εἶναι κατασκευασμένη δόξα, «νοσηρὴ» δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ὀρθοδοξία καὶ αἵρεση συναντῶνται ἔτσι στὸ χῶρο τῆς Πίστεως, καὶ εἶναι ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ διαφοροποιοῦνται. Τί εἶναι, λοιπόν, ἡ πίστη καὶ πῶς νοεῖται στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σώματος Χριστοῦ;
 
Πίστη σημαίνει κατ’ ἀρχὴν στὴ γλώσσα τῆς θεολογίας τὴν θεία ἀποκάλυψη, τὸ ἀποκαλυπτόμενο ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο, τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκεκαλυμμένης θείας ἀλήθειας (Fides quae creditur). Ἡ Θεία Ἀποκάλυψη ὅμως δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀφηρημένο, δηλαδὴ ἕνα σύνολο νοησιαρχικῶν ἀληθειῶν, ἰδεῶν καὶ βασικῶν θέσεων, τὶς ὁποῖες καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ δεχθεῖ, γιὰ νὰ σωθεῖ. Αὐτὸ εἶναι ἡ σχολαστικὴ ἐκδοχὴ τῆς πίστεως, ποὺ ἔχει περάσει καὶ στὶς Δογματικές μας. Ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Πρόσωπο· εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἔνσαρκη Παν-ἀλήθεια. Εἶναι τὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄγνωστος καὶ ἀπρόσιτος Θεὸς ἔγινε (καὶ γίνεται συνεχῶς) γνωστὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας ἐν Χριστῷ. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται, δηλαδὴ αὐτοφανερώνεται «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» (Ἑβρ. 1, 1), κορυφώνοντας τὴν αὐτοφανέρωσή του «ἐν Υἱῷ», μὲ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ Του, ποὺ ὑπῆρξε ἡ προϋπόθεση τῆς Πεντηκοστῆς, γιὰ τὴν ὁποία κατὰ τοὺς Ἁγίους μας «συνέστηκεν» ἡ κτίση (δημιουργία). Ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ ὑψίστη ἁγιοπνευματικὴ ἀποκάλυψη (τοῦ Θεοῦ) καὶ ἐμπειρία (τοῦ ἀνθρώπου) στὴν ἱστορία.
 
Ὁ Χριστός, ὡς Θεάνθρωπος, εἶναι, κατὰ κάποιο τρόπο, ἡ «ἀντικειμενικὴ» πίστη, ποὺ προσφέρεται στοὺς ἀνθρώπους «ἄνωθεν», ὥστε νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεὸ ἐν αὐτῷ (πρβλ. Ἰω. 14, 9: «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν Πατέρα»). Αὐτὸς εἶναι ἡ «ὑποστατικὴ» (προσωπικὴ) πίστη μας κατὰ τὸν ἅγ. Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή. Γινόμεθα «πιστοί», μετέχοντας σ’ αὐτὴν τὴν προσωπικὴ καὶ ἒνσαρκη Πίστη (τὸν Χριστόν). Μόνο στὸν Χριστὸ ὑπάρχει δυνατότητα γνώσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ θεμελιώνει τὴν μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας (Πράξ. 4, 12).
 
Στὴν ἀποκεκαλυμμένη Πίστη, ποὺ «πιστεύεται» (πιστώνεται) στὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴ σωτηρία του, ἀνταποκρίνεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ δική του (ὑποκειμενικὴ) πίστη (Fides qua creditur). Ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαία, γιὰ νὰ λειτουργήσει ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ σωτηρία. Τὴ σημασία της τονίζει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται» (Μάρκ. 16, 16). Ἡ «ἀντικειμενικὴ» πίστη εἶναι ἀνάγκη νὰ μεταβληθεῖ σὲ «ὑποκειμενικὴ» πίστη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ σωτηρία. Καὶ αὐτὸ συντελεῖται μὲ τὴν «ἐνοίκηση» (Ρωμ. 8, 9: «Εἰ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν») τῆς «ἀντικειμενικῆς» Πίστης, τοῦ Ἀκτίστου δηλαδὴ μέσα στὸ κτιστό, τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ γίνει «πιστός», δεχόμενος τὴν ἐν Χριστῷ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια ὡς ζωὴ ἐν Χριστῷ καὶ νὰ βιώσει αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ γίνει καὶ αὐτὸς «ἀληθινός», ὅπως ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ ἀληθινός» (Α’ Ἰω. 5, 20). Ἡ ἀληθοποίηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ σωτηρία του καὶ προϋποθέτει τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεό.
 
Ὀρθόδοξη εἶναι ἡ πίστη ποὺ λειτουργεῖ σωτηριολογικά. Καὶ εἶναι ἀκριβῶς σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ποὺ διαφοροποιεῖται ἡ αἵρεση ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ αἵρεση εἶναι ἡ νόθευση τῆς πίστεως καὶ ταυτόχρονα ἡ ἀναίρεσή της, διότι νοθεύει τὴν πίστη σὲ δύο κατευθύνσεις. Ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ «πιστευόμενο» (τὸν Χριστὸ) καὶ ἀφ’ ἑτέρου σὲ σχέση μὲ τὸν τρόπο ἀποδοχῆς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς στὴν αἵρεση τεμαχίζεται καὶ γίνεται δεκτός, ὄχι ὁλόκληρος, ἀλλὰ ἀποσπασματικὰ ἀπὸ ἕνα τεμαχισμένο -ὄχι ὁλόκληρο- ἄνθρωπο, ἀφοῦ προσεγγίζεται μόνο μὲ τὴν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὰ χείλη του, ἐνῶ ἡ «καρδία» καὶ ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου «πόρρω ἀπέχει» ἀπὸ τὸν Θεό (Ματθ. 15, 8). Ἡ αἵρεση (κάθε αἵρεση) δὲν εἶναι μόνο ψευδὴς διδασκαλία, ἀλλὰ κυριολεκτικὰ Μὴ-Ὀρθοδοξία καὶ Μὴ-Χριστιανισμός. Μιλώντας μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀπεμπλεκόμαστε ἀπὸ τὶς παλαιότερες ὁμολογιακὲς ἔριδες καὶ τὴ σχολαστικὴ γλώσσα τους. Σὲ τελευταία ἀνάλυση αὐτὸ ποὺ πρώτιστα ἐνδιαφέρει, δὲν εἶναι κατὰ πόσο μιὰ διδασκαλία εἶναι ψευδής, ἀλλὰ ἂν μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὸν ἄνθρωπο -ὅπως δίδασκε ὁ π. Ρωμανίδης-, ἂν μπορεῖ νὰ τὸν σώσει.
 
