Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Χριστός Γεννάται δοξάσατε


Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος - Χριστὸς γεννᾶται

(Ἀποσπάσματα ἐκ τῆς Ὁμιλίας ΛΗ´)


Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε. ᾌσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ καί, ἵν᾿ ἀμφότερα συνελὼν εἴπω, Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ, διὰ τὸν ἐπουράνιον, εἶτα ἐπίγειον.Κἀγὼ βοήσομαι τῆς ἡμέρας τὴν δύναμιν: Ὁ ἄσαρκος σαρκοῦται. Ὁ Λόγος παχύνεται. Ὁ ἀόρατος ὁρᾶται. Ὁ ἀναφὴς ψηλαφᾶται. Ὁ ἄχρονος ἄρχεται. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Υἱὸς ἀνθρώπου γίνεται, «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8)
Ἓν ἐκ δύο τῶν ἐναντίων, σαρκὸς καὶ Πνεύματος· ὧν τὸ μὲν ἐθέωσε, τὸ δὲ ἐθεώθη. Ὢ τῆς καινῆς μίξεως! ὢ τῆς παραδόξου κράσεως! ὁ ὢν γίνεται καὶ ὁ ἄκτιστος κτίζεται καὶ ὁ ἀχώρητος χωρεῖται, διὰ μέσης ψυχῆς νοερᾶς μεσιτευούσης Θεότητι καὶ σαρκὸς παχύτητι. Καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει· πτωχεύει γὰρ τὴν ἐμὴν σάρκαν, ἵν᾿ ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα. Καὶ ὁ πλήρης κενοῦται· κενοῦται γὰρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρόν, ἵν᾿ ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως. Τίς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; Τί τὸ περὶ ἐμὲ τοῦτο μυστήριον; Μετέλαβον τῆς εἰκόνος καὶ οὐκ ἐφύλαξα· μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρκός, ἵνα καὶ τὴν εἰκόνα σώσῃ καὶ τὴν σάρκα ἀθανατίσῃ. Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν, πολὺ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν· τότε μὲν τοῦ κρείττονος μετέδωκε, νῦν δὲ μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος. Τοῦτο τοῦ προτέρου θεοειδέστερον· τοῦτο τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὑψηλότερον.
Ὁ Χριστὸς γεννιέται, δοξάσατε. Ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ συναντῆστε (τον). Ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὴν γῆ ὑψωθεῖτε. Τραγουδῆστε γιὰ τὸν Κύριο ὅλη ἡ γῆ καὶ νὰ γιὰ νὰ πῶ καὶ τὰ δυὸ μαζί: Νὰ εὐφρανθοῦν οἱ οὐρανοὶ καὶ νὰ ἀγαλλιάσει ἡ γῆ γιὰ τὸν ἐπουράνιο, ἔπειτα ἐπίγειο.Καὶ ἐγὼ θὰ φωνάξω τὴν δύναμη (σημασία) τῆς ἡμέρας: Ὁ ἄσαρκος σαρκώνεται. Ὁ Λόγος γίνεται ὑλικός. Ὁ ἀόρατος ὀρᾶται. Ὁ ἀναφὴς ψηλαφιέται. Ὁ ἄχρονος ἀρχίζει, «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερα ὁ ἴδιος καὶ στοὺς αἰῶνες».
Ἕνα (πρόσωπο) ἀπὸ δυὸ ἀντίθετα (φύσεις), σάρκα (ἀνθρώπινη φύση) καὶ Πνεῦμα (Θεία φύση). Ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μιὰ (ἡ Θεία) ἐθέωσε, καὶ ἡ ἄλλη (ἡ ἀνθρώπινη) ἐθεώθηκε. Ὢ τῆς καινούριας μίξεως! Ὢ τῆς παραδόξου συνθέσεως! Ὁ ὢν δημιουργεῖται καὶ ὁ ἄκτιστος κτίζεται καὶ ὁ ἀχώρητος χωρεῖται διὰ μέσου νοερῆς ψυχῆς ποὺ μεσιτεύει στὴν Θεότητα καὶ (διὰ μέσου) τῆς ὑλικότητας τῆς σάρκας. Καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει. Ἐπειδὴ πτωχεύει (λαμβάνοντας) τὴν δική μου σάρκα, γιὰ νὰ πλουτήσω ἐγὼ ἀπὸ τὴν δική του Θεότητα. Καὶ ὁ πλήρης ἀδειάζει, ἐπειδὴ ἀδειάζει ἀπὸ τὴν δόξα του γιὰ λίγο, γιὰ νὰ μεταλάβω ἐγὼ ἀπὸ τὴν πληρότητά του. Ποιὸς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητας; Τί εἶναι αὐτὸ τὸ μυστήριο (ποὺ ἔγινε) γιὰ μένα; Μετάλαβα τὴν εἰκόνα (του) καὶ δὲν τὴν ἐφύλαξα. Μεταλαμβάνει τὴν δική μου σάρκα, καὶ γιὰ νὰ σώσει τὴν εἰκόνα καὶ γιὰ νὰ ἀθανατήσει τὴν σάρκα. Δεύτερη πραγματοποιεῖ κοινωνία, πολὺ παραδοξότερη τῆς πρώτης (τῆς δημιουργίας). Τότε μετέδωσε τὸ καλύτερο (τὴν εἰκόνα του), ἐνῷ τώρα μεταλαμβάνει τὸ χειρότερο (τὴν σάρκα μου). Αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὸ προηγούμενο θεοπρεπέστερο. Αὐτὸ εἶναι σὲ ὅσους ἔχουν νοῦ ὑψηλότερο.
«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε, Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθηκε. ᾌσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ…» Μ᾿ ἕνα λόγο: Ἂς εὐφραίνωνται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἂς ἀγάλλεται ἡ γῆ γιὰ τὸν ἐπουράνιο, ποὺ κατόπιν ἔγινε ἐπίγειος. Ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, ἀγαλλιᾶσθε μὲ τρόμο καὶ χαρά. Μὲ τρόμο γιὰ τὴν ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ μὲ χαρὰ γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας…
Πάλι διαλύεται τὸ σκοτάδι, πάλι ὑπάρχει τὸ φῶς. Πάλι τιμωρεῖται μὲ σκοτάδι ἡ Αἴγυπτος καὶ πάλι ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς φωτίζεται μὲ τὸν πύρινο στύλο. Ὁ λαὸς ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνοίας, ἂς δὴ τὸ μεγάλο φῶς τῆς θεογνωσίας. «Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά». Τὸ νεκρὸ γράμμα ὑποχωρεῖ. Τὸ πνεῦμα ἐπικρατεῖ. Οἱ σκιὲς τοῦ νόμου περνοῦν. Ἡ ἀλήθεια θριαμβεύει. Ὁ Μελχισεδέκ, ποὺ ἦταν ἕνας τύπος, τώρα δείχνει ποιὸν προεσήμαινε, δηλαδὴ τὸν Χριστό. Αὐτός, ποὺ ὡς Θεὸς δὲν ἔχει μητέρα, γεννιέται χωρὶς πατέρα. Γιατί στὸν Δημιουργό της φύσεως δὲν ἰσχύουν οἱ φυσικοὶ νόμοι. Ὅλα τὰ ἔθνη χειροκροτῆστε, γιατί «παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὠμοῦ αὐτοῦ καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος». Ἂς φωνάζῃ δυνατὰ ὁ Ἰωάννης Βαπτιστής: «Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου». Καὶ ἐγὼ θὰ φωνάζω τὴν δύναμη καὶ τὴ σημασία τῆς μεγάλης αὐτῆς ἡμέρας (τῶν Χριστουγέννων).
Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἄναρχος καὶ αἰώνιος, τώρα λαμβάνει ἀρχή. Αὐτὸς ποὺ εἶναι αὐθύπαρκτος, δημιουργεῖται. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἄπειρος, χωρεῖται στὴν περιορισμένη ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὸς ποὺ πλουτίζει μὲ τὰ ἀγαθά Του τὸν κόσμο, γίνεται φτωχὸς, παίρνοντας ἀνθρώπινο σῶμα, γιὰ νὰ πλουτίσω ἐγὼ μὲ τὴν θεότητά Του. Ποιὸς μπορεῖ νὰ παραστήσει πόσος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητός Του; Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὺ μαζὶ μὲ τὸν Ἀστέρα τρέξε καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Μάγους φέρε Του γιὰ δῶρα, χρυσὸ καὶ λιβάνι καὶ σμύρνα. Τίμησέ Τον ὡς Βασιλέα καὶ Θεὸ καὶ ὡς Λυτρωτή, ποὺ νεκρώθηκε γιὰ σένα. Μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες δόξασέ Τον, μὲ τοὺς ἀγγέλους ὕμνησέ Τον, μὲ τοὺς ἀρχαγγέλους σκίρτησε ἀπὸ χαρά. Ἂς εἶναι κοινὴ ἡ πανήγυρις τῶν οὐρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων δυνάμεων…»

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Ἀστερίου Ξενοπολίτου*, περί τῶν πειρασμῶν Κατηγορία Αστερίου Ξενοπολίτου, Μοναχοί,



