Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ – ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ


ΠΙΝΑΞ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΥΓ
ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
  1. Περὶ ἀποταγῆς
  2. Περὶ ἀπροσπαθείας
  3. Περὶ ξενιτείας
  4. Περὶ ὑπακοῆς
  5. Περὶ μετανοίας
  6. Περὶ μνήμης θανάτου
  7. Περὶ τοῦ χαροποιοῦ πένθους
  8. Περὶ ἀοργησίας καὶ πραότητος
  9. Περὶ μνησικακίας
  10. Περὶ καταλαλιᾶς
  11. Περὶ πολυλογίας καὶ σιωπῆς
  12. Περὶ ψεύδους
  13. Περὶ ἀκηδίας
  14. Περὶ γαστριμαργίας
  15. Περὶ ἁγνείας
  16. Περὶ φιλαργυρίας
  17. Περὶ ἀναισθησίας
  1. Περὶ ὕπνου καὶ προσευχῆς
  2. Περὶ ἀγρυπνίας
  3. Περὶ δειλίας
  4. Περὶ κενοδοξίας
  5. Περὶ ὑπερηφανείας
  6. Περὶ λογισμῶν βλασφημίας
  7. Περὶ πραότητος καὶ ἁπλότητος
  8. Περὶ ταπεινοφροσύνης
  9. Περὶ διακρίσεως
    1. Περὶ διακρίσεως λογισμῶν καὶ παθῶν καὶ ἀρετῶν
    2. Περὶ διακρίσεως εὐδιακρίτου
    3. Σύντομος ἀνακεφαλαίωσις τῶν προηγουμένων
  10. Περὶ ἡσυχίας
    1. Διὰ τὴν ἱερὰν «ἡσυχίαν», τὴν σωματικὴν καὶ τὴν ψυχικήν
    2. Περὶ διαφορᾶς καὶ διακρίσεως ἡσυχιῶν
  11. Περὶ προσευχῆς
  12. Περὶ ἀπαθείας
  13. Περὶ ἀγάπης, ἐλπίδος καὶ πίστεω

Λόγος εἰς τήν Κυριακήν τῶν Βαῒων. Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου


αρχείο λήψης (2)Χαῖρε καί ἀγάλλου, θυγατέρα τῆς Σιών. Ἀπόλαυσε βαθιά χαρά καί ἀναγάλλιασε, ὁλόκληρη τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία. Ἔρχεται πάλι σέ σένα ὁ Βασιλιάς. Ὁ νυμφίος σου ἔρχεται καθισμένος στό πουλάρι, ὅπως σέ θρόνο. Ἄς βγοῦμε νά Τόν προϋπαντήσουμε. Ἄς βιαστοῦμε νά δοῦμε τή δόξα Του. Ἄς προλάβωμε νά τιμήσωμε τόν ἐρχομό Του μέ χαρά. Ἄλλη μιά φορά σωτηρία στόν κόσμο, πάλι ὁ Θεός ἔρχεται γιά νά σταυρωθῆ.
Ὁ Βασιλιάς τῆς Σιών, ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν, ξαναέρχεται σ᾽ αὐτήν καί χαρίζει πάλι τή σωτηρία στόν κόσμο. Τό φῶς ἄλλη μιά φορά μᾶς ἐπισκέπτεται καί ἡ πλάνη διαλύεται, ἡ ἀλήθεια λουλουδίζει, χορεύει ἡ Ἐκκλησία καί χηρεύει ἡ Συναγωγή. Πάλι ντροπιάζονται οἱ δαίμονες, σκορπίζει ἡ κατάρα, καί πάλι ταράζονται οἱ Ἑβραῖοι, συντρίβεται ὁ δράκοντας, χαίρονται τά Ἔθνη καί ἡ Σιών στολίζεται.

Ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ εἰς τόν Ἄδην (Ἁγίου Ἐπιφανίου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίας Κύπρου)


1.-. Ἐκεῖνος πού χθές, μέσα στήν ἄπειρη συγκατάβασί Του, δέν ἐκαλοῦσε νά τόν βοηθήσουν οἱ λεγεῶνες τῶν Ἀγγέλων, λέγοντας στόν Πέτρο, ὅτι εἶναι στό χέρι μου νά παρατάξω τώρα ἀμέσως, περισσότερες ἀπό δώδεκα λεγεῶνες Ἀγγέλων (Ματθ. κστ´ 53), σήμερα κατέρχεται μέ τόν θάνατό Του κατά τοῦ ἅδου καί τοῦ θανάτου, τοῦ τυράννου, ὅπως ταιριάζει σέ Θεό καί Κυρίαρχο, ἐπί κεφαλῆς τῶνἀθανάτων καί ἀσωμάτων στρατευμάτων καί τῶν ἀοράτων ταγμάτων, ὄχι μέ δώδεκα μόνο λεγεῶνες, ἀλλά μέ μύριες μυριάδες καί χίλιες χιλιάδες Ἀγγέλων, Ἀρχαγγέλων, Ἐξουσιῶν, Θρόνων, Ἐξαπτερύγων, Πολυομμάτων, οὐρανίων ταγμάτων, τά ὁποῖα, ὡς Βασιλέα καί Κύριό τους, προπέμπουν, δορυφοροῦν καί τιμοῦν τόν Χριστό. Ὄχι, ὅτι συμμαχοῦν καί συμπολεμοῦν μαζί Του. Ὄχι, ποτέ! Γιατί ἀπό ποιά συμμαχία ἔχει ἀνάγκη ὁ παντοδύναμος Χριστός; Τόν συνοδεύουν γιατί χρωστοῦν πάντοτε καί ποθοῦν νά εἶναι κοντά στόν Θεό τους.

Μὲ τὴ Γέννησή του ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πολέμησε καὶ θεράπευσε τὸν ἔρωτα τοῦ πλούτου Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου



images (4)Σκέψου, ἀγαπητέ, ὅτι, ὅπως ὑπάρχει αὐτὸς ὁ αἰσθητὸς μέγας κόσμος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ὅλα τα κτίσματα, ἔτσι ὑπάρχει ἕνας ἄλλος νοητὸς κόσμος ἀποτελούμενος ἀπὸ ἁμαρτωλούς, τοῦ ὁποίου τὰ στοιχεῖα εἶναι οἱ τρεῖς διεστραμμένοι ἔρωτες, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης· πρώτον, ὁ ἔρωτας τῶν ἡδονῶν δεύτερον, ὁ ἔρωτας τοῦ πλούτου, καὶ τρίτον, ὁ ἔρωτας τῆς δόξας· «Ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» (Ἃ΄ Ἐπιστ. Ἰωάν. 2,16). Τώρα αὐτὸς ὁ πονηρὸς κόσμος, ὁ ὁποῖος εἶναι ὅλος ἐνάντιος στὸν σκοπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν ἑωσφόρο (ὁ ὁποῖος γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται κοσμοκράτορας), εἶναι ἐκεῖνος ὁ μεγάλος ἐχθρὸς τὸν ὁποῖον ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα ποὺ γεννήθηκε στὴν γῆ, ἦλθε, γιὰ νὰ πολεμήσει, πρῶτα μὲ τὸ σιωπηλὸ παράδειγμά του καὶ ὕστερα, στὸν κατάλληλο καιρό, μὲ τὸν λόγο καὶ τὴν διδασκαλία του· γι’ αὐτὸ συλλογίσου, ὅτι πρῶτα πολεμεῖ μὲ τὴν φτώχεια τοῦ τὸν παράλογο ἔρωτα τοῦ πλούτου. Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος νομίζει, ὅτι ἔχει κάθε ὄφελος στὰ πρόσκαιρα ἀγαθά· γι’ αὐτό, λοιπόν, καί, ἢ γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσει αὐτά, ἢ γιὰ νὰ μὴ τὰ χάσει, ξοδεύει σχεδὸν ὅλο τὸν χρόνο ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ κερδίσει τὰ αἰώνια ἀγαθά. Καὶ νὰ ποὺ ὁ προαιώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ αὐτὴν τὴν πλάνη καὶ νὰ ξεριζώσει ἀπὸ τὶς καρδιὲς μᾶς αὐτὴν τὴν καταραμένη ρίζα ὅλων των κακῶν, τὴν φιλαργυρία, ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ θεῖος Παῦλος· «Ρίζα πάντων των κακῶν ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τιμ. 6,10).

Περί Προσευχῆς (Ἐκ τοῦ λόγου πρός τοὺς Ἅγιους Πάντες). Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου


ikesia-151Δεχθείτε, λοιπόν, μ’ εὐχαρίστηση καὶ ὑποδεχθεῖτε, ὅλοι ἐσεῖς οἱ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μου, ποὺ ἀποτελεῖτε τὸ οἰκουμενικὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐγκολπωθεῖτε αὐτὲς τὶς θεολογικές, ἰκετήριες καὶ κατανυκτικὲς εὐχὲς καὶ προσευχές· λάβετε αὐτὴ τὴν ἀνθοφόρα καὶ κρινοφόρα τροφή, στὴν ὁποία μπορεῖτε νὰ ἐντρυφᾶτε, νὰ χαίρεστε καὶ νὰ τρέφεστε ἀχόρταστα, σὰν νὰ βρίσκεστε σὲ κάμπους ἀνθισμένους, σὲ χλοϊσμένους λειμῶνες, σὲ δροσερὰ λειβάδια, σὲ βοσκοτόπια ποὺ τρέφουν τὶς ψυχές, σὲ μοσκοβολημένα δροσερὰ χορτάρια. Διότι σ’ αὐτὲς τὶς ἱερὲς προσευχὲς θὰ βρεῖτε πολὺ πλούσια καί, ὅπως χρειάζεται, τὰ τέσσερα ἰδιώματα ἢ μέρη, ποὺ περιέχει κάθε τέλεια Προσευχή, δηλαδή: α) τὴ δοξολογία, β) τὴν εὐχαριστία, γ) τὴν ἐξομολόγηση καὶ δ) τὴν αἴτηση.

Ἡ Μαγεία. Ὁσίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου


AgNikodimos Προοίμιο
Ταιριάζει σέ ὅσα θά πῶ παρακάτω, νά δανεισθῶ τό θρηνητικό ἐκεῖνο ρητό τοῦ προφήτη ῾Ιερεμία καί νά φωνάξω κι ἐγώ μέ ὀδύνη : “Ποιός θά βάλει στά μάτια μου πηγή δακρύων, γιά νά κλάψουν πικρά τό λαό τῶν Χριστιανῶν μέρα καί νύχτα;” Γιατί ποιός μπορεῖ, ἀλήθεια, νά μήν τόν κλάψει, ὅταν σκεφθεῖ πώς, ἐνῶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ νίκησε μέ τό σταυρικό Του θάνατο ὅλους τούς δαίμονες, οἱ Χριστιανοί τούς ἀναδεικνύουν πάλι νικητές καί τροπαιούχους μέ τίς διάφορες μαγεῖες τους; Καί ποιός μπορεῖ νά μή χύσει πικρά δάκρυα, ὅταν συλλογισθεῖ πώς, ἐνῶ ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστός ἀπάλλαξε ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου τόν κόσμο καί τούς Χριστιανούς, αὐτοί, μέ τή μαγεία, τόν ξαναφέρνουν στόν κόσμο καί τόν ξανακάνουν τύραννό τους;
Εἶναι ἤ δέν εἶναι, λοιπόν, γιά κλάματα ἡ τωρινή κατάσταση τῶν Χριστιανῶν, ἀφοῦ, μέ τά μαγικά καμώματα καί σατανικά τεχνάσματά τους, ἀναβιώνουν στήν οὐσία τή λατρεία τῶν δαιμόνων; ᾿Ενῶ δηλαδή φανερά λατρεύουν τόν ἀληθινό Θεό, κρυφά τόν ἀρνοῦνται καί λατρεύουν τό διάβολο. Τό μεγαλύτερο μάλιστα κακό εἶναι τοῦτο : Μολονότι χρησιμοποιοῦν ἕνα σωρό μαγικά, οὔτε πού καταλαβαίνουν πώς ἀρνοῦνται ἔτσι τό Θεό, καταφρονοῦν τό Χριστό καί ἀγκαλιάζουν τό διάβολο. Τί μεγάλη πλάνη! Κρυφή καί ἀπατηλή, ψυχώλεθρη καί θανατηφόρα!