Στὴ διαδικασία, συνεπῶς, τοῦ γεγονότος τῆς πίστεως μπορεῖ νὰ λεχθεῖ τὸ ἑξῆς συμπερασματικά: Ἡ πίστη ἀρχίζει ὡς μία λογικὴ-διανοητικὴ διαδικασία, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐξωτερικῆς καταφάσεως τοῦ ἀνθρώπου, καὶ συνεχίζεται ὡς ἀποδοχὴ τῆς προσφορᾶς τοῦ Θεοῦ καὶ πιστότητα σ’ Αὐτόν, ὁλοκληρώνεται ὅμως μὲ τὴν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὲς εἶναι οἱ βασικὲς σημασίες, ποὺ ἔχει γλωσσικὰ ὁ ὅρος «πίστη» στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, τὴ γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου: ἐμπιστοσύνη - πιστότητα - βεβαιότητα (trust – faithfulness - certainty). Θὰ προσπαθήσουμε στὴ συνέχεια, μέσα ἀπὸ τὴν φιλοκαλικὴ (ἀσκητικὴ-νηπτικὴ) παράδοσή μας νὰ ἀποσαφηνίσουμε αὐτὲς τὶς ἔννοιες, γιὰ νὰ κατανοήσουμε κατὰ τὸ δυνατὸν τὴ λειτουργία τῆς πίστεως ὡς παράγοντα σωτηρίας. 
β) Ἡ «πρώτη» πίστη - ἡ «ἁπλὴ» πίστη - ἢ ἡ «πίστις ἐξ ἀκοῆς»
 
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ αἰώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, διδάσκει τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων, ἀποκαλύπτοντας μὲ τὴ διδασκαλία του τὴν ὁδὸ σωτηρίας. Αὐτὸ γίνεται ἤδη στὴν Π. Διαθήκη μὲ τὰ «στόματά» Του, τους Προφῆτες. Ἔγινε ὅμως καὶ μετὰ τὴ σάρκωσή Του μὲ τὸ δικό Του πανάγιο στόμα καὶ συνεχίζεται ἱστορικὰ μὲ τοὺς Ἀποστόλους Του καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ Μητέρες, «ἕως συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20).
 
Ἡ στάση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀπάντηση/ἀνταπόκρισή του στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ, στὴν χειρότερη περίπτωση εἶναι ἡ ἄρνηση-ἀπόρριψη τῆς προσφορᾶς τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν καλύτερη ἡ ἐμπιστοσύνη σ’ Αὐτόν. Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἐνεργεῖ στὴν ἱστορία ὡς «Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» (Θ. Λειτουργία), θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι αὐτὸ ἰσχύει στὴν περίπτωση κάθε Ἰατροῦ: ἢ τὸν ἐμπιστεύεται κάποιος καὶ ἀκολουθεῖ τὶς ὑποδείξεις του καὶ θεραπεύεται ἢ τὸν ἀθετεῖ καὶ πεθαίνει. Αὐτὴ ἡ πρώτη «πίστη», ὡς ἐμπιστοσύνη, εἶναι ἡ πίστη ποὺ προέρχεται «ἐξ ἀκοῆς» τοῦ κηρύγματος καὶ εἶναι ἀναγκαία ὡς προϋπόθεση τῆς Θεογνωσίας (πρβλ. Ρωμ. 10, 17: «ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ρήματος Θεοῦ»).
 