Ἀστερίου Ξενοπολίτου*, περί τῶν πειρασμῶν Κατηγορία Αστερίου Ξενοπολίτου, Μοναχοί, Ορθόδοξη ζωή Δόκιμός τις, ἀναλαβών παρά τοῦ προεστῶτος διακονίαν κανδηλάπτου καί προσερχόμενος μεσονυκτίως ἐν τῷ ναῷ μόνος πρό πάντων τῶν ἀδελφῶν, ἑπειράζετο πολλά ὑπό τοῦ διαβόλου, φόβον ἐκχέοντος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, ὡς δῆθεν ἐκ τοῦ σκότους προεχομένου, καί μήποτε ὁ μιαρός ὄπισθεν ἁρπάσῃ αὐτοῦ καί κρατήσῃ. Ἐντρεπόμενος δέ ὲξαγορεῦσαι τόν τοιοῦτον λογισμόν τῷ προεστῶτι, πολλάκις ἔντρομος ἔφερεν τήν διακονίαν, μέχρι τῆς διατεταγμένης ὥρας, καθ' ἥν ἅπαντες οἱ ἀδελφοί προσήρχοντο διά τήν κοινήν δέησιν καί ἱερουργίαν. Μιᾷ δέ νυκτί, ὅτε κατά τό σύνηθες ὑπό τοῦ πειρασμοῦ ἐταράττετο, καί μή δυνάμενος ἔτι τόν τρόμον φέρειν, προσέπεσεν ἐνώπιον τῆς εἰκόνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου λέγων· «ἐγώγε Μητέρα σε καί προστᾶτιν ἔχω, ἐγκαταλείψας οἴκον πατρῷον καί γονεῖς καί ἀδελφούς, καί νῦν καθικετεύω σε ταύτην τήν ἀπειλήν φυγάδευσον ἀπ' ἐμοῦ τοῦ ασθενοῦς καί μή δυναμένου ἀντιστῆναι. Εἰ δέ πάλιν ἐπιτρέψῃς, καθ' ἅ σύ γιγνώσκεις καί βούλεσαι, παρακαλῶ σε, Μῆτερ, ἐμήν ψυχήν διαφύλαξον καί πᾶσαν προσβολήν πρός τό συμφέρον ποίησον». Καί παραχρῆμα, πρό τοῦ ἐκεῖνον περαιῶσαι τήν ἱκεσίαν, ἅπας ὁ φόβος καί ὁ τρόμος διελύθη, οὐ μή γε μόνον κατά τήν εἰρημένην, ἀλλ' οὐδέπω ἀπό τοῦδε ἐπανελθών. Ταύτην τήν ἱστορίαν διηγούμενος Ἀστέριος, μή θαυμάζετε, ἔλεγεν, ὅτι ταχυεῖα ἔρχεται ἡ παρά τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί πάντων τῶν Ἁγίων ἀντίληψις καί προστασία, ὅτε πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν παρατιθέμενοι τῇ τοῦ Θεοῦ προνοίᾳ, οὐκ ἐκζητοῦμεν μόνον τήν τῶν πειρασμῶν ἀπαλλαγήν ἀλλά καί πρόθυμοι παθεῖν διακείμεθα ὑπέρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καί γάρ ὁ Χρυσσορρήμων λέγει ὅτι τόν προθύμως δεχόμενον παθεῖν ὑπέρ Χριστοῦ, λύει μέν τό πῦρ καί δροσίζει, ἀπαλλάττει δέ ταχέως ὁ ἀγωνοθέτης Θεός ἀπό πάσης δοκιμασίας καί προσβολῆς, ἐπεί τῆς παιδαγωγίας ἄξιος ἐδείχθη ὁ πειρασθείς. Ἐπεί γάρ οὐ γιγνώσκομεν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ποῖον τό τῆς ἡμετέρας ψυχῆς συμφέρον, μή μόνον ζητεῖτε ἀπείραστοι εἶναι, μᾶλλον δέ ὑπομένειν προθύμως διά τόν Χριστόν πᾶσαν προσβολήν καί ἀπειλήν τῶν ὁρατῶν τε καί ἀοράτων ἐχθρῶν, τήν ἐλπίδαν ἔχοντες πρός τόν μόνον δυνάμενον ῥῦσαι ἡμᾶς. Καί γάρ ὁ Κύριος, ὅτε προσηύχετο παρακαλῶν τῷ Πατρί παρελθεῖν ἀπ' αὐτοῦ τό τοῦ πάθους ποτήριον, ταῦτα προσέθηκεν· «πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ' ὡς σύ» καί «εἰ οὐ δύναται τοῦτο τὸ ποτήριον παρελθεῖν ἀπ' ἐμοῦ ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου». Τό λοιπόν ἀδελφοί, εἰ μέν ἀποσοβῇ τάς θλίψεις, τοῦτο πρός τό συμφέρον τῆς ψυχῆς γίγνεται, ὅτε τήν πρός τόν Θεόν ἐλπίδα προετάξαμεν ἰδότες ὅτι σμικροί καί ἀσθενεῖς ἐσμέν, εἰ δέ ἐπιτρέπῃ αὐτάς τοῦτο πρός ὠφέλειαν πάλιν, ὅπως διδαχθῶμεν ἡμεῖς τε καί οἱ περί ἡμᾶς ὅτι ἡ δύναμις αὐτοῦ ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. --- Πηγή: Απλά και Ορθόδοξα:

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Επιστολή αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς σε ένα μορφωμένο νέο που αποκηρύσσει την πίστη…

Νέε μου, επίτρεψέ μου να σου διηγηθώ μία ιστορία. Δύο καλοί φίλοι χώρισαν και πήγαν να ζήσουν σε δύο διαφορετικές και απομακρυσμένες πόλεις. Μετά από πολύ καιρό συναντήθηκαν πάλι. Ο ένας μιλούσε για τη μία πόλη ενώ ο άλλος για την άλλη. Όμως ο ένας από αυτούς δεν ήθελε με τίποτα να πιστέψει τον φίλο του αλλά άρχισε υπερήφανα να εκφέρει τη δική του γνώμη και για την άλλη πόλη, στην οποία δεν είχε πάει ποτέ.Τούτο, φυσικά, στενοχώρησε βαριά τον φίλο του, και αυτός σώπασε.
Αυτό είστε εσύ και οι γονείς σου. Εσύ ζούσες σε κάποια πόλη της Γνώσης ενώ εκείνοι στην πόλη της Καλοσύνης. Τώρα εσύ τους μιλάς για την εμπειρία σου από την πόλη της Γνώσης, ενώ εκείνοι σε ακούν και πιστεύουν τα λόγια σου. Όταν όμως εκείνοι μιλούν για την δική τους εμπειρία από την πόλη της Καλοσύνης, εσύ περιφρονητικά γελάς και τους αντιμετωπίζεις ως ψεύτες. Άραγε αυτό είναι το ήθος ενός επιστήμονα, να θεωρούμε τη δική μας εμπειρία ως αλήθεια, ενώ των άλλων ως ψέμα;
Η γνώση σου είναι καλή, αλλά η καλοσύνη είναι καλύτερη από τη γνώση. Οι γονείς σου έχουν αυτό το καλύτερο. Από ξένους μάθαινες τη γνώση, από τους γονείς μάθε τώρα την καλοσύνη. Φέρε σε συμφωνία την καλοσύνη και τη γνώση, αλλά με τρόπο που να εξουσιάζει η καλοσύνη τη γνώση και να τη χειραγωγεί.
Επάνω από κάθε τεχνική γνώση στέκεται η πιο σημαντική γνώση της επιστήμης του Χριστού, στην οποία η πιο υψηλή καλοσύνη λέγεται αγάπη, και η πιο υψηλή γνώση λέγεται σοφία. Όσο μεγαλύτερη είναι η κοσμική γνώση χωρίς αυτήν την άγια γνώση, τόσο μεγαλύτερη η ζημία. Και όσο μεγαλύτερος είναι ο κοσμικός πλούτος, χωρίς αυτόν τον ουράνιο πλούτο, τόσο πάλι μεγαλύτερη είναι η ζημιά. Αφού ο Χριστός είναι ο μόνος που μπορεί να προφυλάξει τον μεγάλο γνώστη από την κακή χρήση της γνώσης, τότε μπορεί και τον πολύ πλούσιο από την κακή χρήση του πλούτου. Θυμήσου εκείνον τον γνωστό επιστήμονα, που είπε: «Όλη η γνώση μου απέναντι στην αγνωσία μου είναι σαν μία χούφτα νερού απέναντι στον ωκεανό». Να είσαι κι εσύ μετριόφρων…
Πηγή: http://agiosvasileiospeiraiws.blogspot.gr/2012/10/blog-post_10.html?spref=fb

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Του πρωτοπρ. Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη (+)Καθηγητή Πανεπιστημίου


Pantokratoras
Του πρωτοπρ. Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη (+)Καθηγητή Πανεπιστημίου Οι Πατέρες, όταν ομιλούν περί Θεού, αρχίζουν από την Αγία Γραφή καθώς και από το τι είπαν οι προηγούμενοι από αυτούς Πατέρες της Εκκλησίας. Μετά, μέχρις ότου αποκτήσουν την εμπειρία του φωτισμού, δεν θεολογούν οι ίδιοι. Διότι, πριν φθάσουν στον φωτισμό, είναι απλώς μαθηταί. Μαθητεύουν δηλαδή κοντά σε πνευματικούς πατέρες, οι οποίοι τους προετοιμάζουν για τον φωτι-σμό. Τους δίνουν δηλαδή να διαβάσουν Παλαιά και Καινή Διαθήκη, κάθονται μαζί τους και κάνουν ερμηνεία της Αγίας Γραφής για να κατάτοπισθούν ιστορικά επάνω στην Ορθόδοξη Πατερική Παρά-δοσι, τους δίνουν να ασχοληθούν με την νοερά προσευχή, κάνουν νηστεία κλπ. Και γενικά τους ασκούν, ώστε να συντελεσθή η κάθαρσις του νου. Έτσι, έχοντες καθαρό νου, να μπορέσουν οι μα-θηταί αυτοί να δεχθούν την επίσκεψι του Αγίου Πνεύματος.

