Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΚΟΥΡΟΥΝΗΣ
Ο πατήρ Ιερόθεος Κουρούνης γεννήθηκε στην Κάλυμνο το 1855.
Δεν
τελείωσε το σχολείο, γιατί σε ηλικία 9 ετών έφυγε για το Άγιον Όρος.
Εκεί παρέμεινε έξι περίπου χρόνια ως υποτακτικός σε Γέροντα. Ή υπακοή
και η προσευχή του έδωσαν την
δύναμη να μπορέσει να ακολουθήσει σταθερά τον δρόμο του μοναχισμού και
να αναδεχθεί στο μέλλον ένας άξιος λειτουργός του Κυρίου. Κατά την
παραμονή του στο Άγιον Όρος συνέβη κάτι πού του προξένησε θαυμασμό και
μίμηση ενός θεάρεστου έργου του Γέροντά του. Παρατήρησε ότι ό Γέροντάς
του έφευγε κάθε πρωί από το κελί και γύριζε πολύ αργά. Τού κίνησε την
περιέργεια και κάποια ημέρα πήρε την απόφαση να τον ακολουθήσει, για να
δει πού πάει και τί κάνει. Έμεινε κατάπληκτος, όταν τον είδε να
περιποιείται ένα λεπρό μοναχό. Τόσο τον θαύμασε, πού ζήτησε την ευλογία
του για να το κάνει και αυτός. Έτσι ο μικρός δόκιμος έπλεε σε πελάγη
ευτυχίας! Το διακόνημά του κράτησε όσο έμεινε στο Άγιον Όρος. Εκεί πήρε
το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα και χειροτονήθηκε Ιερέας.
Μετά από αρκετά χρόνια πήρε την
απόφαση να επιστρέψει στην πατρίδα του την Κάλυμνο. Στο νησί του
εγκαταστάθηκε σε ένα δικό του κτήμα στην περιοχή Καμάρι στον Πάνορμο. Μέ
προσευχή και ακούραστη θέληση τακτοποίησε το μικρό αγρόκτημα του,
φυτεύοντας διάφορα δένδρα και ότι άλλο τού ήταν χρήσιμο. Εκτός της
γεωργίας, ασχολούνταν και μέ την ζωγραφική. Στην αρχή φιλοτέχνησε τον
Ταξιάρχη, μία μεγάλη εικόνα πού την χάρισε στον ‘Ιερό Ναό Ταξιάρχου στο
Καμάρι, όπου εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα. Επίσης αγιογράφησε και
μία ωραία εικόνα της Παναγίας, πού βρίσκεται ακόμη στο εκκλησάκι της
Παναγίας «Ψιλιανης» κοντά στο Γυμνάσιο της Ενορίας Αναστάσεως.
Ο διάβολος όμως φθόνησε τις
πνευματικές του προσπάθειες και του δημιούργησε ένα θλιβερό περιστατικό.
Μία γυναίκα υπό την επήρεια του διαβόλου τον συκοφάντησε ότι είχε πέσει
σε σαρκικά αμαρτήματα μέ κάποια άλλη γυναίκα. Όταν το έμαθε, λυπήθηκε
πάρα πολύ, την συγχώρησε, αλλά και της είπε: «Πήγαινε, κυρά μου, και ας
σε ελεήσει η Παναγία». Όμως ο δικαιοκρίτης Κύριος την τιμώρησε μέ πολύ
παράδοξο τρόπο, για να παραδειγματιστούν στο μέλλον και όσοι άλλοι
υποφέρουν από το πάθος της φιλοκατηγορίας και ιεροκατηγορίας. Ξαφνικά
μόλις πήγε να μιλήσει, η φωνή της έβγαινε σαν τού κόρακα, ενώ το σώμα
της γέμισε φτερά…
Κουρασμένος ψυχικά αποφάσισε να
φύγει από το κτήμα του και να πάει επάνω στον λόφο, όπου σήμερα
βρίσκονται οι Άγιοι Πάντες. Χάρισε το κτήμα σε συγγενικά πρόσωπα και
ξεκίνησε για νέους αγώνες. Εκεί αναπαύτηκε το πνεύμα του και έμεινε για
πάντα. Άρχισε να κτίζει κελλάκια και την εκκλησία των Αγίων Πάντων.
Αγιογράφησε πολλές εικόνες τις όποιες τοποθέτησε στην εκκλησία του. Οι
προσευχές, οι νηστείες και όλη εν γένει η αγία ζωή του συντέλεσαν, ώστε
πολύς κόσμος να πηγαίνει να προσκυνά στην Μονή και να αναπαύεται μέ την
ιερά εξομολόγηση. Απέκτησε συνοδεία εβδομήντα γυναικών, από τις όποιες
οι δέκα μόνασαν. Όλος ο κόσμος τον αγαπούσε. Τον είχε επισκιάσει η Θεία
Χάρις και τον εκτιμούσαν όλοι. Συχνά τού έκαναν την ερώτηση: «Γέροντα,
γιατί σε αγαπά τόσο πολύ ο κόσμος; Υπάρχει κανένα μυστικό;». Μετά από
πολλές πιέσεις τούς διηγήθηκε την Αγάπη πού χάρισε στον λεπρό μοναχό…