Σέ ποιούς πειρασμούς πρέπει νά χαιρόμεθα. Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου


Ἐκ τῆς ἐρμηνίας εἰς τήν ἐπιστολήν Ἰακώβου (Α, 2~3, 12~14)

2. Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε(1) ποικίλοις,)
AgNikodimosἌξιον εἶναι νά θαυμάσῃ τινάς (ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Μητροφάνης) τοῦ Ἀδελφοθέου τήν σύνεσιν, διατί αὐτός κάμνει ἐδῶ ὡσάν ἕνας ἐπιστημονικώτατος καί σοφώτατος ἰατρός. Ἐπειδή εὐθύς εἰς τήν ἀρχήν τῆς ἐπιστολῆς ἠθέλησε νά ἰατρεύσῃ τά ἐναντία μέ τά ἐναντία τό ὁποῖον τοῦτο εἶναι νόμος τῆς ἰατρικῆς τέχνης. Καί ἀντί τῶν πολυτρόπων καί διαφόρων θλίψεων ὁπού ἐδοκίμαζον οἱ ἐξ ῾Εβραίων χριστιανοί αὐτός ἐμβάζει εἰς τάς καρδίας των τήν ἀκροτάτην καί καθολικωτάτην χαράν. Ἐπειδή δέν εἶπε: μεγαλοψύχως ὑποφέρετε ἀδελφοί μου τά πλήθη τῶν πειρασμῶν ἤ ὑποφέρετε τά λυπηρά, ἄλλά εἶπε· κάθε χαράν νομίζετε ἀδελφοί, ὅταν πέσητε εἰς διαφόρους πειρασμούς, ἦγουν αὐτούς τούς ἰδίους πειρασμούς ὁπού πάσχετε ἀδελφοί μου νά τούς νομίζετε ὑπόθεσιν ἀκροτάτης χαρᾶς. Ὁ λόγος δέ οὗτος ὄχι μόνον δέν ἀφίνει τελείως νά αἰσθανθῇ ἡ ψυχή τάς λύπας καί πόνους ὁπού πάσχει, ἀλλά καί τό ἐναντίον κάμνει αὐτήν νά εὐφραίνεται διά τήν ὑπερβολικήν ὀδύνην τῶν πειρασμῶν. Φανερώνει λοιπόν ὁ ἀπόστολος, κατά τόν Θεοφύλακτον καί Οἰκουμένιον, ὅτι εἶναι ἐπαινετοί καί χαρᾶς ἅξιοι οἱ πειρασμοί ἐκεῖνοι καί αἱ λύπαι, ὁπού δοκιμάζονται ἀπό τούς χριστιανούς κατά Θεόν καί διά τόν Θεόν. Ἐπειδή αὐτοί γίνονται ἕνας δεσμός ἄλυτος καί μία αὔξησις τῆς πρός τόν Θεόν ἀγάπης καί κατανύξεως. Διά τοῦτο εἶπε καί ὁ σοφός Σειράχ «τέκνον, εἰ προσέρχει δουλεύειν Κυρίῳ Θεῷ, ἐτοίμασον τήν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν» (Σειρ, 2,1). Εἶπε δέ καί ὁ Κύριος «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωάν, 16, 33). Διότι χωρίς θλίψεις καί γυμνάσια δέν δύναταί τινας νά λάβῃ οὔττε κοσμικούς στεφάνους οὔτε θεϊκούς.

Εἰς τό «πολύ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη». Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιοτείτου


Ἐπιστολή Ἰακώβου (Ε'16)
images (4)Μέ τά λόγια ταῦτα ὡσάν νά λέγῃ ὁ Ἀδελφόθεος, κατά τόν ἱερόν Μητροφάνη, ναί χριστιανοί ἀδελφοί μου, πολλά βοηθεῖ εἰς τό νά συγχωρήσῃ τάς ἁμαρτίας τῶν ἐξομολογουμένων χριστιανῶν ἡ δέησις καί προσευχή τῶν ἐναρέτων Πνευματικῶν, ὁπού τούς ἐξομολογοῦν. Ἀλλά ποίων χριστιανῶν; Ἐκείνων ὁπού κατηγοροῦν τόν ἑαυτόν τους μέ καθαράν καί ἄδολον διάθεσιν τῆς καρδίας των διά τά πρότερα ἁμαρτήματα ὁπού ἔπραξαν, ἐκείνων ὁπού ἐμίσησαν τήν ἁμαρτίαν καί διά τοῦτο τήν ἐθριάμβευσαν καί τήν ἐντροπίασαν διά τῆς ἐξομολογήσεως. Καί ἐκείνων ὁπού δέν ἔχουν σκοπόν νά γυρίσουν πάλιν εἰς τό ἴδιον ἐξέρασμα τῶν ἁμαρτιῶν τους, ἀλλά μάλιστα δείχνουν καί καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας. Εἰς τούς τοιούτους, λέγω, πολλά δύναται ἡ προσευχή καί ἐκτενής πρός τόν Θεόν δέησις τῶν πνευματικῶν. Διατί γίνεται αὕτη ἐνεργουμένη παρά τῶν ἐξομολογουμένων, ἤτοι δέν ἐμποδίζὲται ἀπό καμμίαν κακήν αἰτίαν καί ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἀλλά μᾶλλον καί συνεργεῖται ἀπό τήν ταπεινοφροσύνην τους καί ἀπό τά ἐνάρετα ἔργα των. Διά ἐκείνους δέ τούς ἐξομολογουμένους χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σκολιούς καί πονηρούς λογισμούς νά ἐπιστρέψουν πάλιν εἰς τήν ἁμαρτίαν καί ἀκόμη ἐναγκαλίζονται καί ἀγαποῦν τά κακά, διά τούτους, λέγω, ἐάν παρακαλῇ τόν Θεόν ὁ ἴδιος δίκαιος Νῶε ὁ εὐαρεστήσας Θεῷ καί ὁ προφήτης Δανιήλ καί ὁ θεομαρτύρητος Ἰώβ, δέν θέλουν εἰσακουσθοῦν, Καί τοῦτο φανερῶς τό μαρτυρεῖ ὁ Θεός πρός τόν Ἰεζεκιήλ λέγων «υἱέ ἀνθρώπου, γῆ ἐάν ἁμάρτῃ μοι τοῦ παραπεσεῖν παράπτωμα καί ἐκτενῶ τήν χεῖρά μου ἐπ’ αὐτήν καί συντρίψω αὐτῆς στήριγμα ἄρτου καί ἐξαποστελῶ ἐπ’ αὐτήν λιμόν... καί ἐάν ὦσιν οἱ τρεῖς ἄνδρες οὖτοι ἐν μέσῳ αὐτῆς, Νῶε καί Δανιήλ καί Ἰώβ, αὐτοί ἐν τῇ δικαιοσύνῃ αὐτῶν σωθήσονται, λέγει Κύριος... οὐ μή ρύσωνται υἱούς οὐδέ θυγατέρας, ἀλλ’ ἡ αὐτοί μόνοι σωθήσονται» (Ἰεζ. 14, Ι3-Ι4. Ι8). Καί πρός τόν ῾Ιερεμίαν δέ λέγει· «Καί σύ μή προσεύχου περί τοῦ λαοῦ τούτου καί μή ἀξιοῦ τοῦ ἐλεηθῆναι αὐτούς καί μή εὔχου καί μή προσέλθῃς μοι περί αὐτῶν, ὅτι οὐκ εἰσακούσομαι» (῾Ιερ. 7, Ι6). Ὅρα καί τήν ἐρμηνείαν τοῦ «ἔστιν ἁμαρτία πρός θάνατον» (Α’ Ἰωάν. 5, 16).

Εἰς τήν Κυριακήν τῆς Τυρινῆς. Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου


αρχείο λήψηςΟἱ θειότατοι καί Ἅγιοι Πατέρες ἐθέσπισαν νά κάνωμεν σήμερον, ἤτοι πρό τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, τήν ἀνάμνησιν τῆς ἐξορίας τῶν πρωτοπλάστων ἀπό τήν τρυφήν τοῦ Παραδείσου, δείχνοντες ἐμπράκτως πόσον καλόν καί ὠφέλιμον πράγμα εἶναι ἡ νηστεία εἰς τήν ἀνθρωπίνην φύσιν, καί πάλιν ἐκ τοῦ ἐναντίου, πόσον κακόν καί αἰσχρόν εἶναι ἡ ἀδηφαγία.
  Παρατρέξαντες λοιπόν οἱ Πατέρες τά κατά μέρος πάντα, ὁποῦ εἰς ὅλον τόν κόσμον γίνονται, ἄπειρα σχεδόν ὄντα, τόν πρωτόπλαστον Ἀδάμ προβάλλουν εἰς ὅλους παράδειγμα, πόσον κακόν ἔπαθε, μέ τό νά μήν ἐνήστευσε πρός ὀλίγον, καί εἰς τήν ἐδικήν μας φύσιν μετέδωκε, σαφῶς δεικνύοντες, καί ὅτι πρῶτον παράγγελμα τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους ἐδόθη τό τῆς νηστείας καλόν, τό ὁποῖον μέ τό νά μήν ἐφύλαξεν ἐκεῖνος, ἀλλά εἰς τήν γαστέρα ὑπήκουσε, τό δέ ἀληθέστερον εἰς τόν πλάνον ὄφιν ἀπό τήν παρακύνησιν τῆς Εὕας, ὄχι μόνον Θεός δέν ἔγινεν, ἀλλά καί εἰς τόν θάνατον κατεκρίθη, καί εἰς ὅλον τό γένος μετέδωκε τοῦ κακοῦ.
   Λοιπόν, διά τήν τρυφήν τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ ὁ Κύριος ἐνήστευσεν ἡμέρας τεσσαράκοντα, καί ὑπήκοος ἔγινεν. Διά  τοῦτο καί ἡ παροῦσα Ἁγία Τεσσαρακοστή ἐπαραδόθη ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, διά νά ἀπολαύσωμεν ἡμεῖς διά τῆς νηστείας τήν ἀφθαρσίαν, μέ τό νά φυλάξωμεν ἡμεῖς ἐκεῖνο, τό ὁποῖον μέ τό νά μήν ἐφύλαξεν ἐκεῖνος, ἀπώλεσε τήν ἀφθαρσίαν. καί κατά ἄλλον τρόπον, ὁ σκοπός τῶν Ἁγίων οὗτος ἐστι, καθώς καί προείπομεν, νά περιλάβουν διά βραχέων, τά ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους γενόμενα ἔργα παρά τοῦ Θεοῦ. καί ἐπειδή ὅλων τῶν καθ’ ἡμᾶς αἴτιον ἐστάθη ἡ παράβασις καί ἡ ἔκπτωσις τοῦ Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισον, διά τοῦτο ταύτην ἐνταύθα πρωτίστην ἔταξαν, διά νά φύγωμεν τήν παρακοήν, καί νά μή μιμηθῶμεν κατ’ οὐδέν τήν ἀκρασίαν αὐτοῦ.

Συμβουλή πρός μετανοοῦντα πῶς πρέπει νά ἐξομολογήται. Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου


ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΓΛΑΦΥΡΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΕΚ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΩΝ ΕΡΑΝΙΣΘΕΙΣΑ ΕΙΣ ΚΟΙΝΗΝ ΤΩΝ ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΝΤΩΝ ΩΦΕΛΕΙΑΝ
Ἕνιοι Ἰαμβικοὶ Στίχοι Λούσατο πρὶν νεεμάν, δι᾿ Ἰορδάνοιο (ρ)οάων, Ἑπτάκι, καὶ λέπρης (ρ)ύπτεται ἀργαλέης.
Λούεται αὖ πᾶς τις, κακὸς εἰς βένθος μετανοίης Ὤδε καὶ ἐκνίζει, λύματ᾿ ἐπεσβολίης.
Τοίνυν Ἰορδάνης, πρόγραμμα ἔτι μετανοίης, Εἰς ὃν Ἰωάννης, νίζ᾿ ἀλιτήριον ὄχλον.
ΠΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΑ «Ἐξολολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα».
αγαπη23-293x300Ὁ Πανάγαθος Θεός, καθὼς εἰς τὴν τάξιν τῆς φύσεως, δὲν ἐπρονόησε νὰ γινόμεθα μόνον εἰς τὴν ζωὴν ὑγιεῖς, ἀλλ᾿ ἐπρονόησεν ἀκόμη καὶ τὸ νὰ ἀναλαμβάνωμεν πάλιν τὴν Ὑγείαν, ὅταν σωματικῶς ἀσθενήσωμεν, μὲ ἰαματικὰ λουτρά, καὶ διάφορα ἰατρικά. Τοιουτοτρόπως δέ, καὶ διὰ τὴν πνευματικὴν ὑγείαν, δὲν ἐπρονόησε τὸ νὰ ἀναγεννώμεθα μόνον πνευματικῶς διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἀλλ᾿ ἐπρονόησεν, εἰς τὸ νὰ ἀναλαμβάνωμεν καὶ πάλιν τὴν πνευματικὴν ὑγείαν, ὅταν ψυχικῶς ἀσθενήσωμεν, μὲ ἕνα καθαρτικὸν λουτρόν, καὶ ἰατρικὸν θαυμάσιον. Καὶ τοῦτο δὲν εἶναι ἄλλο, ἀπὸ τὸ Μυστήριον τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
Διότι ἡ Ἐξομολόγησις, εἶναι πράγματι ἕνα λουτρόν, μὲσα εἰς τὸ ὁποῖον ὅσαι ψυχαὶ λούονται, ἐξέρχονται παρευθὺς ἐλαφρόμεναι ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας ποῦ σηκώνουν. Εἶναι ἕνα λουτρόν, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἐκπλύνονται καὶ ἀφανίζονται ὅλοι οἱ μολυσμοὶ τῶν πλημμελημάτων, κατὰ τὸν θεῖον Χρυσόστομον: «Ἡ ὁμολογία τῶν ἡμαρτημένων, ἀφανισμὸς γίνεται τῶν πλημμελημάτων». Καὶ ἕνα λουτρόν, ποῦ γίνεται διὰ τοὺς μετανοοῦντας, εἶναι ἕνα ἄλλο Βάπτισμα, δυσκολότερον μὲν ἀπὸ τὸ πρῶτον Βάπτισμα, ἀναγκαῖον ὅμως διὰ τὴν σωτηρίαν, ὡς καὶ ἐκεῖνο, κατὰ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον: «Οἷδα καὶ δεύτερον ἔτι (Βάπτισμα) τὸ διὰ δακρύων, ἀλλ᾿ ἐπιπονώτερον».
Ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο μέρος, ἡ Ἐξομολόγησις εἶναι ἕνα ἰατρικὸν τόσον δραστικόν, εἰς τρόπον ὧστε, ἐν τῷ ἄμᾳ ἐξαλειφθῇ κάθε δηλητήριον τῆς θανασίμου ἁμαρτίας, ἡ ὁποία εἶναι ἕνα κακὸν ἄπειρον. Καὶ ἀφανίζει μὲν κάθε ἀόρατον ἀσθένειαν, ἐπαναγυρίζει δὲ εἰς τὴν ψυχὴν τὴν προτέραν ὑγείαν καὶ χάριν. Εἶναι ἕνα ἰατρικὸν ποὺ μεταβάλλει αὐτοστιγμεὶ τὸν ἁμαρτωλὸν εἰς ἕνα ὡραιόμορφον Ἄγγελον, ἐκεῖ ποὺ ἦτον πρὸ τῆς ἁμαρτίας, καὶ οὐχὶ μεταμορφωμένον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ὡς ἕνα διάβολον ὡσὰν τὸν Ἰούδαν. «Καὶ ἐξ ὑμῶν εἷς διάβολος ἐστί» (Ἰωάν. 5. 70.) Καὶ ἐν συντομίᾳ, ὅπου μεταβάλλει τὸν ἁμαρτωλὸν ἀπὸ κατάδικον εἰς ἐλεύθερον, ἀπὸ σαρκικὸν εἰς πνευματικόν, ἀπὸ δοῦλον τῆς ἁμαρτίας, εἰς υἱὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ ἔνοχον τῆς αἰωνίου κολάσεως, εἰς κληρονόμον τῆς οὐρανίου Βασιλείας Του. Δηλαδή, εἶναι ἕνα ἰατρικόν, ποὺ διὰ τὰ ὑπερφυσικὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἐνεργεῖ, ὑπερβαίνει ὅλα μαζὶ τὰ ἔργα τῆς φύσεως. Ἐπειδή, ἡ δικαίωσις ποὺ χαρίζει εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἁμαρτωλοῦ, εἶναι ἔργον ἀπείρως μεγαλύτερον, ἀπὸ τὸ ἐὰν ἤθελε νὰ δημιουργήσῃ ὁ Θεός, ἕναν ἄλλον νέον κόσμον.
Ἀλλ᾿ ὢ τῆς δυστυχίας! Τὸ καθαρτικὸν τοῦτο λουτρόν, καὶ τὸ θαυμαστὸν τοῦτο ἰατρικόν, ἡ ψυχοφελεστάτη λέγω Ἐξομολόγησις, ἔγινε σήμερον εἰς τοὺς Χριστιανούς, ἕνα Μυστήριον λίαν ἐπουσιῶδες ἤ καὶ ἐκ περισσοῦ, οἱ ὁποῖοι νομίζοντες ὅτι δὲν καθαρίζονται εἰς αὐτὸ τὸ λουτρόν, ἄλλοι μὲν ἀπὸ αὐτούς, ἤ δὲν ἐξομολογοῦνται τελείως, ἢ ἐξομολογοῦνται σπανίως, ἀγαπῶντες οἱ ταλαίπωροι καλύτερα νὰ κυλίωνται ὡσὰν τὰ ζῶα μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν, παρὰ νὰ τρέξουν εἰς τοῦτο τὸ λουτρόν, καὶ νὰ καθαρισθοῦν· ἕτεροι δὲ, οὕτε μὲ τὴν πρέπουσαν ἐξέτασιν τῆς συνειδήσεως καὶ τῶν ἁμαρτιῶν τους ἐξομολογοῦνται, οὕτε μὲ τὴν πρέπουσαν συντριβὴν καὶ κατάνυξιν, οὕτε μὲ μίαν ἀποφασιστικὴν γνώμην εἰς τὸ νὰ προσέχουν νὰ μὴν ἁμαρτήσουν πλέον, εἰς τὰ ὁποῖα, μία τοιαύτης ἑτοιμασίας εἶναι καὶ τὰ συστατικὰ τῆς Θεαρέστου ἐξομολογήσεως. Ἀλλὰ ἐξομολογοῦνται ἀνεξετάστως, ἄνευ κατανύξεως, χωρὶς ἀπόφασιν τοῦ νὰ γίνουν καλύτεροι, καὶ ἀπλῶς, κατὰ συνήθειαν καὶ μόνον, διότι ἔρχεται τὸ Πάσχα, Χριστούγεννα, ἢ Θεοφάνεια. Τοιουτοτρόπως δὲ ἐξομολογούμενοι οἱ ταλαίπωροι, καὶ νομίζοντες ὅτι καλῶς ἐξομολογοῦνται, μεγάλως ζημιώνονται καὶ ἁμαρτάνουν.
ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ Ο ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ Ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ, πρέπει νὰ ἠξεύρης, ὅτι ἡ μετάνοια, κατὰ τὸν θεῖον Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν, εἶναι μία ἐπαναστροφὴ ἀπὸ τοῦ παρὰ φύσιν εἰς τὸ κατὰ φύσιν, καὶ ἀπὸ τοῦ διαβόλου πρὸς τὸν Θεόν. Λοιπόν, καὶ σὺ ἀγαπητέ μου, ἐὰν θέλῃς νὰ μετανοήσῃς καθὼς πρέπει, νὰ ἀφήσῃς τὸν διάβολον καὶ τὰ ἔργα του, καὶ νὰ ἐπαναγυρίσῃς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν. Νὰ ἀφήσῃς τὴν ἁμαρτίαν ποὺ εἶναι παρὰ φύσιν, καὶ νὰ ἐπαναγυρίσῃς εἰς τὴν ἀρετὴν ποὺ εἶναι κατὰ φύσιν. Νὰ μισήσῃς τὴν ἁμαρτίαν τόσο πολύ, ὥστε νὰ λέγῃς καὶ σὺ μὲ τὸν Δαβίδ: «Ἀδικίαν ἐμίσησα καὶ ἐβδελυξάμην, τὸν δὲ νόμον Σου ἠγάπησα».
Καὶ λοιπόν, ἀδελφέ μου, ἐὰν ὲν συνειδήσει καὶ μὲ συντριβὴν τῆς καρδίας σου, ὁμολογῇς, ὅτι ἐλύπησες μὲ τὰς ἁμαρτίας σου τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τότε ὡς ἀληθῶς μετανοήσας, πρῶτον εἰπὲ μέσα εἰς τὴν καρδίαν σου: «Ἐξαγορεύσω (ἐξομολογοῦμαι) κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ». Καὶ: «ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός Σου, ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (Λουκ. ιε´ 18). Ἀφοῦ δὲ εἰπῇς ταῦτα, δράμε εἰς τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας μὲ τὴν ἀδίστακτον βεβαιότητα, ὅτι ἐκεῖ παρουσιάζεσαι ὄχι μπροστὰ σὲ ἄνθρωπο, ἀλλ᾿ ἔμπροσθεν τοῦ παντογνώστου Θεοῦ, τοῦ ἀπείρως ἐλεήμονος καὶ ἀπείρως δικαιοκρίτου, καὶ μὲ αἴσθημα εὐθύνης τῆς σῆς ἀναξιότητος καὶ μηδαμινότητος, παράδοσε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὴν κρίσιν καὶ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Πνευματικοῦ σου Πατρός, ὡς ἀναπολόγητος παραβάτης τῶν θείων ἐντολῶν.
Μὲ κατάνυξιν καὶ πλείοναν ταπείνωσιν, μὲ συντετριμμένην καρδίαν, καθὼς ἐξομολογεῖτο ἡ πόρνη τὰς ἁμαρτίας της, πρόσπεσον τῷ Θεῷ, διὰ νὰ σοῦ προσδεχθῇ τὴν ἐξομολόγησίν σου, καὶ νὰ σοῦ δώσῃ τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν σου. Διότι: «Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει». Τὴν κατάνυξιν δέ, καὶ τὴν ταπείνωσιν πρέπει νὰ ἔχῃς, καὶ ὅταν ἀκόμη σὲ ἐλέγχῃ ὁ πνευματικὸς διὰ τὰ ἁμαρτήματά σου, σιωπῶντας καὶ μὴ περικόπτων τὰ λόγια του, μὲ διάφορες δικαιολογίες, ἀλλὰ δεχόμενος τὸν ἔλεγχον μετὰ χαρᾶς, ὡς νὰ σοῦ τὸ κάνῃ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καθὼς δὲ συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Γενοῦ καὶ τῷ ἤθει καὶ τῷ λογισμῷ ὡς κατάδικος ἐπὶ τῇ ἐξομολογήσει σου, εἰς γῆν νενευκώς, καὶ εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς πόδας τοῦ ἰατροῦ, ὡς τοῦ Χριστοῦ, δάκρυσι βρέχων».
Δὲν θὰ πρέπει νὰ κατηγορῇς τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον ὅταν ἐξομολογεῖσαι, προφασιζόμενος ὅτι αὐτοὶ ἔγιναν αἴτιοι νὰ ἁμαρτήσῃς, καθὼς καὶ ὁ Ἀδὰμ τὴν Εὔαν, καὶ ἡ Εὔα τὸν ὄφιν. Ἀλλὰ μόνον τὸν ἑαυτόν σου νὰ κατηγορῇς, καὶ τὴν κακήν σου προαίρεσιν. «Εἰ θέλῃς κατηγορῆσαι, κατηγόρησόν σου» σοῦ λέγει ὁ Θεῖος Χρυσόστομος. Τί νὰ λέγῃς δὲ εἰς τὸν πνευματικόν, σὲ συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. «Εἰπὲ καὶ μὴ αἰσχυνθῇς. Ἐμὸν τὸ τραῦμα πάτερ, ἐμὴ ἡ πληγή, ἐξ οἰκείας ραθυμίας, καὶ οὐκ ἐξ ἑτέρου προσγινομένη, οὐδεὶς ταύτης αἴτιος, οὐκ ἄνθρωπος, οὐ πνεῦμα, οὐ σῶμα, οὔ τι ἕτερον, ἀλλ᾿ ἡ ἐμὴ ἀμέλεια».
Πρέπει νὰ ἐξομολογῆσαι μὲ ἀλήθειαν καὶ εὐθύτητα καρδίας, φανερώνων ὅλας σου τὰς ἁμαρτίας, τοιουτοτρόπως, καθὼς τὰς ἔπραξες, τοῦ τόπου, τοῦ χρόνου, τῆς αἰτίας, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τοῦ τρόπου, (ἄνευ τῶν ὁνομάτων τῶν προσώπων ἐκείνων, μὲ τὰ ὁποῖα πιθανὸν νὰ ἥμαρτες) χωρὶς νὰ προσθέσῃς ἢ νὰ ἀφαιρέσῃς τὰς μισὰς ἁμαρτίας σου εἰς ἕνα πνευματικόν, καὶ τὰς ἄλλας μισὰς εἰς ἄλλον, καθὼς κάμουν μερικοί. Ἀλλὰ νὰ ἐξομολογηθῇς σὲ ἕνα πνευματικὸν ἀπλά, μὲ καρδίαν ἄδολον καὶ ἀληθινὴν μετάνοιαν. Διότι ἂν ἐξομολογηθῇς μὲ δόλον καὶ ἐπιφανειακὰ μόνον, νὰ ξεύρῃς ὅτι, δὲν θὰ γένῃ δεκτὴ ἡ ἐξομολόγησίς σου εἰς τὸν Θεόν, ποῦ ἀγαπᾷ τὴν ἀλήθειαν. «Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας».
Διὰ τοῦτο καὶ πρέπει νὰ ἐξομολογῆσαι χωρὶς ἐντροπήν, διότι ἡ ἐντροπὴ ποὺ λαμβάνεις ὅταν ἐξομολογῆσαι, σοῦ προξενεῖ δόξαν καὶ χᾶριν παρὰ τῷ Θεῷ. Ἡ ἐντροπὴ αὕτη σὲ κάνει νὰ ἐλευθερωθῇς ἀπὸ τὴν μέλλουσαν ἐντροπήν, τῆς ἐν τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, κατὰ τὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος: «Οὐ γὰρ ἔστιν ἐκτὸς αἰσχύνης, αἰσχύνης ἀπαλλαγῆναι». Τί ἐντρέπεσαι ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ; Ὅταν ἔκαμες τὴν ἁμαρτίαν δὲν ἔντράπεις, καὶ τώρα ποὺ ἔφθασεν ἡ ὥρα νὰ ἀπαλλαγῇς ἀπὸ ἀυτήν, ἐντρέπεσαι; Καὶ δὲν ἠξεύρεις πῶς ἡ ἐντροπὴ αὕτη εἶναι τοῦ διαβόλου, ὅ ὁποῖος, ὅταν κάνῃς τὴν ἁμαρτίαν σοῦ δίδει θάρρος, καὶ ὅταν τὴν ἐξομολογῆσαι σοῦ δίδει φόβον καὶ ἐντροπήν; Μαρτυρεῖ δὲ καὶ ὁ Θεῖος Χρυσόστομος: «Δύο ταῦτα ἐστί, ἁμαρτία καὶ μετάνοια. Ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ, ὄνειδος, γέλως. Ἐν δὲ τῇ μετανοίᾳ, ἔπαινος, παῤῥησία. Ἀλλ᾿ ἀντιστρέφει τὴν τάξιν ὁ Σατανᾶς, καὶ δίδωσι τοῖς πειθομένοις αὐτῷ, ἐν μὲν τῇ ἁμαρτίᾳ τὴν παρρησίαν, ἐν δὲ τῇ μετανοίᾳ τὴν αἰσχύνην. Σὺ δὲ μὴ πεισθῇς αὐτῷ».
Ὁ Θεὸς δὲν σοῦ ἔδωσε Ἄγγελον διὰ πνευματικόν, ἢ Ἀρχάγγελον διὰ νὰ ἐντραπῇς, ἀλλὰ ἕνα ἄνθρωπον, ἕνα ὁμοιοπαθῆ σὰν καὶ ἐσένα, διὰ νὰ μὴν ἐντραπῇς, καὶ σὺ τὸν ἐντρέπεσαι; Πρέπει νὰ ξεύρῃς ἀδελφέ, ὅτι ἡ ἐντροπὴ ποὺ μέλλεις νὰ λάβεις ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως, ἐὰν ἐδῶ ἐντραπῇς, εἶναι φοβερωτέρα καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ σκότος, καὶ τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον.
Οἱ μετανοοῦντες τὸν παλαιὸν καιρόν, ἐστέκοντο εἰς τὴν πόρταν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐξομολογοῦντο τὰς ἁμαρτίας των εἰς ὅλον τὸ πλῆθος ποὺ εἰσήρχετο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ σὺ ἀδελφέ μου, ὢν ἁμαρτωλός, καὶ μπροστὰ σὲ ἕνα μόνον ἄνθρωπον ἐξομολογούμενος, διατὶ νὰ ἐντρέπεσαι;
Διηγεῖται ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἐν τῷ (περὶ ὑπακοῆς δ´) λόγῳ αὐτοῦ: «Εἰς τὸ Κοινόβιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Σινᾶ, ἐπῆγε ἕνας ἄνθρωπος ληστὴς καὶ φονεύς, ζητῶν νὰ γίνῃ Μοναχός. Ὁ δὲ Ἡγούμενος τοῦ Κοινοβίου, ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ ἐξομολογηθῇ παῤῥησίᾳ ἐνώπιον πάντων τὰς ἁμαρτίας του. Αὐτὸς δὲ μετὰ χαρᾶς ἐδέχθη νὰ τὸ κάμῃ ἐφ᾿ ὅσον τὸν πρόσταζε ὁ Προεστώς, ἀκόμη καὶ μέσα εἰς ὅλην τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας. Καὶ λοιπόν, ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ, γενομένης Θείας Λειτουργίας, μετὰ τὴν τελείωσιν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, ἰδού, ἔρχεται ὁ ληστὴς ἐκεῖνος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς κατάδικος συρόμενος ἀπό τινας ἀδελφούς, κτυπούμενος, δεδεμένας ἔχων ὀπίσω τὰς χεῖρας, ἐνδεδυμένος σάκκον, καὶ στάκτην ἔχων εἰς τὴν κεφαλήν του. Ὅταν ἐπλησίασεν εἰς τὴν πόρταν τῆς Ἐκκλησίας: στάσου τοῦ φωνάζει ὁ Ἡγούμενος, στάσου, διότι δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ ἔμβῃς ἐδῶ μέσα. Ὁ δὲ, νομίσας πῶς ἤκουσε καμμίαν βροντήν, καὶ ὄχι φωνὴν ἀνθρώπου, πίπτει παρευθὺς εἰς τὴν γῆν μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μὲ τὰ δάκρυά του ἔβρεχε τὸ ἔδαφος. Ἐν συνεχείᾳ τὸν προστάζει νὰ ἐξομολογηθῇ ὅλας του τὰς ἁμαρτίας. Ὁ δὲ ληστὴς τὰς ἐξομολογήθη ὅλας μίαν πρὸς μίαν.
Ἐδῶ βλέπομεν καὶ τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅταν ἐξομολογεῖτο οὗτος τὰς ἁμαρτίας του, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους ἀδελφούς, ἔβλεπε ἕναν φοβερὸν ἄνδρα κρατοῦντα τετράδιον γεγραμμένον εἰς χεῖράς του καὶ μία γόμα. Καὶ εὐθύς, ὅταν ἐξομολογεῖτο ὁ ληστὴς τὴν κάθε του ἁμαρτίαν, ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος ἀνὴρ τὴν ἔσβηνε. Καὶ αὐτὸ ἦτον τὸ δίκαιον. Διότι εἶπεν ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Προφήτου Δαβίδ: «Εἶπα, ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ, καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς Καρδίας μου». Παρευθὺς δὲ μετὰ τὴν ἐξομολόγησιν, ἔκαμε ὁ Προεστὼς ἐκεῖνος, Μοναχὸν τὸν ληστήν, καὶ τὸν ἐσυναρίθμησε μὲ τοὺς λοιποὺς Μοναχούς».
ΠΩΣ ΝΑ ΠΡΟΦΥΛΑΓΕΤΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΝ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ἀφ᾿ οὗ ἐξομολογηθῇς, καὶ λάβῃς τὸν κανόνα σου ἀπὸ τὸν πνευματικόν σου, διὰ νὰ μὴν προφυλάγεσαι νὰ μὴν ξανὰ πέσῃς πάλιν εἰς τὰς ἰδίας, ἤ ἄλλας ἁμαρτίας, μεταχειρίσου τὰ ἐξῆς προφυλακτικὰ ἰατρικὰ μέσα.
Α. Νὰ μὴν λησμονήσῃς, ἀλλὰ νὰ ἐνθυμῆσαι τὰς ἁμαρτίας ποὺ ἔπραξες. Διὰ νὰ γνωρίζῃς μὲ τὴν ἐνθύμησιν τὴν μεγάλην χάριν ποὺ ἔλαβες παρὰ τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, τὸ νὰ σοῦ συγχωρήσῃ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου. Ἐὰν ἕνας γλιτώσῃ ἀπὸ ἕναν μεγάλον κίνδυνον, ὅταν τὸν ἐνθυμῆται, τρέμει καὶ φοβεῖται, καὶ ὁ φόβος αὐτὸς τὸν κάνει νὰ μὴ ξανὰ πέσῃ καὶ πάλιν εἰς τὸν ἴδιον κίνδυνον. Ἔτσι καὶ ὁ Δαβίδ, μετὰ τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν του, τὰς ἐνθυμεῖτο πάντοτε, διὸ καὶ ἔλεγε: «Καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διὰ παντός».