Όταν έλθη το Άγιον Πνεύμα και αρχίση να προσεύχεται μέσα τους, μόνον τότε αρχίζουν να θεολο-γούν. Μεσα από μια τέτοια πορεία και διαδικασία συντελείται η θεραπεία του ανθρώπου. Στην πρά-ξη, αυτή επιτυγχάνεται με συνεχή, έντονο, μακροχρόνιο αγώνα. Κατ’ αυτόν τον αγώνα η Χάρις έρχεται και φεύγει επανειλημμένα, μέχρις ότου καθαρίση τον αγωνιστή από τα πάθη του και τον καταστήση δόκιμο κατά των Παθών.
Σε όλο αυτόν τον αγώνα δεν βοηθάει καθόλου, μα καθόλου η φιλοσοφία. Διότι αυτό που τελικά καθα-ρίζεται και φωτίζεται δεν είναι η λογική, η διάνοια του ανθρώπου αλλά ο νους του ανθρώπου. Η διάνοια του ανθρώπου καθαρίζεται γρήγορα, στο αρχικό στάδιο του αγώνα.Ο νους, η καρδιά του ανθρώπου χρειάζεται πολύ περισσότερο καιρό για να καθαρισθή, εφ’ όσον, εννοείται, τηρούνται οι ασκητικές προϋποθέσεις.
Όπως έχομε ήδη πει, η διάνοια του ανθρώπου είναι ένα πράγμα, και ο νους του ανθρώπου είναι άλλο πράγμα. Στις ανθρώπινες επιστήμες, εκείνο που φωτίζεται από την επιστημονική γνώσι, είναι η διάνοια του ανθρώπου. Ο πραγματικός θεολόγος όμως φωτίζεται διπλά. Σ’ αυτόν πρέπει να φωτισθεί και η λογι-κή, δια της Κατηχήσεως, κυρίως όμως ο νους, δηλαδή η καρδιά του, η πνευματική καρδιά.
Στην Δυτική Θεολογία όμως, επειδή οι θεολόγοι τους ταύτισαν την φώτισι του Αγίου Πνεύματος με την εναρμόνηση της λογικής σύμφωνα με τα αρχέτυπα του Πλάτωνος, τα οποία κατ’ αυτούς είναι μέσα στον Θεό, συνέβη ώστε η φώτιση – κατά τον Αυγουστίνο – να ταυτίζεται με το να γνωρίσει ο άνθρωπος τα αρχέ-τυπα αυτά, αν όχι απ’ ευθείας, τουλάχιστον μέσω των κτισμάτων. Συγκεκριμένα μέσω της μελέτης της Αγίας Γραφής, του στοχασμού επάνω στην Αγία Γραφή και της φιλοσοφίας. Έτσι, λένε, γνωρίζοντας ο άνθρωπος τα αρχέτυπα, αυτόματα γνωρίζει τους νόμους της αληθείας, της ηθικής συμπεριφοράς.
Εξ επόψεως Δυτικής θεολογικής παραδόσεως έχει μεγάλη σημασία η οντολογία, διότι η οντολογία είναι το θεμέλιο των θεολογικών διακρίσεως που διατυπώνονται στην Δυτική Θεολογία. Και τούτο, επειδή απε-κόπησαν οι Δυτικοί από την εμπειρία του φωτισμού και της θεώσεως της Πατερικής παραδώσεως. Οπότε, αντί να θεολογούν βάσει της εμπειρίας του φωτισμού και της θεώσεως, οι μεν Προτεστάντες, πιστεύουν ότι η μόνη πηγή αληθείας είναι η Αγία Γραφή, οι δε Παπικοί πιστεύουν ότι η Αγία Γραφή, τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και η προφορική Παράδοση της Εκκλησίας και αμφότεροι κάθονται απλώς και διαβάζουν τα βιβλία αυτά, πιστεύοντας ότι την ώρα που τα διαβάζουν υπάρχει το Άγιο Πνεύμα μέσα τους, το οποίο τους φωτίζει να κατανοούν ορθά εκείνα που διαβάζουν. Μάλιστα οι Προτεστάντες, επειδή πιστεύουν ότι το χάρισμα της ερμηνείας των Γραφών εδόθη σε ολόκληρη την Εκκλησία, την ανάγνωσι της Αγίας Γραφής την κάνει όλος ο σύλλογος, δηλαδή όλα τα μέλη μιας Προτεσταντικής Ομολογίας, άσχετα αν κάποιος είναι παπάς ή δεν είναι παπάς.
Στην Παπική Εκκλησία όμως πιστεύουν ότι το Άγιο Πνεύμα εδόθη κυρίως στην Ιεραρχία. Γι’ αυτό και κατά τις χειροτονίες οι επίσκοποι τους λένε στον χειροτονούμενο: «Λάβε Πνεύμα Άγιον»! θέλουν να δείξουν δηλαδή οι χειροτονούντες ότι είναι διάδοχοι των Αποστόλων. Όπως είπε ο Χριστός στους Αποστόλους «Λάβετε Πνεύμα Άγιον», έτσι και αυτοί υποτίθεται ότι έχουν και δίνουν Πνεύμα Άγιον. Και δίδεται Πνεύμα Άγιον στους επισκόπους τους, για να μπορούν αυτοί μαζί με τον Πάπα της Ρώμης, που έχει και αυτός το Πνεύμα το Άγιον, να αποφαίνονται σωστά περί των θεμάτων που τους απασχολούν.
Στην Ορθόδοξη Παράδοση όμως έχομε τους Προφήτες,τους Αποστόλους και τους Αγίους,οι οποίοι δεν είναι απλώς αυθεντίες αφ’ εαυτού των, αλλά είναι αυθεντίες εξ αιτίας της εμπειρίας της θεώσεως και μόνον. Οπότε και ο καθένας, ο οποίος φθάνει στην εμπειρία της θεώσεως, γίνεται και αυτός αυθεντία, επειδή μετέχει στην αυθεντία εκείνων. Αυτός δεν λέγει τίποτε διαφορετικό απ’ ότι είπαν εκείνοι, διότι απέκτησε κοινή εμπειρία με εκείνους. Όσοι έχουν την ίδια εμπειρία, λένε τα ίδια πράγματα.
Ο ορισμός της Μεταφυσικής ή της Οντολογίας είναι ότι είναι μία επιστήμη, η οποία ασχολείται με εκείνο που δεν αλλάζει, με εκείνο που παραμένει αναλλοίωτο, με το «όντος ον» ή ακόμη και με εκείνο το οποίο παραμένει αναλλοίωτο για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο όμως δεν μπορεί να ελεγχθή. Συμβαίνει όμως σήμερα οι θετικές επιστήμες να έχουν αποδείξει ότι στον κτιστό κόσμο τα πάντα είναι σχετικά, τα πάντα αλλάζουν. Γι’ αυτό σήμερα έχει πλήρως εγκαταλειφθή η άποψις ότι υπάρχει κάτι το «οντολογικόν», εξ επόψεως του παραμένοντος, του αμεταβλήτου. Από την Αστρονομία κυρίως ξέρομε ότι εδώ και περίπου 15 δισεκατομμύρια χρόνια, όσο είναι ή ηλικία του σύμπαντος, ο κόσμος συνεχώς αλλά-ζει και μαζί του όλα τα κτίσματα.
Στην Ορθοδοξία όμως, όταν μιλάμε για τον Θεό, λέμε ότι ο Θεός «πάντοτε υπήρχε και πάντοτε θα υπάρχει». Αυτό όμως τι σημαίνει; Μας αποκαλύπτει το είναι του Θεού; Όχι βέβαια, διότι είναι κάτι το αποφατικό. Σημαίνει δηλαδή η παραπάνω έκφρασις ότι ο Θεός δεν είναι σαν αυτά τα πράγματα του κτιστού κόσμου που μεταβάλλονται και τα οποία κάποτε δημιουργήθηκαν, υπάρχουν για ένα διάστημα και μετά σταματούν να υπάρχουν. Ο Θεός πάντα υπήρχε και πριν υπάρξει αυτός ο κόσμος και θα υπάρχει και μετά το τέλος αυτού του κόσμου, αναλλοίωτος. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είναι αΐδιος και αθάνατος κατά φύσιν. Αυτή όμως η έκφρασις μας λέγει τι δεν είναι ο Θεός. Όχι το τι είναι.
Η μεταφυσική όμως επιστήμη είναι – σύμφωνα με τους οπαδούς της – η επιστήμη του όντος. Όχι του μη όντος. Εξετάζει δηλαδή αυτό που υπάρχει, αυτό που είναι. Όχι εκείνο που δεν είναι, που δεν υπάρχει.
Οι Πατέρες, όταν μιλούν για τον Θεό, λένε ότι ο Θεός είναι άγνωστος κατά την ουσία Του. Δεν γνω-ρίζουμε το «είναι» του Θεού, το τι είναι ο Θεός, το όντως ον. Λένε μάλιστα ότι ούτε μπορούμε ποτέ να γνωρίσουμε τον Θεόν κατά την ουσία Του. Ξέρομε μόνον ότι υπάρχει. Πώς το ξέρομε αυτό; Επειδή μας έχει αποκαλύψει την δόξα Του,την ενέργεια Του,το Φως Του.Και, όταν βλέπη κανείς το Φως του Θεού,δεν καταλαβαίνει, δεν γνωρίζει, δεν μπορεί να γνωρίσει το «τι είναι ο Θεός». Γι’ αυτό λέμε ότι ο Θεός είναι Μυστήριο.
Ιωαννου Σ. Ρωμανίδου, Πατερική Θεολογία, Εκδόσεις Παρακαταθήκη, 2004, Πρόλογος Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μετάλληνου, Επιμέλεια – Σχόλια: Μοναχού Δαμασκηνού Αγιορείτου.

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

Ο καρπός μιας νυχτερινής προσευχής


- Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών…, η φωνή του Αφυπνιστή* αντήχησε μέσα στην παγωμένη νύχτα του χειμώνα και ταυτόχρονα ένας ρυθμικός χτύπος ακούστηκε στην πόρτα του κελλιού. Ο μοναχός ξύπνησε. Κοίταξε γύρω του. Σκοτάδι απλώθηκε σ’ όλο το κελλί του. Η αμέλεια ρίχνει τα πρώτα βέλη της, για να λαβώσει τον αγωνιστή.

- «Είναι νωρίς ακόμη», του ψιθυρίζει. «Κοιμήσου λίγο να ξεκουραστείς και αργότερα με όρεξη… θα κάνεις τα πνευματικά σου».

Ο μοναχός όμως δε φαίνεται να συμφώνησε με το λογισμό.

- «Αμήν», απαντά αμέσως. Η πρώτη νίκη της νύχτας! Και ταυτόχρονα χαρά μεγάλη στον ουρανό. Οι άγγελοι χειροκρότησαν τον αγωνιστή. Αλλά ο δαίμονας της αμέλειας δεν αποθαρρύνεται.

- «Είναι νύχτα και έχει υγρασία. Πώς θα προσευχηθείς;»

Και είναι αλήθεια πως στον Άθω αυτή την εποχή έχει υγρασία. Το «δι’ ευχών» ακούγεται και πάλι έξω από την πόρτα.

- «Αμήν! Αμήν!», ξαναφώναξε ο Αδελφός. Δεν υπέκυψε στη φωνή του Πονηρού, που προσπαθούσε να τον δελεάσει με την πρόσκαιρη απόλαυση του ύπνου.

- «Ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι», ψέλισσε. Ύστερα επικαλέστηκε τον Κύριο: «Βοήθα με, Θεέ μου, να σηκωθώ». Ο φύλακας άγγελος της ψυχής, που αγρύπνησε όλη τη νύχτα στο κελλί του μοναχού, χαρούμενος τού έδωσε το χέρι, για να τον σηκώσει, κι έτσι ο αδελφός πετάχτηκε ολόρθος επάνω. Φόρεσε το μάλλινο χοντρό σκούφο του και ψηλαφώντας με τα ροζιασμένα χέρια του τους κρύους τοίχους, άναψε με δυσκολία το καντήλι.

Έπειτα σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια αργά-αργά κι ατένισε διστακτικά και με φόβο προς το αμόλυντο πρόσωπο του Κυρίου. Ύστερα γύρισε προς την Κυρία του Όρους. Εκεί πήρε η έκφραση του προσώπου του ένα παρακλητικό ύφος. Τέλος στράφηκε και πάλι προς τον Παντοδύναμο με αποφασιστικότητα.

Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

π.ΣΑΒΒΑΣ ΛΑΠΠΑΣ ΤΗΣ ΚΑΛΥΜΝΟΥ - Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ


ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΗΝ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΣΕ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ Ο ΡΣ ΜΑΣ
pSavvasLappas_02


"Ο π.ΣΑΒΒΑΣ ΛΑΠΠΑΣ ΗΤΑΝ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΓ.ΣΑΒΒΑ ΤΗΣ ΚΑΛΥΜΝΟΥ ΚΑΙ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΜΟΥ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΥ ΜΑΚΡΗ .
ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟΣ , ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕ ΠΟΛΛΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΠΡΟΙΚΙΣΜΕΝΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ . Η ΣΙΩΠΗ ΚΑΙ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥ ΔΙΕΚΡΙΝΑΝ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΟΥ ΑΣΚΗΣΗ . ΖΟΥΣΕ ΑΠΟ ΤΟ 1960 ΠΕΡΙΠΟΥ ΣΤΟ ΚΑΘΙΣΜΑ ΤΟΥ Τ.ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΟ ΚΑΝΤΟΥΝΙ ΚΑΛΥΜΝΟΥ ΕΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ . Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ π.ΜΩΥΣΗΣ ΕΓΡΑΨΕ ΟΜΩΝΥΜΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΒΛΕΠΕΙ Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΥΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ( ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΗΝΟΣ )."
pSavvasLappas 01
pSavvasLappas 02
pSavvasLappas 03
pSavvasLappas 04
pSavvasLappas 05
pSavvasLappas 06
pSavvasLappas 07
pSavvasLappas 08
pSavvasLappas 09
pSavvasLappas 10
pSavvasLappas 11
pSavvasLappas 12
pSavvasLappas 14
pSavvasLappas 15
pSavvasLappas 16
pSavvasLappas 17
pSavvasLappas 18
pSavvasLappas 19
pSavvasLappas 20
pSavvasLappas 21

Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΚΟΥΡΟΥΝΗΣ. ΙΕΡΑΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΚΑΛΥΜΝΟΥ.


   Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΚΟΥΡΟΥΝΗΣ

Ο πατήρ Ιερόθεος Κουρούνης γεννήθηκε στην Κάλυμνο το 1855.

Δεν τελείωσε το σχολείο, γιατί σε ηλικία 9 ετών έφυγε για το  Άγιον Όρος. Εκεί παρέμεινε έξι περίπου χρόνια ως υποτακτικός σε Γέροντα. Ή υπακοή και η προσευχή του έδωσαν την δύναμη να μπορέσει να ακολουθήσει σταθερά τον δρόμο του μοναχισμού και να αναδεχθεί στο μέλλον ένας άξιος λειτουργός του Κυρίου. Κατά την παραμονή του στο Άγιον Όρος συνέβη κάτι πού του προξένησε θαυμασμό και μίμηση ενός θεάρεστου έργου του Γέροντά του. Παρατήρησε ότι ό Γέροντάς του έφευγε κάθε πρωί από το κελί και γύριζε πολύ αργά. Τού κίνησε την περιέργεια και κάποια ημέρα πήρε την απόφαση να τον ακολουθήσει, για να δει πού πάει και τί κάνει. Έμεινε κατάπληκτος, όταν τον είδε να περιποιείται ένα λεπρό μοναχό. Τόσο τον θαύμασε, πού ζήτησε την ευλογία του για να το κάνει και αυτός. Έτσι ο μικρός δόκιμος έπλεε σε πελάγη ευτυχίας! Το διακόνημά του κράτησε όσο έμεινε στο Άγιον Όρος. Εκεί πήρε το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα και χειροτονήθηκε Ιερέας.
 Μετά από αρκετά χρόνια πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην πατρίδα του την Κάλυμνο. Στο νησί του εγκαταστάθηκε σε ένα δικό του κτήμα στην περιοχή Καμάρι στον Πάνορμο. Μέ προσευχή και ακούραστη θέληση τακτοποίησε το μικρό αγρόκτημα του, φυτεύοντας διάφορα δένδρα και ότι άλλο τού ήταν χρήσιμο. Εκτός της γεωργίας, ασχολούνταν και μέ την ζωγραφική. Στην αρχή φιλοτέχνησε τον Ταξιάρχη, μία μεγάλη εικόνα πού την χάρισε στον ‘Ιερό Ναό Ταξιάρχου στο Καμάρι, όπου εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα. Επίσης αγιογράφησε και μία ωραία εικόνα της Παναγίας, πού βρίσκεται ακόμη στο εκκλησάκι της Παναγίας «Ψιλιανης» κοντά στο Γυμνάσιο της Ενορίας Αναστάσεως.
 Ο διάβολος όμως φθόνησε τις πνευματικές του προσπάθειες και του δημιούργησε ένα θλιβερό περιστατικό. Μία γυναίκα υπό την επήρεια του διαβόλου τον συκοφάντησε ότι είχε πέσει σε σαρκικά αμαρτήματα μέ κάποια άλλη γυναίκα. Όταν το έμαθε, λυπήθηκε πάρα πολύ, την συγχώρησε, αλλά και της είπε: «Πήγαινε, κυρά μου, και ας σε ελεήσει η Παναγία». Όμως ο δικαιοκρίτης Κύριος την τιμώρησε μέ πολύ παράδοξο τρόπο, για να παραδειγματιστούν στο μέλλον και όσοι άλλοι υποφέρουν από το πάθος της φιλοκατηγορίας και ιεροκατηγορίας. Ξαφνικά μόλις πήγε να μιλήσει, η φωνή της έβγαινε σαν τού κόρακα, ενώ το σώμα της γέμισε φτερά…
 Κουρασμένος ψυχικά αποφάσισε να φύγει από το κτήμα του και να πάει επάνω στον λόφο, όπου σήμερα βρίσκονται οι Άγιοι Πάντες. Χάρισε το κτήμα σε συγγενικά πρόσωπα και ξεκίνησε για νέους αγώνες. Εκεί αναπαύτηκε το πνεύμα του και έμεινε για πάντα. Άρχισε να κτίζει κελλάκια και την εκκλησία των Αγίων Πάντων. Αγιογράφησε πολλές εικόνες τις όποιες τοποθέτησε στην εκκλησία του. Οι προσευχές, οι νηστείες και όλη εν γένει η αγία ζωή του συντέλεσαν, ώστε πολύς κόσμος να πηγαίνει να προσκυνά στην Μονή και να αναπαύεται μέ την ιερά εξομολόγηση. Απέκτησε συνοδεία εβδομήντα γυναικών, από τις όποιες οι δέκα μόνασαν. Όλος ο κόσμος τον αγαπούσε. Τον είχε επισκιάσει η Θεία Χάρις και τον εκτιμούσαν όλοι. Συχνά τού έκαναν την ερώτηση: «Γέροντα, γιατί σε αγαπά τόσο πολύ ο κόσμος; Υπάρχει κανένα μυστικό;». Μετά από πολλές πιέσεις τούς διηγήθηκε την Αγάπη πού χάρισε στον λεπρό μοναχό…

ΜΟΝΑΧΗ ΦΙΛΟΘΕΗ ΦΟΥΝΤΩΤΟΥ- ΆΚΟΥΣΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΑΒΒΑ ΝΑ ΨΑΛΛΕΙ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!


 

Η ΜΟΝΑΧΗ ΦΙΛΟΘΕΗ ΦΟΥΝΤΩΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΚΑΛΥΜΝΟΥ. ' ΕΛΕΓΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΑΒΒΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΜΝΟ...

 

 Άλλη φορά ή Γερόντισσα τον άκουσε μέσα από την λάρνακά Του να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη », ανήμερα το Πάσχα. Άλλοτε παρουσιάσθηκε μπροστά της στα κελιά, στην αυλή, στην Εκκλησία, κάτω από το αγαπημένο του πεύκο, και κάποια φορά πού πήγε πρωί-πρωί να ανάψει τά καντήλια τον είδε στο Ιερό να λειτουργεί...

 

 Η ΜΟΝΑΧΗ ΦΙΛΟΘΕΗ ΦΟΥΝΤΩΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΚΑΛΥΜΝΟΥ.


Η Αγγελική ήταν ή πρώτη κόρη των ευσεβών νησιωτών Δημοσθένη και Μαρίας Φουντωτού πού κατάγονταν από τον Πόντο. Έκτος από την Αγγελική, την μετέπειτα δηλαδή Γερόντισσα Φιλοθέη, απέκτησαν και άλλα δύο παιδιά, τον Μιχαήλ και την Θεμελίνα.



Ή Αγγελική γεννήθηκε στην Χώρα Καλύμνου το 1908 και εκεί φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο. Από τα πρώτα εφηβικά της χρόνια ένιωσε μέσα της τον ιερό πόθο να γίνει μοναχή καθώς επισκεπτόταν την ασκητική και απομακρυσμένη Μονή της Αγίας Αικατερίνης στην τοποθεσία «Αρβανίτης», όπου ήγουμένευε τότε ή γνωστή για την αρετή της Γερόντισσα Μακαρία Ζηριούνη. Πριν όμως φύγει για το Μοναστήρι, έπρεπε να φροντίσει τις τέσσερις κατά σάρκα ηλικιωμένες θείες της. Και αυτό διότι εκείνες την μύησαν στην πνευματική ζωή και την ετοίμασαν μέ την δική τους αρετή για να αναδεχθεί αργότερα σε τέλεια Νύμφη Χριστού. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ή πρώτη από αυτές, ή Ευτυχία, ήταν επί 70 χρόνια επίτροπος στον Ιερό Ναό τού Χριστού στην Πόθια Καλύμνου, αφιερωμένη μέ την ψυχή και το σώμα της στην διακονία τού οίκου τού Κυρίου, στην καλλιέργεια των αρετών και στα έργα κοινωνικής εύποίίας.


Αρρώστησε όμως ή Αγγελική βαριά από επιδημία της εποχής εκείνης και έτσι οι δικοί της την πήγαν στην Γαλλία για την απαραίτητη θεραπεία. Όταν γύρισε πίσω, εγκατέλειψε τούς δικούς της για την Αγάπη τού Χριστού και πήγε στην Μονή της Αγίας Αικατερίνης το 1937.
Όλες οι μοναχές εκτίμησαν τον ενάρετο χαρακτήρα της, τον ζήλο της και τις ικανότητες της. Έτσι σύντομα έγινε Μεγαλόσχημη μέ το όνομα Φιλοθέη. Τελικά την έστειλαν στο Μετόχι της Αγίας Αικατερίνης στην Πόθια Καλύμνου, όπου μέ την αδελφή Φεβρωνία διέθεταν τά παραδοσιακά τσεμπέρια πού ύφαιναν οι μοναχές της Μονής στον αργαλειό ως και διάφορα χειροτεχνήματα άλλα και αγροτικά προϊόντα.
Δεκαπέντε χρόνια παρέμεινε στην Αγία Αίκατερίνα και διακρίθηκε για το αγγελικό πολίτευμά της αλλά και για τά διοικητικά της χαρίσματα. 