Ἡ πρώτη αὐτὴ πίστη τοῦ ἀνθρώπου συνδέεται μὲ τὴ φυσικὴ γνώση του, ποὺ ἔχει ὡς ὄργανο τὴ διάνοια/λογική. Ὑπάρχουν δύο εἴδη πίστεως, ἀλλὰ καὶ δύο εἴδη γνώσεως, συγχρόνως δὲ δύο ὄργανα ἕνα γιὰ κάθε γνώση, γιὰ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ δηλαδὴ καὶ τὴ γνώση τοῦ κόσμου. Αὐτὸ δηλώνει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, μεγάλος ἀσκητὴς τῆς Ἐκκλησίας: «Ἄλλη εἶναι ἡ γνώση, ποὺ προϋποθέτει τὴν πίστη, καὶ ἄλλη ἐκείνη, ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν πίστη. Ἡ πρώτη εἶναι φυσικὴ γνώση, ἐνῶ ἡ ἄλλη πνευματικὴ γνώση». Μὲ τὴ φυσικὴ-λογικὴ γνώση -μολονότι εἶναι καὶ αὐτὴ δῶρο τοῦ Θεοῦ- μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό. Πῶς ὅμως ἡ φυσικὴ γνώση μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Πίστη; Στρέφει, ὅπως λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος, μέσῳ τῆς κτίσεως τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό (Ρωμ. 1, 20). Ὁ θεῖος δρόμος ὅμως εἶναι ἐκεῖνος τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν θαυμάτων, τῶν «θείων σημείων». Ἡ διδασκαλία καὶ τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ προσανατολίζουν τὴ φυσικὴ γνώση τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ προκληθεῖ ἡ «πρώτη» πίστη. Ὅταν λ.χ. ὁ Χριστὸς ἔθρεψε τοὺς «πεντακισχιλίους» στὴν ἔρημο, οἱ ἄνθρωποι, βλέποντας τὸ θαῦμα ποὺ ἔκαμε ὁ Χριστὸς, ἔλεγαν: «Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 6, 14). Σ’ ἄλλο σημεῖο παρατηρεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Πολλὰ οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ. Ταῦτα δὲ γέγραπται, ἵνα πιστεύσητε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἰω. 20, 30-31). Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔλεγε στοὺς Ἰουδαίους «κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε, τοῖς ἔργοις πιστεύετε, ἵνα γνῶτε καὶ γινώσκητε, ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ Πατὴρ κἀγὼ ἐν τῷ Πατρί» (Ἰω. 10, 38). Καί: «Εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε· τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου, ταῦτα μαρτυρεῖ, περὶ ἐμοῦ» (Ἰω. 10, 25).
Τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ συνεχίζονται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Του σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ἱστορίας καὶ προκαλοῦν τὴν πίστη τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο οἱ «σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν» (Πράξ. 7, 51), οἱ Φαρισαῖοι κάθε ἐποχῆς, ἀπορρίπτουν τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ στὴ σωτηρία. Ἡ σκλήρυνση καὶ πώρωση τῆς καρδιᾶς εἶναι πνευματικὸς θάνατος τοῦ ἀνθρώπου. Σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ ἄνθρωπος καθίσταται ἀνίκανος νὰ δεχθεῖ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ «ἁπλὴ» πίστη, ὡς λογικὴ ἀποδοχὴ τῆς θείας ἀλήθειας, δὲν ἀρκεῖ βέβαια γιὰ τὴ σωτηρία. Μία παρόμοια πίστη διαθέτουν καὶ ὁ διάβολος καὶ τὰ δαιμόνια. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰάκωβο τὸν ἀδελφόθεο: «Τί τὸ ὄφελος, ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν; (ἐννοεῖ τὴν «πρώτη» πίστη, ἂν σταματήσει ἐκεῖ)· Καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσι καὶ φρίσσουσιν» (Ἰακ. 2, 14-19). Ἡ πρώτη πίστη συμβάλλει στὴ σωτηρία, ὅταν κατὰ τὸν ἴδιο Ἀπόστολο, ἔχει «ἔργα». Τὰ ἔργα τῆς πίστεως εἶναι ἡ ἔμπρακτη συνέπεια τοῦ πιστεύοντος στὸν Χριστὸ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ἡ ἐμπιστοσύνη του καὶ ὑπακοὴ του στὸν Χριστό, ἡ ἀναγνώρισή Του ὡς Σωτήρα.
Ποιά εἶναι ὅμως τὰ ἔργα, ποὺ γεννᾶ ἡ πρώτη πίστη; Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Θεολόγος (ι’-ια’ αἰ.) μιλᾶ γιὰ τὶς «ἀρετές», ποὺ γεννᾶ ἡ πρώτη πίστη: «Ἡ πίστη στὸν Θεὸ γεννᾶ τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὰ καλὰ πράγματα καὶ τὸν φόβο γιὰ τὴν καταδίκη. Ἡ ἐπιθυμία γιὰ τὰ καλὰ καὶ ὁ φόβος τῆς καταδίκης ὁδηγοῦν στὴν ἀκριβὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, πάλι,  ἀποκαλύπτει τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Ἡ συνειδητοποίηση τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν γεννᾶ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ φθάνει στὸ σημεῖο, νὰ ἔχει σύνοικό του αὐτὴ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, θὰ σπεύσει νὰ γνωρίσει, ποιὰ θὰ εἶναι ἡ κατάστασή του μετὰ τὸ θάνατο. Ὅποιος ὅμως ἐνδιαφέρεται νὰ μάθει κάτι γιὰ ὅσα συμβαίνουν μετὰ θάνατον, μένει μακριὰ ἀπὸ τὶς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς. Διότι καὶ μὲ μιὰ μόνη ἀπὸ αὐτὲς ἂν εἶναι κανεὶς δεμένος, δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὴν πλήρη γνώση». Οἱ ἀρετές, ποὺ γεννῶνται ἀπὸ τὴν πρώτη πίστη, βρίσκονται σὲ σχέση ἀλληλοεξαρτήσεως μεταξύ τους, διότι ἡ μία παράγει τὴν ἄλλη. Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή: «Ὅποιος σκέπτεται τὸν Κύριο, φοβεῖται τὴν κόλαση. Φοβούμενος τὴν κόλαση κρατεῖ τὸν ἑαυτό του μακριὰ ἀπὸ τὰ πάθη. Ὅποιος κρατᾶ τὸν ἑαυτό του μακριὰ ἀπὸ τὰ πάθη ὑπομένει τὶς θλίψεις τῆς ζωῆς. Ὑπομένοντας τὶς θλίψεις, ἀποκτᾶ τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό. Ὁ ἔχων ἐλπίδα στὸν Θεό, ἀποσπᾶ τὸν νοῦ του ἀπὸ κάθε τὶ τὸ γήινο, δηλαδὴ ἀποκτᾶ τὴν ἀπάθεια. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποσπᾶ τὸν νοῦ του ἀπὸ κάθε τὶ γήινο, ἀποκτᾶ τὴν θεία ἀγάπη».
Πρέπει ἐδῶ νὰ λεχθεῖ, ὅτι ἡ σύγχυση ποὺ προέκυψε στὴ Δύση γιὰ τὴ σχέση πίστεως καὶ ἔργων, εἶναι στὴν πατερικὴ παράδοση ἀνύπαρκτη. Ὁ Ἰάκωβος μιλεῖ γιὰ τὴν πρώτη πίστη, ποὺ πρέπει νὰ συμπληρωθεῖ ἀπὸ τὰ ἔργα σωτηρίας. Ὁ Παῦλος ὅμως μιλεῖ κυρίως γιὰ τὴν δευτέρα πίστη, γιὰ τὴν ὁποία θὰ μιλήσουμε στὴ συνέχεια. Αὐτὴ ἡ πίστη εἶναι ὁ καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδία.  Ἂς γυρίσουμε ὅμως στὴν πρώτη πίστη.
Τὰ ἔργα τῆς πρώτης πίστεως ἔχουν θεραπευτικὸ χαρακτήρα καὶ λειτουργοῦν ὡς πνευματικὰ φάρμακα γιὰ τὴ θεραπεία/ἀποκατάσταση τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως στὴν κοινωνία της μὲ τὸν Θεό. Τὰ «ἔργα τοῦ νόμου» -αὐτὸ εἶναι οὐσιαστικὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου στὴν πρὸς Ρωμαίους- δὲν μποροῦν ἀπὸ μόνα τους νὰ τύχουν ἀξιομισθίας (ἀμοιβῆς: Λουκ. 17, 10) ἢ νὰ σώσουν τὸν ἄνθρωπο. Οἱ Φαρισαῖοι λ.χ. εἶχαν νὰ ἐπιδείξουν ἔργα τοῦ νόμου, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ σωθοῦν, διότι δὲν εἶχαν «καθαρὰν καρδίαν». Ἡ κάθαρση τῆς καρδίας εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς θεογνωσίας. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5, 8). Τὸ κριτήριο γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῆς πρώτης πίστεως εἶναι, λοιπόν, ὅτι ὁδηγεῖ στὴν κάθαρση τῆς καρδίας. Γι’ αὐτὸ ἡ πίστη ὑπόκειται σὲ ἔλεγχο, ὅπως ἀκριβῶς καὶ μία θεραπευτικὴ ἰατρικὴ μέθοδος, ποὺ ἀποδεικνύεται ὀρθή, ὅταν ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴ θεραπεία. Καὶ ἐδῶ, πάλι, φαίνεται ἡ διαφορὰ Ὀρθοδοξίας καὶ Μὴ- Ὀρθοδοξίας. Ἡ Μὴ- Ὀρθοδοξία (αἵρεση) δὲν ὁδηγεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει, στὴ θεραπεία, διότι δὲν διαθέτει τὰ «φάρμακα» τῆς σωτηρίας. Αὐτὰ εἶναι ἡ ὀρθὴ διδασκαλία τῆς Γραφῆς καὶ τὰ δόγματα (ἀποφάσεις) τῶν Οἰκουμ. Συνόδων, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν καταγραφὴ τῶν ἐμπειριῶν τῶν Ἁγίων στὸ ζήτημα τῆς σωτηρίας. Τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας προσφέρουν τὴν σώζουσα πίστη καὶ καθορίζουν τὰ ὅρια τῆς πορείας τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν σωτηρία. Γι’ αὐτὸ οἱ Ἅγιοι ὅλων τῶν αἰώνων ἀγωνίζονται ἕως θανάτου γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς καθαρότητος τῶν δογμάτων, ὅπως οἱ γνήσιοι Ἰατροὶ ἀγωνίζονται γιὰ τὴ διάσωση μιᾶς θεραπευτικῆς μεθόδου. Νόθα δόγματα δὲν σώζουν· καὶ ἐδῶ φαίνεται, πάλι, ἡ τραγωδία τῶν αἱρέσεων. Τὰ δόγματά τους εἶναι φάρμακα νοθευμένα καὶ θανατηφόρα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ αἰώνια καταστροφή. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ οἱ Ἅγιοι φοβοῦνται ὄχι τόσο τὴν ἁμαρτία, ὅσο τὴν αἵρεση.
Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ μιὰ ἱστορικὴ πρακτική, ποὺ συχνὰ παρερμηνεύεται. Ἡ αἵρεση, ὅπως ἔχει ὑποστηρίξει ὁ π. Ἰ. Ρωμανίδης, ἐθεωρεῖτο ἀπὸ τὴν Χριστιανικὴ Πολιτεία νόθο φάρμακο, ἀφοῦ περιέχει δηλητηριώδη διδασκαλία. Γι’ αὐτὸ ἐκαίοντο συχνὰ -καταστρέφονταν δηλαδὴ- τὰ βιβλία τῶν αἱρετικῶν (ὄχι ὅμως καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Αἱρετικοὶ) στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή…, ὅπως κάθε εὐνομούμενη Πολιτεία πρέπει νὰ καταστρέφει τὰ φάρμακα, ποὺ θανατώνουν τοὺς πολίτες καὶ νὰ ἐμποδίζει τὴ δράση τῶν ψευδοϊατρῶν. Στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν τίθεται θέμα ἐλευθέρας διακινήσεως τῶν ἰδεῶν, διότι ἀπειλεῖται ἡ αἰώνια «ὑγεία» τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτὲς εἶναι οἱ προϋποθέσεις, μὲ τὶς ὁποῖες ἕως σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἀγωνίζεται νὰ προφυλάξει τὸ ποίμνιό της ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς ὁμάδες Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ποὺ ἀσκοῦν -ἰδιαίτερα στὴν Πατρίδα μας- ἀνοικτὸ καὶ προκλητικὸ προσηλυτισμό. Γι’ αὐτὸ χρειαζόμεθα τὴν προσευχὴ καὶ συνεργασία ὅλων.
γ) Τελεία πίστις – ἐνδιάθετος (ἐσωτερικὴ) πίστις.
Ἡ πρώτη πίστη δὲν σώζει μέν, ἀλλὰ ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὴ σωτηρία, ποὺ δηλώνεται μόνο μὲ τὴν τελεία καὶ ἐνδιάθετη πίστη. Αὐτὸ κηρύσσεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας, ὅπως ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος (δ’ αἰ.): «Ἐκεῖνος, ποὺ προσπαθεῖ νὰ πιστεύσει καὶ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Κύριο, πρέπει νὰ ἐπιδιώξει νὰ λάβει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ ἦλθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ χορηγήσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ψυχή… Ἂν κανεὶς ὅμως δὲν ἀναζητήσει ἐδῶ, ἀπὸ τώρα, τὴ ζωή, ποὺ εἶναι τὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸ διατηρήσει μέσα στὴν ψυχή του, ὅταν πεθάνει, τὸν περιμένει ὁ τόπος τοῦ σκότους, στὰ ἀριστερὰ τοῦ Κυρίου».
Αὐτὴ ἡ πίστη ὀνομάζεται «μεγάλη», «τελεία», «ἐνδιάθετος», «ἐκ θεωρίας». Εἶναι ἡ πίστη ποὺ συνδέεται μὲ τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας, διότι συνιστᾶ τὴν βεβαιότητα τῆς σωτηρίας μέσα στὸν ἄνθρωπο. Ἡ «πρώτη» πίστη εἶναι περισσότερο ἀνθρώπινο ἐπίτευγμα, πάντοτε βέβαια μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ τελεία πίστη εἶναι καρπὸς καὶ δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσει κανείς, πρέπει νὰ λάβει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ ἡ πρόσληψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ Χριστιανοῦ (πρβλ. «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον», Ἰωάν. 20, 22). Ἡ προσευχὴ τοῦ ὀρθοδόξου πιστοῦ εἶναι: «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας… ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν…». Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ὡς ἄσκηση, ὀνομάζεται «πνευματικὸς ἀγώνας» διότι ἀκριβῶς ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ καταστεῖ ὁ ἄνθρωπος δεκτικὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πατερικὲς ἀναφορὲς στὴ διπλὴ πίστη:
Ἰω. Δαμασκηνός (PG. 94, 1125C - 1128A). «Ἡ πίστις διπλῆ ἐστιν. Ἔστι γὰρ πίστις ἐξ ἀκοῆς· ἀκούσαντες γὰρ τῶν θείων γραφῶν, πιστεύομεν τῇ διδασκαλίᾳ… Ἔστι δὲ πάλιν πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις… Ἡ μὲν οὖν πρώτη, τῆς ἡμετέρας γνώμης ἐστί, ἡ δὲ δευτέρα τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος».
Ἀναστάσιος Σιναΐτης (PG. 89, 76 CD). «Διττῶς δὲ νοεῖται ἡ πίστις ἡ ὀρθή. Ἔστι γὰρ πίστις ἐξ ἀκοῆς τοῦ κηρύγματος καὶ ἐστι βεβαιοτέρα πίστις ἡ τῶν ἐλπιζομένων ἀγαθῶν ὑπόστασις. Καὶ τὴν μὲν ἐξ ἀκοῆς πάντες ἄνθρωποι ἔχειν δύνανται. Τὴν δὲ δευτέραν μόνοι οἱ δίκαιοι (=ἅγιοι) κέκτηνται».
Ζωντανὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει τὸ Πνεῦμα ἔνοικο μέσα του, «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις ἐντυγχάνον» στὴν καρδιὰ του (Ρωμ. 8, 26). Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι «πιστός», «ναὸς Θεοῦ» (Α’ Κορ. 3, 16). Πνευματικὸς ἄνθρωπος στὴ γλώσσα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ὁ φορέας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ εἶναι αὐτός, ποὺ ἀνήκει πραγματικὰ στὸν Χριστό, ὡς γνήσιο μέλος του σώματός Του. Τὴν παύλεια διάκριση: πνευματικὸς-ψυχικὸς-σαρκικὸς ἄνθρωπος διακρατοῦν καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες, μιλώντας γιὰ ἄνθρωπο «κατὰ φύσιν», «ὑπὲρ φύσιν» καὶ «παρὰ φύσιν». Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ ἀσκητὴς ὑπογραμμίζει αὐτὴ τὴ διαίρεση μὲ τὰ λόγια: Ὅταν ὁ νοῦς βρίσκεται σὲ κατάσταση «παρὰ φύσιν», ὁ ἄνθρωπος λησμονεῖ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ συγκρούεται μὲ τοὺς συνανθρώπους, διότι τὸν ἀδικοῦν (σαρκικὸς ἄνθρωπος). Ὅταν ὅμως ὁ νοῦς βρίσκεται σὲ κατάσταση «φυσική» (κατὰ φύσιν), τότε ἀνακαλύπτει ὁ ἄνθρωπος, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ἡ αἰτία τῶν κακῶν λογισμῶν. Ὁμολογεῖ στὸν Θεὸ τὶς ἁμαρτίες του καὶ γνωρίζει πολὺ  καλὰ τὴν αἰτία τῶν παθῶν του (φυσικὸς ἄνθρωπος). Ὅταν ὁ νοῦς ὅμως φθάσει στὴν κατάσταση «ὑπὲρ φύσιν», λαμβάνει τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ γνωρίζει, ὅτι, ὅταν ἀρχίσει νὰ προτιμᾶ τὴν φροντίδα τῶν σωματικῶν, δὲν μπορεῖ νὰ κρατήσει τὸ Πνεῦμα (πνευματικὸς ἄνθρωπος).
Ἡ ἐνδιάθετη πίστη κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμὰ εἶναι ἡ καλύτερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἀποδείξεις γιὰ τὸν Θεό. «Ἡ πίστη -λέγει- εἶναι ἡ καλύτερη ἀπὸ κάθε ἀπόδειξη καὶ ἀναπόδεικτη ἀπόδειξη μιᾶς ἁγίας ἀποδείξεως», διότι εἶναι ἐμπειρία, ἐσωτερικὴ βεβαιότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀναπτύχθηκαν στὴν Ὀρθοδοξία οἱ λογικὲς ἀποδείξεις τοῦ Θεοῦ, διότι δὲν κρίθηκαν ποτὲ ἀναγκαῖες. Ἡ θέα τοῦ Θεοῦ (θεοπτία) εἶναι ἡ ἄμεση καὶ ἀνυπέρβλητη ἀπόδειξη γιὰ τὴ θεία ὕπαρξη καὶ παρουσία.
Ἡ τελεία πίστη ἀναφέρεται συχνὰ στὴν Κ. Δ. ἀλλὰ χρειάζεται γνώση τοῦ γλωσσικοῦ κώδικα τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιὰ τὴν κατανόησή της. Μερικὰ παραδείγματα:
Ἰω. 3, 16: «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν, μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» («αἰώνιος ζωή» = ἡ χάρη, θεία ἐνέργεια. «Ὁ πιστεύων» = ὁ ἔχων ἔνοικον τὴ χάρη).
Ἰω. 3, 18: «Ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν οὐ κρίνεται».
Ἰω. 11, 6: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται».