Ἐὰν θέλῃς, (γράφει ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος), νὰ γυρίσῃ ὁ Θεὸς τὸν πρόσωπόν του ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας σου, θὰ πρέπει ἐσὺ νὰ τὰ ἔχῃς ἔμπροσθέν σου νὰ τὰς βλέπῃς, καὶ νὰ θρηνῇς. Διότι ἐὰν ἐσὺ γράφῃς τὰς ἁμαρτίας σου μέσα στὸ μυαλό σου, καὶ νὰ τὰς ἐνθυμῆσαι, (λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος) ὁ Θεὸς θὰ τὰς ἐξαλείψῃ καὶ θὰ τὰς λησμονήσῃ. Ἐὰν δὲ ἐσὺ τὰς ξεγράψῃς καὶ τὰς λησμονήσῃς, ὁ Θεὸς θὰ τὰς γράψει καὶ θὰ τὰς ἐνθυμεῖται. «Συνάγαγε πάντα (τὰ ἁμαρτήματα δηλαδή) καὶ ὡς ἐν βιβλίῳ γράφε, ἂν γὰρ σὺ γράψῃς, ὁ Θεὸς ἐξαλείφει, ὥσπερ οὖν, ἂν μὴ σὺ γράψῃς, ὁ Θεὸς καὶ ἐγγράφει, καὶ δίκην ἀπαιτεῖ».
Β. Τὸ νὰ φεύγῃς τὰ αἴτια τῆς ἁμαρτίας. Ἐπειδὴ κατὰ τοὺς φιλοσοφικοὺς κανόνας, τὰ αὐτὰ αἴτα ἔχουν κατὰ κανόνα πάντοτε καὶ τὰ αὐτὰ αἰτιατά, καὶ ἀποτελέσματα. Ὅθεν, ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Τὸν ἄπαξ τινα μετανοήσαντα, τὴν αὐτὴν πάλιν ποιῆσαι ἁμαρτίαν, ἔλεγχος ἐστι τοῦ τὸ πρῶτον αἴτιον τῆς ἁμαρτίας ἐκείνης μὴ ἐκκαθᾶραι. Ἀφ᾿ οὗ καθάπερ ἀπὸ ρίζης τινός, πάλιν ἀνάγκην τὰ ἴσα φύεσθαι». Φεῦγε λοιπόν, ἀδελφέ, τὰς κακὰς θεωρίας, τὰς κακὰς συνομιλίας καὶ συναναστροφὰς τῶν ἀτάκτων, καὶ μάλιστα φεῦγε τὰς συνομιλίας καὶ φιλίας τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, μὲ τὰ ὁποῖα ἥμαρτες σαρκικῶς. Διότι ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, ἢ ἐσὺ πρέπει νὰ φύγῃς ἀπὸ αὐτά, ἢ αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ μακρύνῃς ἀπὸ κοντά σου, καὶ νὰ τὰ διώξῃς (τὰ αἴτια) ἂν τὰ ἔχῃς στὸ σπίτι σου, κἂν δούλη (ὑπάλληλος, ὑφισταμένη) καὶ ἂν εἶναι, κἂν δοῦλος, καὶ ἀπλῶς, κἂν ἐδικός σου καὶ φίλος. Περὶ τούτων εἶπεν ὁ Κύριος: «Εἰ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν, καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ. Συμφέρει γὰρ σοί, ἵνα ἀπόλληται ἓν ἀπὸ τῶν μελῶν σου, καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς τὴν γέεναν». (Ματθ. ε´ 29).
Καὶ μὴ πιστεύσῃς ποτὲ εἰς τὸν ἑαυτόν σου, λέγοντας: «Ἐγὼ δύναμαι νὰ συναναστρέφομαι μὲ τὰ ἐμὲ βλάπτοντα πρόσωπα, καὶ νὰ μὴ βλάπτωμαι», διότι εἶναι πεπλανημένος ὁ λογισμὸς αὐτός, ἐπειδὴ εἶναι γεγραμμένον: «Μὴ πιστεύσῃς τῷ ἐχθρῷ σου εἰς τὸν αἰῶνα» (Σοφ. Σειράχ). Καὶ ὁ σωφρονέστατος ἐκεῖνος Ἰωσήφ, ἂν δὲν ἔφευγεν ἀπὸ τὸ δωμάτιον τῆς κυρίας του, θὰ ἔπεφτε μετ᾿ αὐτῆς εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Ὅποιος φοβεῖται τὸν κίνδυνον, δὲν θὰ πέσῃ ποτὲ εἰς αὐτόν, ἀλλὰ μόνον ὅποιος τὸν ἀγαπᾷ θὰ πέσῃ. «Ὁ ἀγαπῶν τὸν κίνδυνον, ἐν αὐτῷ ἐμπεσεῖται».
Γ. Τὸ νὰ ἐξομολογῆσαι συνεχῶς. Ὄχι μόνον ὅταν πράξῃς κάθε θανάσιμον καὶ μεγάλον ἁμάρτημα παρευθὺς νὰ τρέχῃς εἰς τὸν πνευματικόν, ἀλλὰ καὶ ὅταν πράξῃς κάθε μικρὸν ἂν εἶναι δυνατόν. Διότι καθὼς μία πληγὴ ὅταν φανερωθῇ εἰς τὸν ἰατρόν, δὲν μεγαλώνει, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία, ὅταν ἐξομολογῆται δὲν πολλαπλασιάζεται, κατὰ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τῆς Κλίμακος: «Μώλωπες θριαμβευόμενοι, οὐ προκόψουσι ἐπὶ τὸ χεῖρον, ἀλλ᾿ ἰαθήσονται».
Τὰ λελέκια ἔχουν μίαν συνήθειαν. Ὅπου τοὺς χαλοῦν τὰς φωλέας των, ἐκεῖ πλέον δὲν πηγαίνουν. Ἔτσι καὶ οἱ δαίμονες, ἀναχωροῦν ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ συχνὰ ἐξομολογεῖται. Διότι ἡ συχνὴ ἐξομολόγησις, χαλάει τὰς φωλέας καὶ τὰ δίκτυά των. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραμένῃ ἀνεξομολόγητος, ὅλα τὰ μέλη του εἶναι σὰν δεμένα μὲ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ δὲν δύνανται νὰ κινηθοῦν εἰς τὸ νὰ κάνουν τὸ καλόν, παρὰ μόνον ὅταν ἐξομολογηθῇ, παρευθὺς λύονται, καὶ ἐλευθερώνεται ὁ ἄνθρωπος.
Διατί ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος δὲν ἐλούσθη μίαν φορὰν διὰ νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὴν λέπραν του εἰς τὸν Ἰορδάνην, ἀλλὰ ἑπτά; Ἀκριβῶς διὰ νὰ μᾶς διδάξῃ ὅλους μικροὺς καὶ μεγάλους, νὰ ἐξομολογούμεθα ἑπτάκις, δηλαδὴ πολλὲς φορές, (τὸ ἑπτὰ παρὰ τῇ Θείᾳ Γραφῇ ἐκλαμβάνεται ἀντὶ τοῦ πολλά), καὶ νὰ λουόμεθα εἰς τὰ ὕδατα τῆς μετανοίας, τῆς ὁποίας τύπον εἶχεν ὁ Ἰορδάνης, διότι εἰς αὐτὸν ἐβάπτιζεν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος «Βάπτισμα μετανοίας τῷ λαῷ» (Μάρκου α´ 4.). Καὶ διότι, ἡ συνεχὴς ἐξομολόγησις, προξενεῖ ἀκόμη καὶ ἄλλα πέντε καλὰ εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἐξομολογεῖται συχνά.
Πρῶτον. Καθὼς τὰ δένδρα ποὺ μεταφυτεύονται συνεχῶς, δὲν δύνανται νὰ πιάσουν ρίζες βαθιὰ εἰς τὴν γῆν, ἔτσι καὶ τὰς κακὰς συνηθείας τῆς ἁμαρτίας δὲν ἀφήνει ἡ συχνὴ ἐξομολόγησις νὰ πιάσουν ῥίζες βαθειὰ εἰς τὴν καρδίαν τοῦ συνεχῶς ἐξομολογουμένου. Ἤ μᾶλλον, καθὼς ἕνα παλαιὸν καὶ μεγάλον δένδρον δὲν δύναται νὰ κοπῇ μὲ μία τσεκουριά, ἔτσι καὶ μία παλαιὰν συνήθειαν τῆς ἁμαρτίας, ἕνας μόνο πόνος τῆς καρδίας, καὶ αὐτὸς ἴσως ἀτελὴς ποὺ ἔδειξεν ὁ μετανοῶν εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, δὲν δύναται νὰ τὴν ξεριζώσῃ καὶ νὰ τὴν ἐξαλείψῃ τελείως, ἂν καὶ ἡ ἁμαρτία του, τοῦ ἐσυγχωρήθῃ διὰ τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς τοῦ Πνευματικοῦ.
Δεύτερον. Διότι, ὅποιος συνεχῶς ἐξομολογεῖται, ἔχει μεγάλην εὐκολίαν, εἰς τὸ νὰ ἐξετάζῃ μὲ ἐπιμέλεια τὴν συνείδησίν του, ἐπειδὴ τὸ νὰ ἐλαφρώνῃ συνεχῶς τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας του, μένουν πάντοτε αὐταὶ ὀλιγώτεραι. Διὰ τοῦτο, καὶ εὐκολότερα δύναται αὐτὸς νὰ τὰ ἐνθυμεῖται. Ὁ δὲ μὴ συνεχῶς ἐξομολογούμενος, διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν, οὔτε μὲ ἀκρίβειαν δύναται νὰ τὰς εὕρῃ, οὔτε νὰ τὰς ἐνθυμηθῇ, ἀλλὰ λησμονεῖ πολλάκις, πολλὲς καὶ μεγάλες ἁμαρτίες, αἱ ὁποῖαι, μὲ τὸ νὰ μένουν ἀνεξομολόγηται, ἀκολούθως μένουν καὶ ἀσυγχώρηται. Διὰ τοῦτο, ὁ διάβολος, θὰ τοὺς τὰ ἐνθυμήσῃ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, καὶ τόσον πολὺ θὰ τὸν στενοχωρήσῃ, ποὺ θὰ κλαύσῃ ὁ ταλαίπωρος, ἀλλὰ ματαίως, διότι τότε πλέον δὲν θὰ δύναται νὰ τὰς ἐξομολογηθῇ.
Τρίτον. Διότι, ὅποιος ἐξομολογεῖται συνεχῶς, ἐὰν καὶ θανάσιμον ἁμαρτίαν πράξῃ ποτέ, εὐθὺς ὅμως ποὺ θὰ ἐξομολογηθῇ μὲ μετάνοια καὶ συντριβή, εἰσέρχεται εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅσα καλὰ ἔργα κάμῃ, τοῦ γίνονται πάλιν, ἄξια ζωῆς αἰωνίου. Ἐκεῖνος δέ, ποὺ δὲν ἐξομολογεῖται συνεχῶς, ἐὰν πράξῃ καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴν θανάσιμον ἁμαρτίαν, καὶ δὲν τρέξῃ ἀμέσως νὰ τὴν ἐξομολογηθῇ, ὅσον καιρὸν εἶναι ἀνεξομολόγητος, ὄχι μόνον στερεῖται τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅσα καλὰ ἔργα κάμῃ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ του, δηλαδὴ νηστείας, ἀγρυπνίας, γονυκλισίας καὶ ἄλλα ὅμοια, δὲν εἶναι εὐπρόσδεκτα εἰς τὸν Θεόν, διότι στεροῦνται ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιον ὅλων τῶν πρὸς σωτηρίας μας ἔργων.
Τέταρτον. Διότι, αὐτὸς ποὺ συνεχῶς ἐξομολογεῖται, εἶναι πλέον βέβαιος, ὅτι θὰ τὸν εὕρῃ ὁ θάνατος μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ μετανοημένος, καὶ οὕτῳ, νὰ ἔχῃ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ τοῦ θανάτου του. Ὁ διάβολος ποὺ πηγαίνει πάντοτε εἰς τοὺς θανάτους, ὄχι μόνο τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἁγίων, ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, καὶ αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ Κυρίου, κατὰ τὸ «Ἔρχεται ὁ τοῦ κόσμου τούτου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει ὁδόν» (Ἰωάν. ιδ´ 3.) νὰ ἰδῇ ἐὰν εὕρῃ τίποτε, ἀλλὰ, διότι αὐτὸς ἐπρόλαβε καὶ ἀξομολογήθῃ, ἔχει καθαροὺς πλέον τοὺς λογαριασμούς του, καὶ καθαρὰ τὰ κατάστιχά του. Ὁ δὲ μὴ συνεχῶς ἐξομολογούμενος, πιθανόν, νὰ ἀποθάνῃ ἀνεξομολόγητος, καὶ ἔτσι νὰ ἀπολεσθῇ αἰωνίως, μὲ τὸ νὰ μεταπίπτῃ εὐκόλως εἰς τὴν ἁμαρτίαν, διότι ὁ θάνατος εἶναι ἄδηλος.
Πέμπτον δέ, καὶ τελευταῖον καλὸν προξενεῖ ἡ συχνὴ ἐξομολόγησις, εἰς τὸ νὰ ἐμποδίζῃ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Διότι, ὁ συνεχῶς ἐξομολογούμενος ὅταν ἐνθυμηθῇ, πῶς μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας θὰ ἐξομολογηθῇ, καὶ ἐὰν ἀκόμα ἔχει ἀποφασίσῃ νὰ ἁμαρτήσῃ, ἐμποδίζεται, συλλογιζόμενος τὴν ἐντροπὴν ποὺ θὰ λάβῃ, ὅταν τὴν ἐξομολογηθῇ, καὶ τὸν Πατρικὸν ἔλεγχον, ποὺ θὰ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸν Πνευματικόν του.
Λοιπόν, ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ, μανθάνοντας τὸ πόσον καλὸν προξενεῖ ἡ θεία ἐξομολόγησις, σύχναζε εἰς αὐτήν. Διότι ὅσον συχνὰ πηγαίνεις εἰς τὸν λουτρὸν τοῦτο, τόσον περισσότερον καθαρίζεσαι. Μὴ ἀναβάλλῃς τὸν καιρὸν λέγων, ἂς πράξω τώρα τοῦτο, καὶ ὕστερα πηγαίνω νὰ ἐξομολογηθῶ. Διότι ὁ Θεός, ἂν καὶ πολλαῖς φοραῖς μακροθυμεῖ, δὲν ἐμπαίζεται.
Ἔτσι, ἂν καὶ πολλαῖς φοραῖς ἥμαρτες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ μὴ ἀργοπορήσας εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, θὰ ἀξιωθῇς νὰ διορθωθῇς καὶ νὰ καθαρισθῇς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Ἀλλὰ ὅμως, ἐὰν ἀναβάλλῃς τὸν καιρὸν τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου, ἴσως δὲν ἀξιωθῇς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἀποθάνῃς ἀνεξομολόγητος καὶ ἀδιόρθωτος, τὸ ὁποῖον εὔχομαι νὰ μὴ γίνῃ ποτὲ τοιοῦτόν τι, εἰς κανένα Χριστιανόν.
Δ. Ἡ ἐνθύμησις τοῦ θανάτου σου. Ὅταν ὁ πονηρὸς λογισμός, ὁ διάβολος καὶ τὰ πάθη σὲ πολεμοῦν, καὶ σὲ παρακινοῦν νὰ ἁμαρτήσῃς:
Πρῶτον. Βάλε μπροστά σου τὸν θάνατον, καὶ συλλογίσου, πὼς αὐτὸ τὸ σῶμά σου ποὺ τώρα ἐπιθυμεῖ νὰ ἁμαρτήσῃ, θὰ ἀποθάνῃ, καὶ θὰ χάσῃ τὴν ὀμορφιά, τὴν ὑγείαν καὶ ὅλας του τὰς δυνάμεις, καὶ θὰ γίνῃ νεκρόν, ἄμορφον, χωρὶς κάλλος, χωρὶς πνοήν. Συλλογίσου ἀκόμη, πῶς αὐτὸ τὸ σῶμά σου, θὰ ἐνταφιασθῇ εἰς ἕνα σκοτεινότατον τάφον, καὶ ἐκεῖ θὰ διαλυθῇ, καὶ θὰ γίνῃ κονιορτός, σκόνη. Πόσον φόβον, πόσον πόνον, πόσην άγωνίαν μέλλεις νὰ λάβῃς ὅταν χωρίζεται ἡ ψυχή σου ἀπὸ τὸ σῶμά σου, ὅταν θὰ εἶναι δίπλα σου οἱ φοβεροὶ δαίμονες διὰ νὰ σὲ ἀρπάσουν, καὶ κανένας δὲν θὰ εὑρίσκεται νὰ σὲ βοηθήσῃ, οὔτε ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ Ἄγγελοι, διότι μὲ τὰς ἁμαρτίας σου, τοὺς ἔχεις ἀπομακρύνει.
Δεύτερον. Ἐνθυμήσου ὅλα ἐκεῖνα τὰ αἰώνια ἀγαθά, ποὺ σοῦ ἔχει ὁ Θεὸς ἑτοιμασμένα εἰς τοὺς οὐρανούς, διὰ νὰ τὰ ἀπολαύσῃς μετὰ θάνατον. Βάλε καλὰ εἰς τὸ μυαλό σου, τὴν τρυφὴν ἐκείνην τὴν γλυκυτάτην τοῦ Παραδείσου, τὴν ἄῤῥητον δόξαν τοῦ οὐρανοῦ, τὴν παντοτινὴν χαράν, τὸ ἀνέσπερον καὶ ἀτελεύτητον φῶς, τὴν μακαρίαν θεωρίαν καὶ γνῶσιν τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ κυρίως ἀπόλαυσις ὅλων τῶν Μακαρίων. Συλλογίσου ἀκόμη, ὅτι, ἐκεῖ ἡ χαρὰ εἶναι μόνον χαρά, χωρὶς λύπην. Ἐκεῖ ἡ ζωή, εἶναι μόνον ζωή, χωρίς θάνατον. Ἐκεῖ τὸ φῶς, εἶναι μόνο φῶς, χωρὶς σκότος. Ἐκεῖ ἡ ὑγεία, χωρὶς ἀσθένειαν. Ἐκεῖ ἡ εἰρήνη χωρὶς ταραχήν. Καὶ ἀπλῶς, ἐκεῖ εἶναι ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ μόνον ἀγαθὰ, χωρίς κανένα κακόν.
Τί λέγεις τώρα διὰ τὴν ἁμαρτίαν ἀγαπητέ; Καταλαμβάνεις πόσον μεγάλη εἶναι ἡ κακία της; Λοιπόν, λυπήσου τὴν ψυχήν σου, σύντριψαι τὴν καρδίαν σου, ἐλθὲ εἰς τὸν ἑαυτόν σου, καὶ ἀποφάσισε στερεά, χίλιες φορὲς νὰ ἀποθάνῃς καλύτερα, παρὰ ποτὲ νὰ πράξῃς καμμίαν θανάσιμον ἁμαρτίαν.
Ἐκεῖνος ποὺ μετανοεῖ, λέγεται, ὅτι εὑρίσκεται εἰς τὸ κατὰ φύσιν, (ἐπειδὴ ἴδιον εἶναι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὅταν σφάλῃ εἰς κανένα πράγμα νὰ μετανοῇ), ἐκεῖνος δὲ ποὺ σφάλλει, καὶ δὲν μετανοεῖ, οὕτε διορθώνεται, αὐτὸς δικαίως καὶ πρεπόντως, εἶναι καὶ ὀνομάζεται παρὰ φύσιν. Καὶ ὅποιος δὲν μετανοεῖ θεληματικῶς, ἡ ἁμαρτία του θὰ μένει πάντοτε ἐπάνω του, διότι δὲν τὴν ἔσβησε μὲ τὴν μετάνοιαν καὶ τὴν ἐξομολόγησιν.
Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ Ὁ ἱερὸς Ἀυγουστῖνος λέγει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ κάμῃ ἐκεῖνο ποὺ δύναται, καὶ νὰ ζητῇ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐκεῖνο ποὺ δὲν δύναται. «Ποιεῖν ὅ δύνασαι, καὶ αἰτεῖν ὅπερ οὐ δύνασαι». Δὲν ἔχεις τὴν δύναμιν ἀπὸ λόγου σου; Δὲν ἔχεις βεβαιότητα εἰς τὴν θέλησίν σου; Ἡ αἰτία εἶναι ὅτι δὲν τὴν ζητεῖς ἀπὸ τὸν Θεόν. «Οὐκ ἔχετε, διὰ τὸ μὴ αἰτῆσθαι ἡμᾶς», λέγει ὁ Ἅγιος Ἱάκωβος. Φοβεῖσθαι τὸν κίνδυνον; Τρομάζεις τὸν πειρασμὸν τῆς ἁμαρτίας; Ἀγρύπνα καὶ προσεύχου, διὰ νὰ μὴ πέσῃς εἰς αὐτόν. «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθαι, ἵνα μὴ εἰσέλθηται εἰς πειρασμόν» (Ματθ. κστ´ 41).
Ἡ ἐθνική (εἰδωλολάτρις) γυνὴ Συροφοίνισσα, παρὰ τὸ ὅτι πρὸς δοκιμασίαν της παραβολικῶς προσωμοιάσθη μὲ κύνα, ἐν τούτοις μήπως ἐστερήθη καὶ δὲν ἀπήλαυσε τὸ ποθούμενον μὲ τὴν προσευχήν; Ὁ Τελώνης δὲν ἐδικαιώθη προσευχόμενος; Ὅμοίως καὶ ὁ ληστὴς ἐπὶ σταυροῦ μὲ τό, «Μνήσθητί μου Κύριε», πρῶτος αὐτὸς δὲν ἠξιώθη τοῦ Παραδείσου; Ὁ Ἄσωτος υἱὸς δὲν ἔπλυνε μὲ τὰ ἁμαρτήματά του, μὲ ὀλίγα λόγια προσευχόμενος; Ὅλα τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δίδονται τοῖς ἀνθρώποις, δὲν γίνονται διὰ προσευχῆς; «Ἄκουσον τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς ἐντολαῖς, καὶ ἀκούσει σου ἐν ταῖς προσευχαῖς», λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Περαίνω, καὶ ἐπισφραγίζω τὴν συμβουλὴν ταύτην μὲ τοῦτα τὰ λόγια: Ὁ Πατὴρ ὁ πέμψας τὸν Πρόδρομον Ἰωάννην εἰς τὸ νὰ βαπτίζῃ, ἐκήρυξε διὰ τοῦ στόματος ἐκείνου εἰς τοὺς ἁμαρτωλούς, «Μετανοεῖτε». Ὁ Υἱός, ὅταν ἐφανερώθη εἰς τὸν κόσμον, τοῦτον τὸν λόγον ἔβαλεν ἀρχὴν καὶ θεμέλιον τοῦ κηρύγματός Του, «Μετανοεῖτε». Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅταν κατέβει ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, τοῦτον τὸν λόγον ἐλάλησε διὰ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, «Μετανοεῖτε» (Πράξ. β´ 38). Τρεῖς εἶναι οἱ μαρτυροῦντες, καὶ τῶν τριῶν ἡ μαρτυρία ἐστὶν ἀληθῆς, μᾶλλον δὲ ἡ αὐτοαλήθεια. Λοιπόν, ἁμαρτωλοὶ σύντροφοί μου: «Μετανοεῖτε, Μετανοεῖτε, Μετανοεῖτε. Ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».

