- «Είναι νωρίς ακόμη», του ψιθυρίζει. «Κοιμήσου λίγο να ξεκουραστείς και αργότερα με όρεξη… θα κάνεις τα πνευματικά σου».
Ο μοναχός όμως δε φαίνεται να συμφώνησε με το λογισμό.
- «Αμήν», απαντά αμέσως. Η πρώτη νίκη της νύχτας! Και ταυτόχρονα χαρά μεγάλη στον ουρανό. Οι άγγελοι χειροκρότησαν τον αγωνιστή. Αλλά ο δαίμονας της αμέλειας δεν αποθαρρύνεται.
- «Είναι νύχτα και έχει υγρασία. Πώς θα προσευχηθείς;»
Και είναι αλήθεια πως στον Άθω αυτή την εποχή έχει υγρασία. Το «δι’ ευχών» ακούγεται και πάλι έξω από την πόρτα.
- «Αμήν! Αμήν!», ξαναφώναξε ο Αδελφός. Δεν υπέκυψε στη φωνή του Πονηρού, που προσπαθούσε να τον δελεάσει με την πρόσκαιρη απόλαυση του ύπνου.
- «Ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι», ψέλισσε. Ύστερα επικαλέστηκε τον Κύριο: «Βοήθα με, Θεέ μου, να σηκωθώ». Ο φύλακας άγγελος της ψυχής, που αγρύπνησε όλη τη νύχτα στο κελλί του μοναχού, χαρούμενος τού έδωσε το χέρι, για να τον σηκώσει, κι έτσι ο αδελφός πετάχτηκε ολόρθος επάνω. Φόρεσε το μάλλινο χοντρό σκούφο του και ψηλαφώντας με τα ροζιασμένα χέρια του τους κρύους τοίχους, άναψε με δυσκολία το καντήλι.
Έπειτα σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια αργά-αργά κι ατένισε διστακτικά και με φόβο προς το αμόλυντο πρόσωπο του Κυρίου. Ύστερα γύρισε προς την Κυρία του Όρους. Εκεί πήρε η έκφραση του προσώπου του ένα παρακλητικό ύφος. Τέλος στράφηκε και πάλι προς τον Παντοδύναμο με αποφασιστικότητα.