Ἰω. 14, 12: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ (τὰ θαύματα) κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει» (πρβλ. τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων, ἤδη στὴν Κ. Διαθήκη).
Μὲ τὴν τελεία πίστη σχετίζεται καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἀπ. Παύλου στὴν πρὸς Ἑβραίους (11, 1): «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Τὸ «ἐλπιζόμενον» εἶναι ἡ ἄκτιστη χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Προσδοκῶμεν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τὴ Χάρη Του. Τὸ «μὴ βλεπόμενο», πάλι, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἄκτιστη χάρη. Ἡ ἐνδιάθετη πίστη γίνεται ἔλεγχος, δηλαδὴ διαπιστωτικὸς παράγων, ἐκείνου ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ σωματικὰ μάτια. Μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φθάνει ὁ ἄνθρωπος στὴ «θεωρία», στὴ θέα δηλαδὴ τῆς θείας μεγαλειότητος (βασιλείας). Αὐτὸ δηλώνει καὶ ὁ ἄλλος λόγος τοῦ Ἀποστόλου: «ἐὰν… πιστεύσῃς εἰς τὴν καρδίαν σου… σωθήσῃ» (Ρωμ. 10, 9). Δὲν πρόκειται, ἔτσι, γιὰ λογικὴ πίστη, ἀλλὰ καρδιακή, ποὺ εἶναι δυνατὴ μόνο μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἀκτίστου μέσα στὴν καρδιά. Σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο πρέπει νὰ κατανοηθεῖ καὶ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ (Λουκ. 18, 8): «Πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἄρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς»;
Θὰ μποροῦσε ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος νὰ ἐρωτήσει γιὰ τὸν τρόπο λειτουργίας τῆς ἐνδιάθετης πίστεως. Θὰ ἀπαντήσουμε μὲ μιὰ καινοδιαθηκικὴ περίπτωση (Πράξ. 3, 1-8): «Πέτρος καὶ Ἰωάννης ἀνέβαινον εἰς τὸ ἱερὸν ἐπὶ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς τὴν ἐνάτην, καί τις ἀνὴρ χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων ἐβαστάζετο, ὃν ἐτίθουν καθ’ ἡμέραν πρὸς τὴν θύραν τοῦ ἱεροῦ, τὴν λεγομένην ὡραίαν, τοῦ αἰτεῖν ἐλεημοσύνην παρὰ τῶν εἰσπορευομένων εἰς τὸ ἱερόν. Ὃς ἰδὼν Πέτρον καὶ Ἰωάννην μέλλοντας εἰσιέναι εἰς τὸ ἱερὸν ἠρώτα ἐλεημοσύνην λαβεῖν. Ἀτενίσας δὲ Πέτρος εἰς αὐτὸν σὺν τῷ Ἰωάννῃ εἶπεν· βλέψον εἰς ἡμᾶς. Ὁ δὲ ἐπεῖχεν αὐτοῖς, προσδοκῶν τι παρ’ αὐτῶν λαβεῖν. Εἶπε δὲ Πέτρος· ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι· ὃ δὲ ἔχω τοῦτό σοι δίδωμι. Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου περιπάτει… Καὶ ἐξαλλόμενος ἔστη καὶ περιεπάτει…».
Μόνο αὐτὸς ποὺ ἔχει συνείδηση τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιά του μιλεῖ ὅπως ὁ Ἀπ. Πέτρος. Ἀνάλογες στιγμὲς ἀπαντοῦν στὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων (π.χ. ὁ ἅγιος Σπυρίδων πηγαίνει στὸν τάφο τῆς θυγατέρας του καὶ τὴν προσφωνεῖ βέβαιος, ὅτι θὰ λάβει τὴν ἀπάντησή της). Γιατί ἐμεῖς οἱ κληρικοί, ποὺ ἔχουμε λάβει τὴν ἴδια χειροτονία μὲ ἐκείνους, δὲν θὰ τολμούσαμε ποτὲ νὰ προβοῦμε σὲ παρόμοιες ἐνέργειες; Ἁπλούστατα, διότι ἡ χάρη δὲν εἶναι ἐνεργὸς μέσα μας. Δὲν εἴμασθε φορεῖς τῆς χάριτος, ἀλλὰ μεταφορεῖς (ἀχθοφόροι) της!
Κριτήριο τῆς ἀληθινῆς πίστεως καὶ τῶν ἀποτελεσμάτων της γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους οἱ προσφερόμενες ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀποδείξεις τῆς θεώσεως, δηλαδὴ τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων, ὅπως λ.χ. αὐτὸ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος σήμερα στὴν Κέρκυρα καὶ τὰ 120 λείψανα στὴν Μ. Λαύρα τοῦ Κιέβου στὴν Οὐκρανία. Ἡ αἵρεση δὲν ἔχει νὰ δείξει ἅγια λείψανα, ἀκέραια, θαυματουργὰ καὶ εὐωδιάζοντα (=μαρτυρία τῆς θεώσεως). Ἐξ ἄλλου, ἡ αἵρεση νοθεύει τὴν πίστη σὲ δύο κατευθύνσεις: ἢ μεταβάλλει τὴν πίστη σὲ φιλοσοφικὸ σύστημα καὶ ἰδεολογία ἢ ἀπολυτοποιεῖ τὰ ἔργα, ὅπως οἱ Φαρισαῖοι, καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἕνα στεῖρο ἀκτιβισμό (=ἱεραποστολὴ χωρὶς ἐσωτερικὴ ἀναγέννηση).
Ἐδῶ ὅμως γίνεται κατανοητὸς ὁ λόγος τοῦ ἁγ. Κυπριανοῦ (γ’ αἰ.) «extra ecclesiam nulla salus» (ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει σωτηρία). Ἐκκλησία ἐδῶ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ συμβατικὰ ὀνομάζεται σήμερα Ἐκκλησία (καὶ οἱ αἱρέσεις αὐτοκαλοῦνται ἐκκλησίες), ἀλλὰ τὸ ἕνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ λόγος του σημαίνει: Ἔξω ἀπὸ τὴν ζωή, ποὺ συνιστᾶ τὸν τρόπο ὑπάρξεως αὐτοῦ τοῦ Σώματος στὴν ἱστορία, δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ἐκκλησία ὑπάρχει ἐκεῖ ὅπου σώζεται αὐτὸς ὁ τρόπος ὑπάρξεως: Κατὰ τὸν ἅγιο Εἰρηναῖο, ἐπίσκοπο Λουγδούνου, β’ αἰ.: «Ubi Spiritus Sanctus, ibi Ecclesia et omnis Gratia». Ὅπου ὑπάρχει (αἰσθητὴ) ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ἅγιοι, θαύματα), ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ Ἐκκλησία καὶ ὅλη ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Συμπερασματικές επισημάνσεις
1) Ὀρθοδοξία ὑπάρχει μόνο ἐκεῖ, ὅπου ἡ μέθοδος γιὰ τὴν τελεία πίστη εἶναι γνωστὴ καὶ ἐφαρμόζεται. Ὅπου ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν θέωση εἶναι ἄγνωστη, ἀκόμη καὶ ἂν ὁ χῶρος χαρακτηρίζεται ὡς ὀρθόδοξος, ἐκεῖ ὑπάρχει αἱρετικὸς τρόπος ὑπάρξεως καὶ συνεπῶς Μή-Ὀρθοδοξία. Ἡ αἵρεση, ὡς αἱρετικὸς τρόπος ὑπάρξεως, ἀγνοεῖ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Σ’ αὐτὴν θρησκειοποιεῖται ἡ πίστη (ἀναζητεῖται γεφύρωση τῆς ἀποστάσεως ἀνθρώπου-Θεοῦ μὲ τὰ ἐξωτερικὰ-τελετουργικὰ μέσα τῆς θρησκείας). Ἡ θρησκειοποίηση τῆς πίστεως ἀναιρεῖ τὴν πίστη, ὅπως ἄλλωστε καὶ ἡ ἰδεολογικοποίησή της. Οἱ αἱρετικοὶ θεολογοῦν νοησιαρχικά, ἐπιστημονικά, ἀκαδημαϊκά, καὶ δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη. Ὀρθόδοξος, ἄρα, δὲν εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δὲν διατυπώνει αἱρετικὲς ἀπόψεις, ἀλλὰ ἐκεῖνος, ποὺ καθαρίζει τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ φθάσει στὸν ἁγιοπνευματικὸ φωτισμό. Κατὰ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης οἱ αἱρετικοὶ ἐμφανίζονται, ὅπου ἀπουσιάζουν οἱ θεούμενοι.
2) Ὁ οἰκουμενικὸς διάλογος θὰ ἀποκτοῦσε κάποιο νόημα, ἂν ἠσχολεῖτο μὲ αὐτὰ τὰ προβλήματα καὶ ὄχι μὲ «ἐπιστημονικοὺς» συμβιβασμοὺς γιὰ τὴν ἐξεύρεση λύσεων.
3) Ἡ αἵρεση ἀποκρούεται ὄχι μὲ τὴ βία ἢ μὲ νομικὰ καὶ ἀστυνομικὰ μέτρα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Ὅπου ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἐμπειρία, ὑπάρχει Ἐκκλησία. Δυστυχῶς στὶς σύγχρονες χριστιανικὲς κοινωνίες ἡ ζήτηση τῆς χάριτος τείνει τελείως νὰ χαθεῖ, καὶ μόνο ὁ ὁρθόδοξος μοναχισμὸς παραμένει ἀκόμη ὁ χῶρος, ποὺ διασώζει τὴν  ζήτηση τῆς «τελείας πίστεως». Καὶ γι’ αὐτὸ μένει ὁ μοναχισμὸς συνεχιστὴς τῆς ἀποστολικοπατερικῆς πνευματικότητας.
4) Ἡ ζήτηση τῆς τελείας πίστεως εἶναι τὸ κριτήριο γιὰ τὴ γνησιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραποστολῆς. Διότι σχετικὰ μὲ τὴν Ἱεραποστολὴ ἀναδύονται κάποια βασικὰ ἐρωτήματα: Τί σημαίνει ἱεραποστολή; Τί κηρύσσεται μὲ αὐτήν; Ποῦ καλοῦνται οἱ μὴ χριστιανοί; Σὲ ποιὰ ἐκκλησία; σὲ ποιὸ Χριστό; Καλοῦνται γιὰ νὰ σωθοῦν ἢ γιὰ νὰ γίνουν ὀπαδοὶ κάποιου ἐξουσιαστικοῦ χώρου;
5) Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν φοβεῖται τοὺς διωγμούς, ἀλλὰ τὴν αἵρεση, διότι μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ βλάψει τελεσίδικα τὴν πίστη.
6) Ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς Ὀρθοδοξία, γεννᾶ Ἁγίους καὶ παραμένει ἔτσι στὸν κόσμο χῶρος ἁγιασμοῦ καὶ ἁγιότητας.