Ἀπὸ ποῦ προῆλθε ἡ ἄρνηση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου; Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου



αρχείο λήψης (12)ΜΕΛΕΤΗ ΚΗ΄
Α΄.
Σκέψου, ἀδελφέ, ἀπὸ ποῦ προῆλθε ἐκείνη ἡ φοβερὴ πτῶσις τῆς ἀρνήσεως τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ποὺ ἐνῶ προηγούμενος ἦταν τόσο θερμὸς μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ κατόπιν ἔγινε ἐπίορκος καὶ ἀρνητὴς τοῦ διδασκάλου του, γιὰ νὰ στηριχθῆς περισσότερο στὸ καλο μέσα ἀπὸ τὴν πτῶσι ἐκείνου. Ἡ πρώτη αἰτία τῆς ἀρνήσεως τοῦ Πέτρου ἦταν ἡ ὑπερηφάνεια [Ο θείος Χρυσοστομος ἀναφέρει ὄτι τρία ἦταν τὰ αἴτια τῆς ἀρνήσεως τοῦ Πέτρου· ἡ ἀντιλογία στὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ἡ προτίμησις τοῦ ἐαυτοῦ του ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητὲς καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του καὶ στὴν δύναμί του. «Δυὸ ἦταν τὰ ἐγκλήματα· καὶ τὸ ὅτι ἀντιμίλησε καὶ τὸ ὅτι προτίμησε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητές· μᾶλλον καὶ τρίτο· τὸ ὅτι ἐξαρτοῦσε τὸ πᾶν ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, δηλαδὴ εἶχε μεγάλη ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτὸ του» (Σειρὰ εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον)], μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχοντας ἰδιαίτερη ἐκτίμησι στὸν ἑαυτό του καὶ στὴν προηγούμενή του θερμότητα, ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ καταφρονῆ ὅλους τούς ἀποστόλους καὶ νὰ προτιμᾶ τὸν ἑαυτὸ του περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους λέγοντας ὅτι ἂν ἐπρόκειτο ὅλοι οἱ ἄλλοι νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό, αὐτὸς ὅμως ποτὲ δὲν ἐπρόκειτο νὰ τὸν ἀρνηθῆ· «Ἐὰν ὅλοι κλονισθοῦν στὴν ἐμπιστοσύνη τους σ’ ἐσένα, ἐγὼ ποτὲ δὲν θὰ κλονισθῶ» (Ματθ. 26, 33), καὶ κατόπιν ἔφθασε σὲ τόση παραφροσύνη, ὥστε οὔτε τὰ λόγια τοῦ διδασκάλου του ὑπολόγισε ποὺ τοῦ προέλεγε τὴν πτῶσι του, ἀλλ’ ἀντιστεκόταν καὶ νόμιζε, ὅτι εἶναι λόγια ἄχρηστα καὶ ποὺ λέγονται στὸν ἀέρα·

Εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ. Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου


αρχείο λήψης (3)ΜΕΛΕΤΗ ΛΒ’
Στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, στὴν ὁποία ὀφείλουμε νὰ χαροῦμε μαζὶ
Α’. Μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ ἀναστήθηκε.
Β’. Μὲ τὴν ἁγιώτατη μητέρα του.
Γ’. Μὲ τὸ σῶμα μας.
Α’.
Σκέψου, ἀγαπητέ, ὅτι ἐμεῖς παρακινούμενοι ἀπὸ τὸν προφήτη Δαυὶδ ποὺ λέει νὰ εὐφραινώμαστε στὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου λέγοντας· «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἡμέρα, τὴν ὁποία ἔκανε ὁ Κύριος· ἃς χαροῦμε καὶ ἃς εὐφρανθοῦμε σ’ αὐτὴν» (Ψαλμ. 117, 23), εἴμαστε ὑποχρεωμένοι πρῶτα ἀπ’ ὄλα να χαροῦμε μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος στὴν χαρμόσυνη Ἀνάστασί του ἀπέκτησε πάλι, καὶ μάλιστα μὲ ἀμέτρητο κέρδος ὅλα ἐκεῖνα ποὺ εἶχε χάσει στὸ πάθος του. Τέσσερα πράγματα εἶχε χάσει τότε· την χαρά, την ωραιότητα, τηντιμὴ καὶ την ζωή.Τώρα, ὅμως ποῦ ἀναστήθηκε, ἔλαβε πάλι τὴν ζωή· ἀλλὰ τί εἴδους ζωή; μία ζωή, ποὺ θανάτωσε ἐντελῶς τὸν θάνατο καὶ γι’ αὐτὸ θὰ εἶναι γιὰ πάντα μόνο ζωή, χωρὶς νὰ φοβᾶται νὰ δεχθῆ ἄλλη φορᾶ τὸν θάνατο· «Ο Χριστός ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς δὲν θὰ πεθάνη πιά· ὁ θάνατος δὲν ἔχει πιὰ ἐξουσία ἐπάνω του» (Ρωμ. 6, 9).