Στις 14 Φεβρουάριου του 1952 κοιμήθηκε εν Κυρίω ή όσιας μνήμης Ηγούμενη Μακαρία Ζηριούνη και μετά 2 ημέρες, στις 16 Φεβρουάριου, με την επέμβαση του τότε Μητροπολίτη Ισιδώρου ψηφίσθηκε ή αδελφή Φιλοθέη Ηγούμενη. Επειδή όμως κάποιες μοναχές αντιδρούσαν στην εκλογή αυτή, ή μακαρία εκείνη ψυχή ταπεινά αναχώρησε με πόνο ψυχής από την μετάνοια της μετά το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο της Ηγούμενης Μακαρίας.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ – ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ


ΠΙΝΑΞ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΥΓ
ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
  1. Περὶ ἀποταγῆς
  2. Περὶ ἀπροσπαθείας
  3. Περὶ ξενιτείας
  4. Περὶ ὑπακοῆς
  5. Περὶ μετανοίας
  6. Περὶ μνήμης θανάτου
  7. Περὶ τοῦ χαροποιοῦ πένθους
  8. Περὶ ἀοργησίας καὶ πραότητος
  9. Περὶ μνησικακίας
  10. Περὶ καταλαλιᾶς
  11. Περὶ πολυλογίας καὶ σιωπῆς
  12. Περὶ ψεύδους
  13. Περὶ ἀκηδίας
  14. Περὶ γαστριμαργίας
  15. Περὶ ἁγνείας
  16. Περὶ φιλαργυρίας
  17. Περὶ ἀναισθησίας
  1. Περὶ ὕπνου καὶ προσευχῆς
  2. Περὶ ἀγρυπνίας
  3. Περὶ δειλίας
  4. Περὶ κενοδοξίας
  5. Περὶ ὑπερηφανείας
  6. Περὶ λογισμῶν βλασφημίας
  7. Περὶ πραότητος καὶ ἁπλότητος
  8. Περὶ ταπεινοφροσύνης
  9. Περὶ διακρίσεως
    1. Περὶ διακρίσεως λογισμῶν καὶ παθῶν καὶ ἀρετῶν
    2. Περὶ διακρίσεως εὐδιακρίτου
    3. Σύντομος ἀνακεφαλαίωσις τῶν προηγουμένων
  10. Περὶ ἡσυχίας
    1. Διὰ τὴν ἱερὰν «ἡσυχίαν», τὴν σωματικὴν καὶ τὴν ψυχικήν
    2. Περὶ διαφορᾶς καὶ διακρίσεως ἡσυχιῶν
  11. Περὶ προσευχῆς
  12. Περὶ ἀπαθείας
  13. Περὶ ἀγάπης, ἐλπίδος καὶ πίστεω

Λόγος εἰς τήν Κυριακήν τῶν Βαῒων. Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου


αρχείο λήψης (2)Χαῖρε καί ἀγάλλου, θυγατέρα τῆς Σιών. Ἀπόλαυσε βαθιά χαρά καί ἀναγάλλιασε, ὁλόκληρη τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία. Ἔρχεται πάλι σέ σένα ὁ Βασιλιάς. Ὁ νυμφίος σου ἔρχεται καθισμένος στό πουλάρι, ὅπως σέ θρόνο. Ἄς βγοῦμε νά Τόν προϋπαντήσουμε. Ἄς βιαστοῦμε νά δοῦμε τή δόξα Του. Ἄς προλάβωμε νά τιμήσωμε τόν ἐρχομό Του μέ χαρά. Ἄλλη μιά φορά σωτηρία στόν κόσμο, πάλι ὁ Θεός ἔρχεται γιά νά σταυρωθῆ.
Ὁ Βασιλιάς τῆς Σιών, ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν, ξαναέρχεται σ᾽ αὐτήν καί χαρίζει πάλι τή σωτηρία στόν κόσμο. Τό φῶς ἄλλη μιά φορά μᾶς ἐπισκέπτεται καί ἡ πλάνη διαλύεται, ἡ ἀλήθεια λουλουδίζει, χορεύει ἡ Ἐκκλησία καί χηρεύει ἡ Συναγωγή. Πάλι ντροπιάζονται οἱ δαίμονες, σκορπίζει ἡ κατάρα, καί πάλι ταράζονται οἱ Ἑβραῖοι, συντρίβεται ὁ δράκοντας, χαίρονται τά Ἔθνη καί ἡ Σιών στολίζεται.

Ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ εἰς τόν Ἄδην (Ἁγίου Ἐπιφανίου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίας Κύπρου)


1.-. Ἐκεῖνος πού χθές, μέσα στήν ἄπειρη συγκατάβασί Του, δέν ἐκαλοῦσε νά τόν βοηθήσουν οἱ λεγεῶνες τῶν Ἀγγέλων, λέγοντας στόν Πέτρο, ὅτι εἶναι στό χέρι μου νά παρατάξω τώρα ἀμέσως, περισσότερες ἀπό δώδεκα λεγεῶνες Ἀγγέλων (Ματθ. κστ´ 53), σήμερα κατέρχεται μέ τόν θάνατό Του κατά τοῦ ἅδου καί τοῦ θανάτου, τοῦ τυράννου, ὅπως ταιριάζει σέ Θεό καί Κυρίαρχο, ἐπί κεφαλῆς τῶνἀθανάτων καί ἀσωμάτων στρατευμάτων καί τῶν ἀοράτων ταγμάτων, ὄχι μέ δώδεκα μόνο λεγεῶνες, ἀλλά μέ μύριες μυριάδες καί χίλιες χιλιάδες Ἀγγέλων, Ἀρχαγγέλων, Ἐξουσιῶν, Θρόνων, Ἐξαπτερύγων, Πολυομμάτων, οὐρανίων ταγμάτων, τά ὁποῖα, ὡς Βασιλέα καί Κύριό τους, προπέμπουν, δορυφοροῦν καί τιμοῦν τόν Χριστό. Ὄχι, ὅτι συμμαχοῦν καί συμπολεμοῦν μαζί Του. Ὄχι, ποτέ! Γιατί ἀπό ποιά συμμαχία ἔχει ἀνάγκη ὁ παντοδύναμος Χριστός; Τόν συνοδεύουν γιατί χρωστοῦν πάντοτε καί ποθοῦν νά εἶναι κοντά στόν Θεό τους.

Μὲ τὴ Γέννησή του ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πολέμησε καὶ θεράπευσε τὸν ἔρωτα τοῦ πλούτου Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου



images (4)Σκέψου, ἀγαπητέ, ὅτι, ὅπως ὑπάρχει αὐτὸς ὁ αἰσθητὸς μέγας κόσμος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ὅλα τα κτίσματα, ἔτσι ὑπάρχει ἕνας ἄλλος νοητὸς κόσμος ἀποτελούμενος ἀπὸ ἁμαρτωλούς, τοῦ ὁποίου τὰ στοιχεῖα εἶναι οἱ τρεῖς διεστραμμένοι ἔρωτες, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης· πρώτον, ὁ ἔρωτας τῶν ἡδονῶν δεύτερον, ὁ ἔρωτας τοῦ πλούτου, καὶ τρίτον, ὁ ἔρωτας τῆς δόξας· «Ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» (Ἃ΄ Ἐπιστ. Ἰωάν. 2,16). Τώρα αὐτὸς ὁ πονηρὸς κόσμος, ὁ ὁποῖος εἶναι ὅλος ἐνάντιος στὸν σκοπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν ἑωσφόρο (ὁ ὁποῖος γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται κοσμοκράτορας), εἶναι ἐκεῖνος ὁ μεγάλος ἐχθρὸς τὸν ὁποῖον ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα ποὺ γεννήθηκε στὴν γῆ, ἦλθε, γιὰ νὰ πολεμήσει, πρῶτα μὲ τὸ σιωπηλὸ παράδειγμά του καὶ ὕστερα, στὸν κατάλληλο καιρό, μὲ τὸν λόγο καὶ τὴν διδασκαλία του· γι’ αὐτὸ συλλογίσου, ὅτι πρῶτα πολεμεῖ μὲ τὴν φτώχεια τοῦ τὸν παράλογο ἔρωτα τοῦ πλούτου. Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος νομίζει, ὅτι ἔχει κάθε ὄφελος στὰ πρόσκαιρα ἀγαθά· γι’ αὐτό, λοιπόν, καί, ἢ γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσει αὐτά, ἢ γιὰ νὰ μὴ τὰ χάσει, ξοδεύει σχεδὸν ὅλο τὸν χρόνο ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ κερδίσει τὰ αἰώνια ἀγαθά. Καὶ νὰ ποὺ ὁ προαιώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ αὐτὴν τὴν πλάνη καὶ νὰ ξεριζώσει ἀπὸ τὶς καρδιὲς μᾶς αὐτὴν τὴν καταραμένη ρίζα ὅλων των κακῶν, τὴν φιλαργυρία, ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ θεῖος Παῦλος· «Ρίζα πάντων των κακῶν ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τιμ. 6,10).

Περί Προσευχῆς (Ἐκ τοῦ λόγου πρός τοὺς Ἅγιους Πάντες). Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου


ikesia-151Δεχθείτε, λοιπόν, μ’ εὐχαρίστηση καὶ ὑποδεχθεῖτε, ὅλοι ἐσεῖς οἱ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μου, ποὺ ἀποτελεῖτε τὸ οἰκουμενικὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐγκολπωθεῖτε αὐτὲς τὶς θεολογικές, ἰκετήριες καὶ κατανυκτικὲς εὐχὲς καὶ προσευχές· λάβετε αὐτὴ τὴν ἀνθοφόρα καὶ κρινοφόρα τροφή, στὴν ὁποία μπορεῖτε νὰ ἐντρυφᾶτε, νὰ χαίρεστε καὶ νὰ τρέφεστε ἀχόρταστα, σὰν νὰ βρίσκεστε σὲ κάμπους ἀνθισμένους, σὲ χλοϊσμένους λειμῶνες, σὲ δροσερὰ λειβάδια, σὲ βοσκοτόπια ποὺ τρέφουν τὶς ψυχές, σὲ μοσκοβολημένα δροσερὰ χορτάρια. Διότι σ’ αὐτὲς τὶς ἱερὲς προσευχὲς θὰ βρεῖτε πολὺ πλούσια καί, ὅπως χρειάζεται, τὰ τέσσερα ἰδιώματα ἢ μέρη, ποὺ περιέχει κάθε τέλεια Προσευχή, δηλαδή: α) τὴ δοξολογία, β) τὴν εὐχαριστία, γ) τὴν ἐξομολόγηση καὶ δ) τὴν αἴτηση.