από το βιβλίο
Η ΟΔΟΣ. ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός: Ο λυτρωτικός διάλογος κτιστού και ακτίστου μέσα στην ιστορία

 


 Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός
Ο ΛΥΤΡΩΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΤΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ἡ ἱστορία, κατὰ μία ἄποψη, εἶναι τὸ διαιώνιο «ὄχημα τῆς ἐγκοσμίου πραγματικότητος», ποὺ παραλαμβάνει κάθε ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ζωῆς του, μεταφέροντάς τον στὸν αἰώνιο προορισμό του. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς προσωπικὸ -δηλαδὴ- ἐλεύθερο ὄν, καταθέτει τὰ πεπραγμένα του (RES GESTAE) μέσα στὴν ἱστορία, πραγματούμενος συνάμα, σύμφωνα μὲ τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του. Χριστιανικὰ ὅμως ἡ ἱστορία ἔχει «νοῦν». Δὲν εἶναι τυχαία ροὴ καὶ διαπλοκὴ γεγονότων καὶ συμβάντων, ἀλλὰ προσφέρεται συγχρόνως στὸν ἄνθρωπο καὶ ὡς δυνατότητα γιὰ τὴν καταξίωσή του, τὴν ἐκπλήρωση τοῦ προορισμοῦ του. Ἡ παγκόσμια, δηλαδή, ἱστορία συντίθεται ἀπὸ τὶς προσωπικὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἱστορίες, ὡς ἐπιτυχία ἢ ἀποτυχία στὴν πραγμάτωση αὐτοῦ τοῦ κοινοῦ γιὰ κάθε ἄνθρωπο σκοποῦ.
Ἡ θέωση ὅμως, ὡς μοναδικὸ τέλος καὶ σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν ἱστορία, προϋποθέτει τὴν παρουσία καὶ ἐνέργεια ὄχι μόνο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα. Ἡ ἱστορία, χριστιανικά, εἶναι μία διαρκὴς Θεοφανία. Τὰ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, ἡ ἐκ γυναικὸς γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς Θεανθρώπου, εἶναι ἡ φανέρωση (Α’ Τιμ. Α, 10) καὶ βεβαίωση τῆς πραγματώσεως τοῦ σκοποῦ τῆς ἱστορίας, ὡς ἐπιτεύξεως τῆς Θεανθρώπινης ἑνώσεως. Αἰωνιότητα καὶ χρονικότητα, ὑπερβατικότητα καὶ ὑλικότητα, ὑπεριστορικότητα καὶ ἱστορικότητα ἑνώνονται στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σὲ μιὰ τέλεια ἕνωση. Ὁ Θεὸς σαρκούμενος, γίνεται «ὃ οὐκ ἦν δι’ ἡμᾶς». «Ὁ ἀχώρητος παντὶ χωρεῖται ἐν σαρκί· ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρὸς (γίνεται) ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός», αὐτοπεριοριζόμενος στὰ πεπερασμένα ὅρια τοῦ ἱστορικοῦ καὶ ἀνθρωπίνου. Αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα ὅλων τῶν αἰώνων, τὸ «παράδοξον» καὶ «μοναδικὸν» (unicum) ὅλης τῆς ἱστορίας.
Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία καθιστᾶ δυνατὴ τὴ συνάντηση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται ὡς λυτρωτικὸς διάλογος τοῦ  Πλάστου μὲ τὸ πλάσμα του, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἕνωσή τους, στὸ γεγονὸς δηλαδὴ τῆς σωτηρίας, ὡς πραγματώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐκπληρώσεως τοῦ σκοποῦ τῆς ἱστορίας. Ὁ σκοπὸς δὲ αὐτὸς τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι εἶναι χριστιανικὰ θεόσδοτος καὶ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ θεὶα ἀγάπη, ποὺ συνιστᾶ τὴ μοναδικὴ προϋπόθεση τῆς ὑπάρξεως τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας.