Περὶ ἡδονῆς. Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης


νικοδημοςΗ ΦΕΥΓΩΝ ΦΕΥΓΕ, Η ΕΜΠΑΙΖΩΝ ΕΜΠΑΙΖΕ
ΤΟΝ ΜΑΤΑΙΟΝ ΚΑΙ ΑΠΑΤΕΩΝΑ ΚΟΣΜΟΝ...
Δὲν ὑπάρχουν ἰσχυρότεροι μαγνῆτες καὶ θελκτικότεροι ἐξουσιαστὲς καὶ ποθεινότερες ἁλυσίδες γιὰ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τῶν πέντε αἰσθήσεων. Πόσο ἀρεστὲς καὶ πόσο βλαβερὲς εἶναι! Καὶ ὁ καλύτερος ρήτορας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παρουσιάσει ποτὲ τὴν κακία τους καὶ τὴν βλάβη ποὺ προξενοῦν στὴν ψυχή. Ἂν ὁ διάβολός μας ἔδινε τὸ φαρμάκι του μὲ κάποιο πικρὸ βότανο, δὲν θὰ τὸ πίναμε. Ἐπειδὴ ὅμως μας τὸ δίνει μὲ τὸ μέλι τῶν ἡδονῶν, τὸ παίρνουμε εὐχάριστα.
Ἀπὸ τὶς ἡδονές, οἱ σαρκικὲς – δηλαδὴ ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ πάθη – τυφλώνουν τὴν καρδιὰ καὶ κολλᾶνε τὴν καρδιά μας στὰ παρόντα πράγματα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία, γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἐμπόδια της σωτηρίας μας. Καὶ ἀληθεύει ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ἕνας ἅγιος, ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ βρέφη, λίγοι μόνο φτάνουν στὸν παράδεισο, ἐξαιτίας τῶν σαρκικῶν ἁμαρτημάτων.
Ἄλλες μορφὲς ἡδονῶν εἶναι ὁ πολὺς ὕπνος, τὰ καλὰ φαγητά, τὰ ὡραῖα φορέματα, τὰ μαλακὰ στρώματα καὶ γενικὰ ὅλες οἱ ἱκανοποιήσεις τῶν αἰσθήσεων.
Οἱ ἄνθρωποι τῶν ἡδονῶν, ἀφοῦ χορτάσουν τὸν ὕπνο καὶ τὴν ἀνάπαυση, τρέχουν στὰ συμπόσια καὶ στὰ ξεφαντώματα, στὰ τραγούδια τὰ ἄσεμνα, στὶς κακὲς συναναστροφές, στὶς κωμῳδίες καὶ στὰ πανηγύρια. Γενικά, δὲν ἀφήνουν ποτὲ νὰ τοὺς ξεφύγει καμία εὐκαιρία ἀπολαύσεως. Κι ἐνῷ ἡ ζωή τους εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀσωτίες καὶ ματαιότητες, αὐτὴ τὴν θεωροῦν καλὴ καὶ ἀθῴα.
Ἂν μάλιστα κατακρίνει τὴν πολιτεία τους, τὸν κατηγοροῦν σὰν ἄξεστο καὶ χωριάτη, καὶ λένε πὼς θέλει νὰ μεταβάλλει τὶς πόλεις σὲ ἐρήμους καὶ τοὺς κοσμικοὺς σὲ καλόγερους. Αὐτὰ ὅμως τὰ λένε γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν. «Μετὰ γὰρ κιθάρας καὶ ψαλτηρίου καὶ τυμπάνων καὶ αὐλῶν τὸν οἶνον πίνουσι, τὰ δὲ ἔργα Κυρίου οὐκ ἐμβλέπουσι», κατὰ τὸν προφήτη (Ἡσ.5:12). Τὸ μόνο ποὺ γνωρίζουν καλά, εἶναι νὰ ξοδεύουν τὸν καιρό τους σὲ ξεφαντώματα. Ἀπὸ τὸ κρεβάτι πηγαίνουν στὸ τραπέζι, ἀπὸ τὸ τραπέζι στὶς παρέες, ἀπὸ τὶς παρέες στὰ σεργιάνια, καὶ γίνεται ἡ ζωή τους σὰν μία ἁλυσίδα, ὅπου ἡ μία ἀπόλαυση εἶναι δεμένη μὲ τὴν ἄλλη, ὅπως οἱ κρίκοι μεταξύ τους.
Τὸ πανάγιο Πνεῦμα δὲν μᾶς λέει ὅτι ὅποιος κυνηγάει τὶς κοσμικὲς ἡδονὲς γκρεμίζεται ἀμέσως στὸν Ἅδη. Ἀλλὰ τί λέει μὲ τὸ στόμα τοῦ Δαβίδ; Ὅτι κατεβαίνει στὸν ᾅδη, πλησιάζει δηλαδὴ σιγὰ-σιγά: «πάντες οἱ καταβαίνοντες εἰς ᾅδου» (Ψαλμ.113:25). Γιατὶ ἡ μαλθακὴ καὶ ἡδονικὴ ζωὴ ποὺ ζεῖ, τὸν προετοιμάζει ἀργὰ ἀλλὰ σταθερὰ γιὰ τὴν ἀπώλεια.

Περὶ ἡδονῆς. Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης


νικοδημοςΗ ΦΕΥΓΩΝ ΦΕΥΓΕ, Η ΕΜΠΑΙΖΩΝ ΕΜΠΑΙΖΕ
ΤΟΝ ΜΑΤΑΙΟΝ ΚΑΙ ΑΠΑΤΕΩΝΑ ΚΟΣΜΟΝ...
Δὲν ὑπάρχουν ἰσχυρότεροι μαγνῆτες καὶ θελκτικότεροι ἐξουσιαστὲς καὶ ποθεινότερες ἁλυσίδες γιὰ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τῶν πέντε αἰσθήσεων. Πόσο ἀρεστὲς καὶ πόσο βλαβερὲς εἶναι! Καὶ ὁ καλύτερος ρήτορας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παρουσιάσει ποτὲ τὴν κακία τους καὶ τὴν βλάβη ποὺ προξενοῦν στὴν ψυχή. Ἂν ὁ διάβολός μας ἔδινε τὸ φαρμάκι του μὲ κάποιο πικρὸ βότανο, δὲν θὰ τὸ πίναμε. Ἐπειδὴ ὅμως μας τὸ δίνει μὲ τὸ μέλι τῶν ἡδονῶν, τὸ παίρνουμε εὐχάριστα.
Ἀπὸ τὶς ἡδονές, οἱ σαρκικὲς – δηλαδὴ ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ πάθη – τυφλώνουν τὴν καρδιὰ καὶ κολλᾶνε τὴν καρδιά μας στὰ παρόντα πράγματα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία, γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἐμπόδια της σωτηρίας μας. Καὶ ἀληθεύει ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ἕνας ἅγιος, ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ βρέφη, λίγοι μόνο φτάνουν στὸν παράδεισο, ἐξαιτίας τῶν σαρκικῶν ἁμαρτημάτων.
Ἄλλες μορφὲς ἡδονῶν εἶναι ὁ πολὺς ὕπνος, τὰ καλὰ φαγητά, τὰ ὡραῖα φορέματα, τὰ μαλακὰ στρώματα καὶ γενικὰ ὅλες οἱ ἱκανοποιήσεις τῶν αἰσθήσεων.
Οἱ ἄνθρωποι τῶν ἡδονῶν, ἀφοῦ χορτάσουν τὸν ὕπνο καὶ τὴν ἀνάπαυση, τρέχουν στὰ συμπόσια καὶ στὰ ξεφαντώματα, στὰ τραγούδια τὰ ἄσεμνα, στὶς κακὲς συναναστροφές, στὶς κωμῳδίες καὶ στὰ πανηγύρια. Γενικά, δὲν ἀφήνουν ποτὲ νὰ τοὺς ξεφύγει καμία εὐκαιρία ἀπολαύσεως. Κι ἐνῷ ἡ ζωή τους εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀσωτίες καὶ ματαιότητες, αὐτὴ τὴν θεωροῦν καλὴ καὶ ἀθῴα.

Περί ἔρωτος ἠδονῶν, πλούτου καί δόξης. Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου


νικοδημοςἩδονές, πλούτη, δόξα
Σκέψου, ἀγαπητέ μου, ὅτι ὅπως εἶναι συναρμολογημένος ἀπ’ ὅλα τα κτίσματα αὐτὸς ὁ αἰσθητὸς ἀπέραντος κόσμος, ἔτσι ἀκόμη εἶναι καμωμένος ἕνας ἄλλος κόσμος νοητὸς ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἁμαρτωλούς, τοῦ ὁποίου τὰ στοιχεῖα εἶναι οἱ τρεῖς διεστραμμένοι ἔρωτες, ποὺ ἀναφέρει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης• δηλαδὴ
α) ὁ ἔρωτας τῶν ἡδονῶν,
β) ὁ ἔρωτας τοῦ πλούτου καὶ
γ) ὁ ἔρωτας τῆς δόξας
"Πάν το ἐν τῷ κόσμω, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου" (Α', Ἰω. 2, 16).
Αὐτὸς ὁ πονηρὸς κόσμος ποὺ ἀντίκειται στὸ σκοπό του καὶ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν ἑωσφόρο (ὁ ὁποῖος γι’αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται κοσμοκράτορας) εἶναι ὁ μεγάλος ἐχθρὸς , τὸν ὁποῖο ὁ Σαρκωθεῖς Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς , γεννήθηκε στὴ γῆ γιὰ νὰ πολεμήσει πρῶτα μὲ τὸ παράδειγμά Του τὸ σιωπηλὸ καὶ μετά, στὸν κατάλληλο καιρό, μὲ τὸν λόγο καὶ τὴ διδασκαλία...
1. Μὲ τὴ φτώχεια γιατρεύει τὸν ἔρωτα τοῦ πλούτου
Συλλογίσου λοιπὸν πῶς πρῶτα πολεμάει μὲ τὴν φτώχεια Τοῦ τὸν ἄτακτο ἔρωτα τοῦ πλούτου. Ὃ κοσμικὸς ἄνθρωπος νομίζει πὼς κάθε καλό το βρίσκει στὰ πρόσκαιρα ἀγαθὰ γι’ αὐτὸ γιὰ νὰ τὰ ἀποτυπώσει ἢ γιὰ νὰ μὴν τὰ χάσει ξοδεύει σχεδὸν ὅλο τὸν καιρό, ποὺ τοῦ ἔδωσε ὅμως ὁ Θεὸς γιὰ νὰ κερδίσει τὰ αἰώνια ἀγαθά.
Καὶ ἰδοὺ ποὺ ὁ προαιώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπ’αὐτὴ τὴν πλάνη καὶ νὰ ξεριζώσει ἀπὸ τὶς καρδιὲς μᾶς τὴν καταραμένη ρίζα ὅλων των κακῶν, τὴν φιλαργυρία, ὅπως τὴν χαρακτηρίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος "Ρίζα γὰρ πάντων των κακῶν ἐστὶν ἡ φιλαργυρία" (Ἃ' Τιμ. 6,10). Πρόσεξε ὅμως σὲ τί εἴδους ταλαιπωρία κατάντησε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς Ἐκεῖνος ποὺ διαμοιράζει τὰ πλούτη καὶ τοὺς θησαυροὺς στὴν παροῦσα καὶ στὴ μέλλουσα ζωὴ "ἐμὸν τὸ ἀργύριον καὶ ἐμὸν τὸ χρυσίον, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ" (Ἄγγ. 2,8). Στοχάσου,

Ἑρμηνεία εἰς τόν Κανόνα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ. Ἁγίου Νικόδημο Ἁγιορείτου


imagesΠοιήμα Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ
( Σταυρὸν χαράξας Μωσῆς, ἐπ᾿ εὐθείας ῥάβδῳ...)
(Ἡ ἀκροστιχίς)
Ἀκροστιχίς
Σταυρῷ πεποιθώς, ὕμνον ἐξερεύγομαι
Ἑρμηνεία
Ἐγώ, λέγει ὁ Μελωδός Κοσμᾶς, πεποιθώς καί θαρρῶν ὅλος διόλου εἰς τήν δύναμιν τοῦ Σταυροῦ, ἐκβάλλω ἔσωθεν ἀπό τήν καρδίαν μου ὕμνον: ἤτοι τόν Κανόνα τοῦτον, τόν εἰς τήν ὕψωσιν ψαλλόμενον τοῦ Σταυροῦ.
Εἶπε δέ ὁ ἱερός Κοσμᾶς, ὅτι πέποιθεν εἰς τόν Σταυρόν διότι εἶναι ἄνθρωπος δίκαιος· ὁ δέ δίκαιος, κατά τόν Παροιμιαστήν, ὥσπερ λέων πέποιθεν. (Παρ. κη' 1). Ὁμοίως εἶπε καί ὅτι ἐξερεύγεται· διότι καί ἡ ἐρυγή: ἤτοι τό ρέψιμον, ἴδιον εἶναι τοῦ λέοντος, κατά τόν Προφήτην Ἀμώς λέγοντα «λέων ἐρεύξεται, καί τίς οὐ φοβηθήσεται;» (Ἀμ. γ' 8). Θέλει λοιπόν νά φανερώσῃ ὁ Μελωδός μέ τό ἐξερεύγομαι, ὅτι φοβερά τινα καί μεγάλα καί λεοντώδη νοήματα ἔχει νά παραστήσῃ διά τοῦ Κανόνος τούτου.
Ἐπειδή δέ τό μέν ρέψιμον τοῦ λέοντος εἶναι βρωμερόν, καταπληκτικόν, καί ἀποστροφῆς ἄξιον, τό δέ ρέψιμον ἐδῶ τοῦ ἱεροῦ Κοσμᾶ εἶναι εὐῶδες, κεχαριτωμένον, καί εἰς τήν ψυχήν περιπόθητον· διά τοῦτο κατά τόν πτωχόν Πρόδρομον, ἁρμόζει καλλίτερα εἰς τόν θεσπέσιον τοῦτον Μελωδόν, τό ψαλμικόν ἐκεῖνο ρητόν τοῦ Δαβίδ, τό λέγον «ἐξηρεύξατο ἡ καρδία μου λόγον ἀγαθόν» (Ψαλ. μδ' 2).
Καθότι ἐκεῖνα τά πνευματικά καί κεχαριτωμένα νοήματα, ὅπου εἶχεν εἰς τήν καρδίαν του, ταῦτα ἐρεύγετο καί ἐπρόφερε διά τοῦ στόματός του. «Ὤσπερ γάρ ἐπί τῆς ἐρυγῆς, κατά τήν ἑρμηνείαν τοῦ Βασιλείου καί Νικήτα, τῆς τῶν σιτίων ποιότητός ἐστι τό γινόμενον οὕτω καί ἐπί τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας, τοιαῦτα ἠρεύγετο, οἶα καί ἐσιτεῖτο... Διά τοῦτο, ἐπειδή λογική ἦν καί ἀγαθή ἡ τροφή, οὖ σιτίον οὐδέ ποτόν ἐρεύγεται, ἀλλά τόν συγγενή τῇ λογικῇ τραπέζῃ, λόγον ἀγαθόν τόν περί τοῦ μονογενοῦς».