Ἡ Μαγεία. Ὁσίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου


AgNikodimos Προοίμιο
Ταιριάζει σέ ὅσα θά πῶ παρακάτω, νά δανεισθῶ τό θρηνητικό ἐκεῖνο ρητό τοῦ προφήτη ῾Ιερεμία καί νά φωνάξω κι ἐγώ μέ ὀδύνη : “Ποιός θά βάλει στά μάτια μου πηγή δακρύων, γιά νά κλάψουν πικρά τό λαό τῶν Χριστιανῶν μέρα καί νύχτα;” Γιατί ποιός μπορεῖ, ἀλήθεια, νά μήν τόν κλάψει, ὅταν σκεφθεῖ πώς, ἐνῶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ νίκησε μέ τό σταυρικό Του θάνατο ὅλους τούς δαίμονες, οἱ Χριστιανοί τούς ἀναδεικνύουν πάλι νικητές καί τροπαιούχους μέ τίς διάφορες μαγεῖες τους; Καί ποιός μπορεῖ νά μή χύσει πικρά δάκρυα, ὅταν συλλογισθεῖ πώς, ἐνῶ ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστός ἀπάλλαξε ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου τόν κόσμο καί τούς Χριστιανούς, αὐτοί, μέ τή μαγεία, τόν ξαναφέρνουν στόν κόσμο καί τόν ξανακάνουν τύραννό τους;
Εἶναι ἤ δέν εἶναι, λοιπόν, γιά κλάματα ἡ τωρινή κατάσταση τῶν Χριστιανῶν, ἀφοῦ, μέ τά μαγικά καμώματα καί σατανικά τεχνάσματά τους, ἀναβιώνουν στήν οὐσία τή λατρεία τῶν δαιμόνων; ᾿Ενῶ δηλαδή φανερά λατρεύουν τόν ἀληθινό Θεό, κρυφά τόν ἀρνοῦνται καί λατρεύουν τό διάβολο. Τό μεγαλύτερο μάλιστα κακό εἶναι τοῦτο : Μολονότι χρησιμοποιοῦν ἕνα σωρό μαγικά, οὔτε πού καταλαβαίνουν πώς ἀρνοῦνται ἔτσι τό Θεό, καταφρονοῦν τό Χριστό καί ἀγκαλιάζουν τό διάβολο. Τί μεγάλη πλάνη! Κρυφή καί ἀπατηλή, ψυχώλεθρη καί θανατηφόρα!

Σέ ποιούς πειρασμούς πρέπει νά χαιρόμεθα. Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου


Ἐκ τῆς ἐρμηνίας εἰς τήν ἐπιστολήν Ἰακώβου (Α, 2~3, 12~14)

2. Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε(1) ποικίλοις,)
AgNikodimosἌξιον εἶναι νά θαυμάσῃ τινάς (ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Μητροφάνης) τοῦ Ἀδελφοθέου τήν σύνεσιν, διατί αὐτός κάμνει ἐδῶ ὡσάν ἕνας ἐπιστημονικώτατος καί σοφώτατος ἰατρός. Ἐπειδή εὐθύς εἰς τήν ἀρχήν τῆς ἐπιστολῆς ἠθέλησε νά ἰατρεύσῃ τά ἐναντία μέ τά ἐναντία τό ὁποῖον τοῦτο εἶναι νόμος τῆς ἰατρικῆς τέχνης. Καί ἀντί τῶν πολυτρόπων καί διαφόρων θλίψεων ὁπού ἐδοκίμαζον οἱ ἐξ ῾Εβραίων χριστιανοί αὐτός ἐμβάζει εἰς τάς καρδίας των τήν ἀκροτάτην καί καθολικωτάτην χαράν. Ἐπειδή δέν εἶπε: μεγαλοψύχως ὑποφέρετε ἀδελφοί μου τά πλήθη τῶν πειρασμῶν ἤ ὑποφέρετε τά λυπηρά, ἄλλά εἶπε· κάθε χαράν νομίζετε ἀδελφοί, ὅταν πέσητε εἰς διαφόρους πειρασμούς, ἦγουν αὐτούς τούς ἰδίους πειρασμούς ὁπού πάσχετε ἀδελφοί μου νά τούς νομίζετε ὑπόθεσιν ἀκροτάτης χαρᾶς. Ὁ λόγος δέ οὗτος ὄχι μόνον δέν ἀφίνει τελείως νά αἰσθανθῇ ἡ ψυχή τάς λύπας καί πόνους ὁπού πάσχει, ἀλλά καί τό ἐναντίον κάμνει αὐτήν νά εὐφραίνεται διά τήν ὑπερβολικήν ὀδύνην τῶν πειρασμῶν. Φανερώνει λοιπόν ὁ ἀπόστολος, κατά τόν Θεοφύλακτον καί Οἰκουμένιον, ὅτι εἶναι ἐπαινετοί καί χαρᾶς ἅξιοι οἱ πειρασμοί ἐκεῖνοι καί αἱ λύπαι, ὁπού δοκιμάζονται ἀπό τούς χριστιανούς κατά Θεόν καί διά τόν Θεόν. Ἐπειδή αὐτοί γίνονται ἕνας δεσμός ἄλυτος καί μία αὔξησις τῆς πρός τόν Θεόν ἀγάπης καί κατανύξεως. Διά τοῦτο εἶπε καί ὁ σοφός Σειράχ «τέκνον, εἰ προσέρχει δουλεύειν Κυρίῳ Θεῷ, ἐτοίμασον τήν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν» (Σειρ, 2,1). Εἶπε δέ καί ὁ Κύριος «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωάν, 16, 33). Διότι χωρίς θλίψεις καί γυμνάσια δέν δύναταί τινας νά λάβῃ οὔττε κοσμικούς στεφάνους οὔτε θεϊκούς.

Εἰς τό «πολύ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη». Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιοτείτου


Ἐπιστολή Ἰακώβου (Ε'16)
images (4)Μέ τά λόγια ταῦτα ὡσάν νά λέγῃ ὁ Ἀδελφόθεος, κατά τόν ἱερόν Μητροφάνη, ναί χριστιανοί ἀδελφοί μου, πολλά βοηθεῖ εἰς τό νά συγχωρήσῃ τάς ἁμαρτίας τῶν ἐξομολογουμένων χριστιανῶν ἡ δέησις καί προσευχή τῶν ἐναρέτων Πνευματικῶν, ὁπού τούς ἐξομολογοῦν. Ἀλλά ποίων χριστιανῶν; Ἐκείνων ὁπού κατηγοροῦν τόν ἑαυτόν τους μέ καθαράν καί ἄδολον διάθεσιν τῆς καρδίας των διά τά πρότερα ἁμαρτήματα ὁπού ἔπραξαν, ἐκείνων ὁπού ἐμίσησαν τήν ἁμαρτίαν καί διά τοῦτο τήν ἐθριάμβευσαν καί τήν ἐντροπίασαν διά τῆς ἐξομολογήσεως. Καί ἐκείνων ὁπού δέν ἔχουν σκοπόν νά γυρίσουν πάλιν εἰς τό ἴδιον ἐξέρασμα τῶν ἁμαρτιῶν τους, ἀλλά μάλιστα δείχνουν καί καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας. Εἰς τούς τοιούτους, λέγω, πολλά δύναται ἡ προσευχή καί ἐκτενής πρός τόν Θεόν δέησις τῶν πνευματικῶν. Διατί γίνεται αὕτη ἐνεργουμένη παρά τῶν ἐξομολογουμένων, ἤτοι δέν ἐμποδίζὲται ἀπό καμμίαν κακήν αἰτίαν καί ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἀλλά μᾶλλον καί συνεργεῖται ἀπό τήν ταπεινοφροσύνην τους καί ἀπό τά ἐνάρετα ἔργα των. Διά ἐκείνους δέ τούς ἐξομολογουμένους χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σκολιούς καί πονηρούς λογισμούς νά ἐπιστρέψουν πάλιν εἰς τήν ἁμαρτίαν καί ἀκόμη ἐναγκαλίζονται καί ἀγαποῦν τά κακά, διά τούτους, λέγω, ἐάν παρακαλῇ τόν Θεόν ὁ ἴδιος δίκαιος Νῶε ὁ εὐαρεστήσας Θεῷ καί ὁ προφήτης Δανιήλ καί ὁ θεομαρτύρητος Ἰώβ, δέν θέλουν εἰσακουσθοῦν, Καί τοῦτο φανερῶς τό μαρτυρεῖ ὁ Θεός πρός τόν Ἰεζεκιήλ λέγων «υἱέ ἀνθρώπου, γῆ ἐάν ἁμάρτῃ μοι τοῦ παραπεσεῖν παράπτωμα καί ἐκτενῶ τήν χεῖρά μου ἐπ’ αὐτήν καί συντρίψω αὐτῆς στήριγμα ἄρτου καί ἐξαποστελῶ ἐπ’ αὐτήν λιμόν... καί ἐάν ὦσιν οἱ τρεῖς ἄνδρες οὖτοι ἐν μέσῳ αὐτῆς, Νῶε καί Δανιήλ καί Ἰώβ, αὐτοί ἐν τῇ δικαιοσύνῃ αὐτῶν σωθήσονται, λέγει Κύριος... οὐ μή ρύσωνται υἱούς οὐδέ θυγατέρας, ἀλλ’ ἡ αὐτοί μόνοι σωθήσονται» (Ἰεζ. 14, Ι3-Ι4. Ι8). Καί πρός τόν ῾Ιερεμίαν δέ λέγει· «Καί σύ μή προσεύχου περί τοῦ λαοῦ τούτου καί μή ἀξιοῦ τοῦ ἐλεηθῆναι αὐτούς καί μή εὔχου καί μή προσέλθῃς μοι περί αὐτῶν, ὅτι οὐκ εἰσακούσομαι» (῾Ιερ. 7, Ι6). Ὅρα καί τήν ἐρμηνείαν τοῦ «ἔστιν ἁμαρτία πρός θάνατον» (Α’ Ἰωάν. 5, 16).