Σημεία σύγχρονης αμφισβήτησης του προσώπου του Κυρίου και αιτίες αυτών

                                                                                        
Σημεία σύγχρονης αμφισβήτησης του προσώπου του Κυρίου και αιτίες αυτών    
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη (Π.Δ.) προσανατολίζει προς τον Μεσσία Χριστό. Μάλιστα είναι ξεκάθαρες οι προφητείες μικρών και μεγάλων προφητών, που αναφέρονται σ’ Αυτόν, στο έργο Του και στην Εκκλησία Του. Ήδη στο «Πρωτευαγγέλιο», που βρίσκεται στο πρώτο βιβλίο της Π.Δ., έχουν καταγραφεί τα λόγια του Θεού προς το ‘φίδι’: “Θα θέσω άσβηστη έχθρα ανάμεσα σε σένα και τη γυναίκα και ανάμεσα στους απογόνους σου και τους απογόνους της. Ένας δε απόγονος (ο Χριστός) της γυναικός μόνης (της Θεοτόκου) θα σου συντρίψει το κεφάλι (θα εκμηδενίσει την δύναμη του σατανά) και συ θα κεντήσεις (μόνο) τη φτέρνα Του (προσωρινά θα Τον θανατώσει)” (Γέν. 3,15). Ο Θεοδόχος Συμεών, που αξιώθηκε να αγκαλιάσει το βρέφος Ιησούς, προφήτευσε ότι Αυτός θα είναι “σημείον αντιλεγόμενον” (Λουκ. 2, 35) στο διάβα των αιώνων, ήτοι, παρά τα μοναδικά θαύματα και την ασύγκριτη διδασκαλία Του, αν και θα αποκτήσει πολλούς φίλους, θα έχει παράλληλα και φανατικούς εχθρούς.