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

«Ἡ προσευχή μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», μέρος α΄“Εἰς τόν ὅσιο Γέροντα Ἰωσήφ τόν Ἡσυχαστή,



“Εἰς τόν ὅσιο Γέροντα Ἰωσήφ τόν Ἡσυχαστή,
τόν καθηγητή τῆς Νοερᾶς προσευχῆς
καί ἀναβιωτή τῆς Νηπτικῆς παραδόσεως
κατά τούς σύγχρωνους καιρούς. “
Πρωτ. Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου
«Προσευχή ἐστίν, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη,
ἀποστόλων κήρυγμα,
πίστεως ἐνέργεια,
μᾶλλον δέ πίστις ἄμεσος,
ἐλπιζομένων ὑπόστασις,
ἐνεργουμένη ἀγάπη,
ἀγγελική κίνησις,
δύναμις ἀσωμάτων,
ἔργον καί εὐφροσύνη αὐτῶν,
εὐαγγέλιον Θεοῦ,
πληροφορία καρδίας,
σωτηρίας ἐλπίς,
ἁγνισμοῦ σημεῖον,
ἁγιότητος σύμβολον,
Θεοῦ ἐπίγνωσις,
βαπτίσματος φανέρωσις,
λουτροῦ κάθαρσις,
Πνεύματος Ἁγίου ἀρραβών,
τό τοῦ Ἰησοῦ ἀγαλλίαμα,
εὐφροσύνη ψυχῆς,
ἔλεος Θεοῦ,
καταλλαγῆς σημεῖον,
Χριστοῦ σφραγίς,
ἀκτίς νοητοῦ ἡλίου,…
χριστιανισμοῦ – Ὀρθοδόξου βεβαίωσις,
καταλλαγῆς Θεοῦ δήλωσις,
χάρις Θεοῦ,
σοφία Θεοῦ,
μᾶλλον δέ αὐτοσοφίας ἀρχή,
Θεοῦ φανέρωσις,
μοναστῶν ἔργον,
ἡσυχαζόντων πολίτευμα,
ἡσυχίας ἀφορμή,
ἀγγελικῆς πολιτείας τεκμήριον.
Καί τί δεῖ πλεῖστα λέγειν;
Προσευχή ἐστιν ὁ Θεός, ὁ ἐνεργῶν τά πάντα ἐν πᾶσιν, διά τό μίαν εἶναι Πατρός καί Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος τήν ἐνέργειαν, τοῦ ἐνεργοῦντος τά πάντα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»1.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς λέγει ὅτι ἡ προσευχή εἶναι ἀναγκαιοτέρα καί ἀπό αὐτόν τόν ἀέρα πού ἀναπνέουμε: «μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον»2. Καί ἀφοῦ ἡ καταγωγή καί ἡ κλίσις μας εἶναι ἀπό τόν Θεό, θά πρέπει καί ἡ ἀναφορά πρός Αὐτόν νά γίνεται αὐθόρμητα.
Ὁ δέ Ἐπίκτητος φιλόσοφος τοῦ 1ου μ.Χ. αἰῶνος, καταγόμενος ἀπό τήν Φρυγία, ἄν καί δέν ἦτο χριστιανός, ἔγραφε τά ἑξῆς: «Ἄν ἤμουν ἀηδόνι, θά φερόμουν ὅπως τό ἀηδόνι. Ἄν ἤμουν βάτραχος, θά ἔκανα ὅ,τι τά βατράχια. Ἄν ἤμουν τίγρις, θά φερόμουν σάν ἄγριο θηρίο. Τώρα ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος λογικός. Γι᾿ αὐτό καί πρέπει νά ὑμνῶ τόν Θεό. Αὐτό εἶναι τό ἔργο μου. Καί τό πραγματοποιῶ…»3. Ἄρα, τό ἔργο κάθε ἀνθρώπου, ὡς λογικοῦ ὄντος, εἶναι νά ὑμνῆ τόν Θεό του. Καί πῶς θά Τόν ὑμνῆ; Προσευχόμενος!…
Πρίν ἀπό πολλά χρόνια ζοῦσε σέ κάποιο χωριό τῆς πατρίδος μας ἕνας νέος, πού ἀπό μικρός εἶχε τόν πόθο νά γίνη ἀσκητής. Ὑπῆρχαν ὅμως κάποιες δυσκολίες: Ἦτο ἀγράμματος, βραδύγλωσσος, λίγο βραδύνους καί μέ οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις.
Ὅμως στήν ἡλικία τῶν 40 περίπου ἐτῶν μπόρεσε νά πραγματοποιήση τήν κρυφή του ἐπιθυμία. Ἔφυγε ἀπό τό χωριό του καί περιπλανώμενος ἀπό τόπου εἰς τόπον κατέληξε σ᾿ ἕνα ἐρημονήσι, ὅπου βρῆκε ἕνα γέρο ἀσκητή πού τοῦ ἀνέπαυσε τήν καρδιά καί ἔγινε ὑποτακτικός του.
Μέ ἔκπληξι λοιπόν παρατηροῦσε ὅτι: ὅταν προσηύχετο ὁ Γέροντάς του ἔλαμπε ὁλόκληρος, καί ἰδιαιτέρως ὅταν παρακλητικά καί μετά δακρύων ἔλεγε «Κύριε, ἐλέησόν με».
Ὁ Γερο-ἀσκητής ἦτο κι᾿ αὐτός ἀγράμματος, ἀλλά οἱ συμβουλές του ἦσαν πολύτιμες καί γεμάτες σοφία καί ὅλη του ἡ πνευματική προσπάθεια συγκεντρώνετο στό πῶς νά μάθη νά προσεύχεται καί ὁ ὑποτακτικός του μέ τό «Κύριε, ἐλέησόν με».
Τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του ὁ Γέροντας ἀσκητής χάρισε στόν ὑποτακτικό του τό τρίχινο μισοτριμμένο ράσο του, ξάπλωσε κάτω, ἔκανε τόν σταυρό του καί λέγοντας τρεῖς φορές «Κύριε, ἐλέησόν με», «Κύριε, ἐλέησόν με», «Κύριε, ἐλέησόν με» ἡ ὁσιακή του ψυχή πέταξε στόν οὐρανό.
Μετά τήν κοίμησι καί ταφή τοῦ Γέροντός του ὁ ἐν λόγῳ ὑποτακτικός ζοῦσε πλεόν ὁλομόναχος στό ἐρημονήσι ὡς ἀσκητής καί ἡσυχαστής μέσα σέ μιά σπηλιά, ἀκολουθώντας τό ἴδιο τυπικό προσευχῆς καί κανόνων πού παρέλαβε ἀπό τόν Γέροντά του. Ἔτσι πέρασαν 30 ὁλόκληρα χρόνια, χωρίς νά δῆ ποτέ του ἄνθρωπο.
Μέ τό πέρασμα ὅμως τῶν ἐτῶν καί μέ τήν βραδυγλωσσία καί βραδύνοια πού τόν διέκρινε, μπέρδευε τά λόγια τῆς Εὐχῆς καί προσευχόμενος ἔλεγε «Κύριε, μή μέ ἐλεήσης». Ἡ καρδιά του ὅμως ἦτο δοσμένη ὁλόκληρη στόν Θεό, γι᾿ αὐτό καί τά δάκρυα ἔτρεχαν ἄφθονα ἀπό τά γεροντικά του μάτια, ὅταν μέρα-νύκτα προσηύχετο μέ κατάνυξι καί συντριβή, ἐπαναλαμβάνοντας χιλιάδες φορές τό «Κύριε, μή μέ ἐλεήσης».
Κάποια ἀνοιξιάτικη ἡμέρα ἕνα καράβι ἄραξε κοντά στό ἐρημονήσι. Ἕνας ἀπό τούς ἐπιβάτες του ἦτο ὁ ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας ἐκείνης καί ὁ καπετάνιος γιά νά τόν ξεκουράση καί νά τόν εὐχαριστήση τόν πῆρε μέ τή βάρκα καί πῆγαν στό νησί γιά νά περπατήσουν.
Ἀντίκρυσαν ἐκεῖ ἕνα μονοπάτι τό ὁποῖο ἀκολούθησαν καί ἔφθασαν μπροστά σέ μιά σπηλιά ὅπου ἀπό μέσα ἀκουσαν τήν πονεμένη προσευχή τοῦ ἀσκητοῦ πού ἔλεγε συνεχῶς «Κύριε, μή μέ ἐλεήσης».
Προχώρησε ὁ ἐπίσκοπος καί εἶδε ἕνα σκελετωμένο γέροντα ἀσκητή, μέ μάτια βαθουλωμένα μέσα στίς κόγχες τους, νά εἶναι γονατιστός καί ὁλόλαμπρος· νά προσεύχεται καί νά κλαίη.
Ὁ ἐπίσκοπος μέ πολλή συστολή προσπάθησε νά τοῦ πῆ ὅτι αὐτή ἡ προσευχή του δέν εἶναι σωστή καί πρέπει νά λέγη «Κύριε, ἐλέησόν με».
Ταράχθηκε ὁ ἀσκητής πιστεύοντας, ὅτι 30 τόσα χρόνια ἔκανε κακό στήν ψυχή του καί ξέσπασε σέ κλάματα ἱκετεύοντας τόν ἐπίσκοπο νά τόν μάθη νά λέγη σωστά τήν προσευχή. Κι ἐκεῖνος μέ δέος προσπάθησε γιά ἀρκετή ὥρα νά τοῦ “στρώση” τήν γλῶσσα στό νά λέγη «Κύριε, ἐλέησόν με».
Φεύγοντας ὁ ἐπίσκοπος τόν συνώδευσε ὁ ἀσκητής μέχρι τήν ἀκροθαλασσιά, ἐπαναλαμβάνοντας μαζί του τό «Κύριε, ἐλέησόν με», γιά νά μήν τό ξεχάση.
Τό καράβι ἔφυγε καί ὁ ἀσκητής τό παρακολουθοῦσε μέ τό βλέμμα του λέγοντας συνεχῶς «Κύριε, ἐλέησόν με».
Δέν πέρασαν πέντε λεπτά καί ὁ ἐρημίτης ξέχασε τό «Κύριε, ἐλέησόν με» σάστισε καί ζαλίστηκε!!!
Καί τώρα τί θά γίνω; καί ξέσπασε σέ δάκρυα.
Στήν ἀπελπισία του πετάει στήν θάλασσα τό κουρελιασμένο ράσο του καί βαδίζει πάνω σ᾿ αὐτό πρός τό καράβι.
Φάντασμα, φάντασμα…! φώναζαν τρομαγμένοι οἱ ναῦτες.
Μέ τίς φωνές ἀνέβηκε ὁ ἐπίσκοπος στό κατάστρωμα καί εἶδε τόν ἀσκητή νά τοῦ φωνάζει:
Τί νά λέω; Τί νά λέω δεσπότη μου;
Καί ἐκεῖνος μέ συγκίνησι τοῦ ἀπάντησε:
Ὅ,τι ἔλεγες νά λές παιδί μου! Αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη προσευχή γιά τήν ψυχή σου. Συγχώρεσέ με καί κάνε καί γιά μένα ἕνα σταυρό!4
Ἡ γλώσσα τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀσκητοῦ μιλοῦσε· καί ὅταν αὐτή ὁμιλῆ ὅλες οἱ ἄλλες γλῶσσες δέν ἔχουν καμμιά ἀξία γιά τόν Θεό. «Κύριε, μή μέ ἐλεήσης» ἔλεγε, μά ἡ καρδιά του, πού ἦτο ὁλόκληρη δοσμένη στόν Χριστό μιλοῦσε, τήν δική της οὐράνια γλῶσσα πρός Ἐκεῖνον πού ἦτο ὁ Σωτῆρας της, ἡ ζωή καί τό Φῶς της.
συνεχίζεται……
 Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
 
  Ἀπό τό βιβλίο: “Η ΕΥΧΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ “
Ἐκδόσεις: “Γ. Γκέλμπεσης”
Πρωτ. Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Πρωτ. Στέφανο Ἀναγνωστόπουλο γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τα βιβλία πού ἐκδίδει.
1Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, 137 ὠφέλιμα κεφάλαια, ριγ΄,Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τ. Δ΄, ἔκδ. Ἀστήρ, σελ. 51.
2Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΚΖ΄, ΕΠΕ 4,16.
3Θ.Η.Ε. 4,155.
4Μητροπολίτου Χίου Παντελεήμονος Φωστίνη, (διασκευή ἀπό ) Τό βιβλίο τῆς ζωῆς, τ. Α΄. Πειραιάς 1987, σελ. 25.