Τα ΣΗΜΕΙΑ αμφισβήτησης της Θεανδρικότητας του Ιησού είναι κυρίως τέσσερα:

1) Η ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

Η αμφισβήτηση της ιστορικότητας του Ιησού είναι προϊόν νεώτερης έρευνας (δεν ανακινήθηκε τέτοιο θέμα σε παλαιότερα χρόνια) και προήλθε από τους Διαφωτιστές κυρίως, αλλά και τους προτεστάντες «θεολόγους» και ερευνητές του 18ου και 19ου αιώνα. Και ναι μεν είναι αλήθεια ότι περιφρονήθηκε η μορφή του Θεανθρώπου από εθνικούς ιστορικούς της εποχής Του, αυτό όμως συνέβη διότι: (α) θεωρήθηκε τότε ο χριστιανισμός ιουδαϊκή αίρεση, (β) οι Ισραηλίτες ήσαν μισητοί από άλλους λαούς και (γ) ο χριστιανισμός αριθμούσε ελάχιστες χιλιάδες πιστών, ενώ οι Ιουδαίοι στην Ρώμη έφταναν τα 5 εκατομμύρια. Πρέπει μάλιστα να γνωρίζουμε πως οι χριστιανοί αναγνωρίστηκαν ως ξεχωριστή θρησκεία από τις αρχές του 2ου αιώνα κ.ε., οπότε πλήθυναν και οι αναφορές σ’ αυτούς. Από τους μεγαλύτερους σήμερα ιστορικούς, αντικειμενικά κρίνονται πλέον οι πληροφορίες των τεσσάρων ευαγγελιστών (Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά και Ιωάννη) για τη ζωή και το έργο του Χριστού, αλλά μαρτυρίες έχουμε γι’ Αυτόν και από σπουδαίους θύραθεν ιστορικούς, όπως τον φαρισαίο Ιώσηπο, τους Ρωμαίους Τάκιτο, Σουετώνιο και Πλίνιο τον νεώτερο (διοικητής Βιθυνίας-εξέχων νομικός και ρήτορας), από τον στωικό φιλόσοφο Μαρά Σεραπίωνα (73 μ.Χ.) και το Σύρο σοφιστή Λουκιανό. Το Ταλμούδ (βιβλίο των Ιουδαίων με σχόλια στο μωσαϊκό Νόμο) αναφέρεται σ’ Αυτόν, καθώς επίσης και ο Θαλλός, Σαμαρείτης ιστορικός της Μ. Ανατολής (55 μ.Χ.), ο οποίος προσπαθεί μάλιστα να εξηγήσει ορθολογιστικά την συσκότιση του ηλίου κατά την σταύρωση του Κυρίου (διασώθηκε από τον Ιούλιο Αφρικανό). Ο Ιώσηπος έγραψε για τον Θεάνθρωπο ότι ήταν «παραδόξων έργων ποιητής» (η ‘Φλαβιανή αυτή Μαρτυρία’ περιέχεται σε όλους τους κώδικες της ‘Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας’ του), ότι έκανε δηλαδή πολλά θαύματα, ενώ ο εθνικός Πλίνιος Σεκούνδος (110 μ.Χ.), σε επιστολή του προς τον Τραϊανό, αναφέρει ότι οι χριστιανοί προσεύχονται την αυγή προς τον Χριστό αναγνωρίζοντάς Τον λατρευτικά ως Θεό. Δεν ξεχνάμε επίσης ότι οι Αποστολικοί Πατέρες, οι πρώτοι Απολογητές, οι διάφοροι φιλόσοφοι των αμέσως επόμενων γενεών (όπως ο αρνητής Κέλσος), οι πρώτες αιρετικές ομάδες, αλλά και οι γνωστικοί, θεωρούσαν φυσικά τον Ιησού υπαρκτό πρόσωπο.

2) ΤΑ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ

Ο Ιωάννης γράφει στο ευαγγέλιό του ότι, αν θα θέλαμε να καταγράψουμε τα θαύματα που έκανε ο Χριστός, δεν θα χωρούσε ο κόσμος τα γραφόμενα βιβλία (Ιω. 21,25). Και σήμερα ακόμη συνεχίζονται τα θαύματα δια της χάριτός Του και των αγίων Του -δια χειρών των αποστόλων γινόντουσαν από τότε ‘σημεία και τέρατα’ ανάμεσα στο λαό (Πράξ. 5,12-16)- και πάντοτε υπάρχουν στην ιστορία θεραπείες και μεταστροφές ανθρώπων, που συγκινούνται από τη μορφή και διδασκαλία Του. Άλλαξε δηλαδή και αλλάζει θεαματικά ο Ιησούς τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Τα θαύματα του Κυρίου δεν εξηγούνται ορθολογιστικά (θεραπείες εκ γενετής τυφλών και παράλυτων, πολλαπλασιασμός ιχθύων, κατασίγαση τρικυμίας, αναστάσεις νεκρών κ.λπ.), ενώ ότι δεν υπάρχει μόνο υλικός αλλά και μεταφυσικός κόσμος μάς το φανερώνει ακόμη και η ακαΐα των αναστενάρηδων (περπατούν με γυμνά πέλματα σε αναμμένα κάρβουνα, 800 βαθμών Κελσίου), που δεν μπορεί να ερμηνευθεί επιστημονικά. Τα θαύματά Του μάλιστα τελούσε ο Κύριος μπροστά σε πλήθος ανθρώπων, σε δημόσιους χώρους και πάντοτε στο φως της ημέρας (δεν ήταν επομένως αποτέλεσμα φαντασίας). Η ένσταση ορισμένων ότι πρόκειται για αυθυποβολή των ασθενών δεν εξηγεί πολλές περιπτώσεις εκδίωξης πνευμάτων, ανάστασης νεκρών και επέμβασης στη φύση. Η χωρίς στήριγμα επίσης άποψη πως χρησιμοποιούμε μόνο τον 10% των δυνάμεων του εγκεφάλου μας -και πως ο Ιησούς χρησιμοποιούσε αντίθετα όλο το δυναμικό του νου Του- καταρρίπτεται από την επιστήμη και θεωρείται σύγχρονος μύθος. Τα θαύματα του Ιησού ήταν και είναι λοιπόν αποτέλεσμα της θεϊκής Του δύναμης.