Εἰς τήν Κυριακήν τῆς Τυρινῆς. Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου


αρχείο λήψηςΟἱ θειότατοι καί Ἅγιοι Πατέρες ἐθέσπισαν νά κάνωμεν σήμερον, ἤτοι πρό τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, τήν ἀνάμνησιν τῆς ἐξορίας τῶν πρωτοπλάστων ἀπό τήν τρυφήν τοῦ Παραδείσου, δείχνοντες ἐμπράκτως πόσον καλόν καί ὠφέλιμον πράγμα εἶναι ἡ νηστεία εἰς τήν ἀνθρωπίνην φύσιν, καί πάλιν ἐκ τοῦ ἐναντίου, πόσον κακόν καί αἰσχρόν εἶναι ἡ ἀδηφαγία.
  Παρατρέξαντες λοιπόν οἱ Πατέρες τά κατά μέρος πάντα, ὁποῦ εἰς ὅλον τόν κόσμον γίνονται, ἄπειρα σχεδόν ὄντα, τόν πρωτόπλαστον Ἀδάμ προβάλλουν εἰς ὅλους παράδειγμα, πόσον κακόν ἔπαθε, μέ τό νά μήν ἐνήστευσε πρός ὀλίγον, καί εἰς τήν ἐδικήν μας φύσιν μετέδωκε, σαφῶς δεικνύοντες, καί ὅτι πρῶτον παράγγελμα τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους ἐδόθη τό τῆς νηστείας καλόν, τό ὁποῖον μέ τό νά μήν ἐφύλαξεν ἐκεῖνος, ἀλλά εἰς τήν γαστέρα ὑπήκουσε, τό δέ ἀληθέστερον εἰς τόν πλάνον ὄφιν ἀπό τήν παρακύνησιν τῆς Εὕας, ὄχι μόνον Θεός δέν ἔγινεν, ἀλλά καί εἰς τόν θάνατον κατεκρίθη, καί εἰς ὅλον τό γένος μετέδωκε τοῦ κακοῦ.
   Λοιπόν, διά τήν τρυφήν τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ ὁ Κύριος ἐνήστευσεν ἡμέρας τεσσαράκοντα, καί ὑπήκοος ἔγινεν. Διά  τοῦτο καί ἡ παροῦσα Ἁγία Τεσσαρακοστή ἐπαραδόθη ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, διά νά ἀπολαύσωμεν ἡμεῖς διά τῆς νηστείας τήν ἀφθαρσίαν, μέ τό νά φυλάξωμεν ἡμεῖς ἐκεῖνο, τό ὁποῖον μέ τό νά μήν ἐφύλαξεν ἐκεῖνος, ἀπώλεσε τήν ἀφθαρσίαν. καί κατά ἄλλον τρόπον, ὁ σκοπός τῶν Ἁγίων οὗτος ἐστι, καθώς καί προείπομεν, νά περιλάβουν διά βραχέων, τά ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους γενόμενα ἔργα παρά τοῦ Θεοῦ. καί ἐπειδή ὅλων τῶν καθ’ ἡμᾶς αἴτιον ἐστάθη ἡ παράβασις καί ἡ ἔκπτωσις τοῦ Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισον, διά τοῦτο ταύτην ἐνταύθα πρωτίστην ἔταξαν, διά νά φύγωμεν τήν παρακοήν, καί νά μή μιμηθῶμεν κατ’ οὐδέν τήν ἀκρασίαν αὐτοῦ.

Συμβουλή πρός μετανοοῦντα πῶς πρέπει νά ἐξομολογήται. Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου


ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΓΛΑΦΥΡΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΕΚ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΩΝ ΕΡΑΝΙΣΘΕΙΣΑ ΕΙΣ ΚΟΙΝΗΝ ΤΩΝ ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΝΤΩΝ ΩΦΕΛΕΙΑΝ
Ἕνιοι Ἰαμβικοὶ Στίχοι Λούσατο πρὶν νεεμάν, δι᾿ Ἰορδάνοιο (ρ)οάων, Ἑπτάκι, καὶ λέπρης (ρ)ύπτεται ἀργαλέης.
Λούεται αὖ πᾶς τις, κακὸς εἰς βένθος μετανοίης Ὤδε καὶ ἐκνίζει, λύματ᾿ ἐπεσβολίης.
Τοίνυν Ἰορδάνης, πρόγραμμα ἔτι μετανοίης, Εἰς ὃν Ἰωάννης, νίζ᾿ ἀλιτήριον ὄχλον.
ΠΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΑ «Ἐξολολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα».
αγαπη23-293x300Ὁ Πανάγαθος Θεός, καθὼς εἰς τὴν τάξιν τῆς φύσεως, δὲν ἐπρονόησε νὰ γινόμεθα μόνον εἰς τὴν ζωὴν ὑγιεῖς, ἀλλ᾿ ἐπρονόησεν ἀκόμη καὶ τὸ νὰ ἀναλαμβάνωμεν πάλιν τὴν Ὑγείαν, ὅταν σωματικῶς ἀσθενήσωμεν, μὲ ἰαματικὰ λουτρά, καὶ διάφορα ἰατρικά. Τοιουτοτρόπως δέ, καὶ διὰ τὴν πνευματικὴν ὑγείαν, δὲν ἐπρονόησε τὸ νὰ ἀναγεννώμεθα μόνον πνευματικῶς διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἀλλ᾿ ἐπρονόησεν, εἰς τὸ νὰ ἀναλαμβάνωμεν καὶ πάλιν τὴν πνευματικὴν ὑγείαν, ὅταν ψυχικῶς ἀσθενήσωμεν, μὲ ἕνα καθαρτικὸν λουτρόν, καὶ ἰατρικὸν θαυμάσιον. Καὶ τοῦτο δὲν εἶναι ἄλλο, ἀπὸ τὸ Μυστήριον τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
Διότι ἡ Ἐξομολόγησις, εἶναι πράγματι ἕνα λουτρόν, μὲσα εἰς τὸ ὁποῖον ὅσαι ψυχαὶ λούονται, ἐξέρχονται παρευθὺς ἐλαφρόμεναι ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας ποῦ σηκώνουν. Εἶναι ἕνα λουτρόν, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἐκπλύνονται καὶ ἀφανίζονται ὅλοι οἱ μολυσμοὶ τῶν πλημμελημάτων, κατὰ τὸν θεῖον Χρυσόστομον: «Ἡ ὁμολογία τῶν ἡμαρτημένων, ἀφανισμὸς γίνεται τῶν πλημμελημάτων». Καὶ ἕνα λουτρόν, ποῦ γίνεται διὰ τοὺς μετανοοῦντας, εἶναι ἕνα ἄλλο Βάπτισμα, δυσκολότερον μὲν ἀπὸ τὸ πρῶτον Βάπτισμα, ἀναγκαῖον ὅμως διὰ τὴν σωτηρίαν, ὡς καὶ ἐκεῖνο, κατὰ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον: «Οἷδα καὶ δεύτερον ἔτι (Βάπτισμα) τὸ διὰ δακρύων, ἀλλ᾿ ἐπιπονώτερον».
Ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο μέρος, ἡ Ἐξομολόγησις εἶναι ἕνα ἰατρικὸν τόσον δραστικόν, εἰς τρόπον ὧστε, ἐν τῷ ἄμᾳ ἐξαλειφθῇ κάθε δηλητήριον τῆς θανασίμου ἁμαρτίας, ἡ ὁποία εἶναι ἕνα κακὸν ἄπειρον. Καὶ ἀφανίζει μὲν κάθε ἀόρατον ἀσθένειαν, ἐπαναγυρίζει δὲ εἰς τὴν ψυχὴν τὴν προτέραν ὑγείαν καὶ χάριν. Εἶναι ἕνα ἰατρικὸν ποὺ μεταβάλλει αὐτοστιγμεὶ τὸν ἁμαρτωλὸν εἰς ἕνα ὡραιόμορφον Ἄγγελον, ἐκεῖ ποὺ ἦτον πρὸ τῆς ἁμαρτίας, καὶ οὐχὶ μεταμορφωμένον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ὡς ἕνα διάβολον ὡσὰν τὸν Ἰούδαν. «Καὶ ἐξ ὑμῶν εἷς διάβολος ἐστί» (Ἰωάν. 5. 70.) Καὶ ἐν συντομίᾳ, ὅπου μεταβάλλει τὸν ἁμαρτωλὸν ἀπὸ κατάδικον εἰς ἐλεύθερον, ἀπὸ σαρκικὸν εἰς πνευματικόν, ἀπὸ δοῦλον τῆς ἁμαρτίας, εἰς υἱὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ ἔνοχον τῆς αἰωνίου κολάσεως, εἰς κληρονόμον τῆς οὐρανίου Βασιλείας Του. Δηλαδή, εἶναι ἕνα ἰατρικόν, ποὺ διὰ τὰ ὑπερφυσικὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἐνεργεῖ, ὑπερβαίνει ὅλα μαζὶ τὰ ἔργα τῆς φύσεως. Ἐπειδή, ἡ δικαίωσις ποὺ χαρίζει εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἁμαρτωλοῦ, εἶναι ἔργον ἀπείρως μεγαλύτερον, ἀπὸ τὸ ἐὰν ἤθελε νὰ δημιουργήσῃ ὁ Θεός, ἕναν ἄλλον νέον κόσμον.
Ἀλλ᾿ ὢ τῆς δυστυχίας! Τὸ καθαρτικὸν τοῦτο λουτρόν, καὶ τὸ θαυμαστὸν τοῦτο ἰατρικόν, ἡ ψυχοφελεστάτη λέγω Ἐξομολόγησις, ἔγινε σήμερον εἰς τοὺς Χριστιανούς, ἕνα Μυστήριον λίαν ἐπουσιῶδες ἤ καὶ ἐκ περισσοῦ, οἱ ὁποῖοι νομίζοντες ὅτι δὲν καθαρίζονται εἰς αὐτὸ τὸ λουτρόν, ἄλλοι μὲν ἀπὸ αὐτούς, ἤ δὲν ἐξομολογοῦνται τελείως, ἢ ἐξομολογοῦνται σπανίως, ἀγαπῶντες οἱ ταλαίπωροι καλύτερα νὰ κυλίωνται ὡσὰν τὰ ζῶα μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν, παρὰ νὰ τρέξουν εἰς τοῦτο τὸ λουτρόν, καὶ νὰ καθαρισθοῦν· ἕτεροι δὲ, οὕτε μὲ τὴν πρέπουσαν ἐξέτασιν τῆς συνειδήσεως καὶ τῶν ἁμαρτιῶν τους ἐξομολογοῦνται, οὕτε μὲ τὴν πρέπουσαν συντριβὴν καὶ κατάνυξιν, οὕτε μὲ μίαν ἀποφασιστικὴν γνώμην εἰς τὸ νὰ προσέχουν νὰ μὴν ἁμαρτήσουν πλέον, εἰς τὰ ὁποῖα, μία τοιαύτης ἑτοιμασίας εἶναι καὶ τὰ συστατικὰ τῆς Θεαρέστου ἐξομολογήσεως. Ἀλλὰ ἐξομολογοῦνται ἀνεξετάστως, ἄνευ κατανύξεως, χωρὶς ἀπόφασιν τοῦ νὰ γίνουν καλύτεροι, καὶ ἀπλῶς, κατὰ συνήθειαν καὶ μόνον, διότι ἔρχεται τὸ Πάσχα, Χριστούγεννα, ἢ Θεοφάνεια. Τοιουτοτρόπως δὲ ἐξομολογούμενοι οἱ ταλαίπωροι, καὶ νομίζοντες ὅτι καλῶς ἐξομολογοῦνται, μεγάλως ζημιώνονται καὶ ἁμαρτάνουν.
ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ Ο ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ Ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ, πρέπει νὰ ἠξεύρης, ὅτι ἡ μετάνοια, κατὰ τὸν θεῖον Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν, εἶναι μία ἐπαναστροφὴ ἀπὸ τοῦ παρὰ φύσιν εἰς τὸ κατὰ φύσιν, καὶ ἀπὸ τοῦ διαβόλου πρὸς τὸν Θεόν. Λοιπόν, καὶ σὺ ἀγαπητέ μου, ἐὰν θέλῃς νὰ μετανοήσῃς καθὼς πρέπει, νὰ ἀφήσῃς τὸν διάβολον καὶ τὰ ἔργα του, καὶ νὰ ἐπαναγυρίσῃς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν. Νὰ ἀφήσῃς τὴν ἁμαρτίαν ποὺ εἶναι παρὰ φύσιν, καὶ νὰ ἐπαναγυρίσῃς εἰς τὴν ἀρετὴν ποὺ εἶναι κατὰ φύσιν. Νὰ μισήσῃς τὴν ἁμαρτίαν τόσο πολύ, ὥστε νὰ λέγῃς καὶ σὺ μὲ τὸν Δαβίδ: «Ἀδικίαν ἐμίσησα καὶ ἐβδελυξάμην, τὸν δὲ νόμον Σου ἠγάπησα».
Καὶ λοιπόν, ἀδελφέ μου, ἐὰν ὲν συνειδήσει καὶ μὲ συντριβὴν τῆς καρδίας σου, ὁμολογῇς, ὅτι ἐλύπησες μὲ τὰς ἁμαρτίας σου τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τότε ὡς ἀληθῶς μετανοήσας, πρῶτον εἰπὲ μέσα εἰς τὴν καρδίαν σου: «Ἐξαγορεύσω (ἐξομολογοῦμαι) κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ». Καὶ: «ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός Σου, ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (Λουκ. ιε´ 18). Ἀφοῦ δὲ εἰπῇς ταῦτα, δράμε εἰς τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας μὲ τὴν ἀδίστακτον βεβαιότητα, ὅτι ἐκεῖ παρουσιάζεσαι ὄχι μπροστὰ σὲ ἄνθρωπο, ἀλλ᾿ ἔμπροσθεν τοῦ παντογνώστου Θεοῦ, τοῦ ἀπείρως ἐλεήμονος καὶ ἀπείρως δικαιοκρίτου, καὶ μὲ αἴσθημα εὐθύνης τῆς σῆς ἀναξιότητος καὶ μηδαμινότητος, παράδοσε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὴν κρίσιν καὶ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Πνευματικοῦ σου Πατρός, ὡς ἀναπολόγητος παραβάτης τῶν θείων ἐντολῶν.
Μὲ κατάνυξιν καὶ πλείοναν ταπείνωσιν, μὲ συντετριμμένην καρδίαν, καθὼς ἐξομολογεῖτο ἡ πόρνη τὰς ἁμαρτίας της, πρόσπεσον τῷ Θεῷ, διὰ νὰ σοῦ προσδεχθῇ τὴν ἐξομολόγησίν σου, καὶ νὰ σοῦ δώσῃ τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν σου. Διότι: «Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει». Τὴν κατάνυξιν δέ, καὶ τὴν ταπείνωσιν πρέπει νὰ ἔχῃς, καὶ ὅταν ἀκόμη σὲ ἐλέγχῃ ὁ πνευματικὸς διὰ τὰ ἁμαρτήματά σου, σιωπῶντας καὶ μὴ περικόπτων τὰ λόγια του, μὲ διάφορες δικαιολογίες, ἀλλὰ δεχόμενος τὸν ἔλεγχον μετὰ χαρᾶς, ὡς νὰ σοῦ τὸ κάνῃ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καθὼς δὲ συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Γενοῦ καὶ τῷ ἤθει καὶ τῷ λογισμῷ ὡς κατάδικος ἐπὶ τῇ ἐξομολογήσει σου, εἰς γῆν νενευκώς, καὶ εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς πόδας τοῦ ἰατροῦ, ὡς τοῦ Χριστοῦ, δάκρυσι βρέχων».
Δὲν θὰ πρέπει νὰ κατηγορῇς τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον ὅταν ἐξομολογεῖσαι, προφασιζόμενος ὅτι αὐτοὶ ἔγιναν αἴτιοι νὰ ἁμαρτήσῃς, καθὼς καὶ ὁ Ἀδὰμ τὴν Εὔαν, καὶ ἡ Εὔα τὸν ὄφιν. Ἀλλὰ μόνον τὸν ἑαυτόν σου νὰ κατηγορῇς, καὶ τὴν κακήν σου προαίρεσιν. «Εἰ θέλῃς κατηγορῆσαι, κατηγόρησόν σου» σοῦ λέγει ὁ Θεῖος Χρυσόστομος. Τί νὰ λέγῃς δὲ εἰς τὸν πνευματικόν, σὲ συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. «Εἰπὲ καὶ μὴ αἰσχυνθῇς. Ἐμὸν τὸ τραῦμα πάτερ, ἐμὴ ἡ πληγή, ἐξ οἰκείας ραθυμίας, καὶ οὐκ ἐξ ἑτέρου προσγινομένη, οὐδεὶς ταύτης αἴτιος, οὐκ ἄνθρωπος, οὐ πνεῦμα, οὐ σῶμα, οὔ τι ἕτερον, ἀλλ᾿ ἡ ἐμὴ ἀμέλεια».
Πρέπει νὰ ἐξομολογῆσαι μὲ ἀλήθειαν καὶ εὐθύτητα καρδίας, φανερώνων ὅλας σου τὰς ἁμαρτίας, τοιουτοτρόπως, καθὼς τὰς ἔπραξες, τοῦ τόπου, τοῦ χρόνου, τῆς αἰτίας, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τοῦ τρόπου, (ἄνευ τῶν ὁνομάτων τῶν προσώπων ἐκείνων, μὲ τὰ ὁποῖα πιθανὸν νὰ ἥμαρτες) χωρὶς νὰ προσθέσῃς ἢ νὰ ἀφαιρέσῃς τὰς μισὰς ἁμαρτίας σου εἰς ἕνα πνευματικόν, καὶ τὰς ἄλλας μισὰς εἰς ἄλλον, καθὼς κάμουν μερικοί. Ἀλλὰ νὰ ἐξομολογηθῇς σὲ ἕνα πνευματικὸν ἀπλά, μὲ καρδίαν ἄδολον καὶ ἀληθινὴν μετάνοιαν. Διότι ἂν ἐξομολογηθῇς μὲ δόλον καὶ ἐπιφανειακὰ μόνον, νὰ ξεύρῃς ὅτι, δὲν θὰ γένῃ δεκτὴ ἡ ἐξομολόγησίς σου εἰς τὸν Θεόν, ποῦ ἀγαπᾷ τὴν ἀλήθειαν. «Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας».
Διὰ τοῦτο καὶ πρέπει νὰ ἐξομολογῆσαι χωρὶς ἐντροπήν, διότι ἡ ἐντροπὴ ποὺ λαμβάνεις ὅταν ἐξομολογῆσαι, σοῦ προξενεῖ δόξαν καὶ χᾶριν παρὰ τῷ Θεῷ. Ἡ ἐντροπὴ αὕτη σὲ κάνει νὰ ἐλευθερωθῇς ἀπὸ τὴν μέλλουσαν ἐντροπήν, τῆς ἐν τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, κατὰ τὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος: «Οὐ γὰρ ἔστιν ἐκτὸς αἰσχύνης, αἰσχύνης ἀπαλλαγῆναι». Τί ἐντρέπεσαι ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ; Ὅταν ἔκαμες τὴν ἁμαρτίαν δὲν ἔντράπεις, καὶ τώρα ποὺ ἔφθασεν ἡ ὥρα νὰ ἀπαλλαγῇς ἀπὸ ἀυτήν, ἐντρέπεσαι; Καὶ δὲν ἠξεύρεις πῶς ἡ ἐντροπὴ αὕτη εἶναι τοῦ διαβόλου, ὅ ὁποῖος, ὅταν κάνῃς τὴν ἁμαρτίαν σοῦ δίδει θάρρος, καὶ ὅταν τὴν ἐξομολογῆσαι σοῦ δίδει φόβον καὶ ἐντροπήν; Μαρτυρεῖ δὲ καὶ ὁ Θεῖος Χρυσόστομος: «Δύο ταῦτα ἐστί, ἁμαρτία καὶ μετάνοια. Ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ, ὄνειδος, γέλως. Ἐν δὲ τῇ μετανοίᾳ, ἔπαινος, παῤῥησία. Ἀλλ᾿ ἀντιστρέφει τὴν τάξιν ὁ Σατανᾶς, καὶ δίδωσι τοῖς πειθομένοις αὐτῷ, ἐν μὲν τῇ ἁμαρτίᾳ τὴν παρρησίαν, ἐν δὲ τῇ μετανοίᾳ τὴν αἰσχύνην. Σὺ δὲ μὴ πεισθῇς αὐτῷ».
Ὁ Θεὸς δὲν σοῦ ἔδωσε Ἄγγελον διὰ πνευματικόν, ἢ Ἀρχάγγελον διὰ νὰ ἐντραπῇς, ἀλλὰ ἕνα ἄνθρωπον, ἕνα ὁμοιοπαθῆ σὰν καὶ ἐσένα, διὰ νὰ μὴν ἐντραπῇς, καὶ σὺ τὸν ἐντρέπεσαι; Πρέπει νὰ ξεύρῃς ἀδελφέ, ὅτι ἡ ἐντροπὴ ποὺ μέλλεις νὰ λάβεις ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως, ἐὰν ἐδῶ ἐντραπῇς, εἶναι φοβερωτέρα καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ σκότος, καὶ τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον.
Οἱ μετανοοῦντες τὸν παλαιὸν καιρόν, ἐστέκοντο εἰς τὴν πόρταν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐξομολογοῦντο τὰς ἁμαρτίας των εἰς ὅλον τὸ πλῆθος ποὺ εἰσήρχετο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ σὺ ἀδελφέ μου, ὢν ἁμαρτωλός, καὶ μπροστὰ σὲ ἕνα μόνον ἄνθρωπον ἐξομολογούμενος, διατὶ νὰ ἐντρέπεσαι;
Διηγεῖται ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἐν τῷ (περὶ ὑπακοῆς δ´) λόγῳ αὐτοῦ: «Εἰς τὸ Κοινόβιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Σινᾶ, ἐπῆγε ἕνας ἄνθρωπος ληστὴς καὶ φονεύς, ζητῶν νὰ γίνῃ Μοναχός. Ὁ δὲ Ἡγούμενος τοῦ Κοινοβίου, ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ ἐξομολογηθῇ παῤῥησίᾳ ἐνώπιον πάντων τὰς ἁμαρτίας του. Αὐτὸς δὲ μετὰ χαρᾶς ἐδέχθη νὰ τὸ κάμῃ ἐφ᾿ ὅσον τὸν πρόσταζε ὁ Προεστώς, ἀκόμη καὶ μέσα εἰς ὅλην τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας. Καὶ λοιπόν, ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ, γενομένης Θείας Λειτουργίας, μετὰ τὴν τελείωσιν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, ἰδού, ἔρχεται ὁ ληστὴς ἐκεῖνος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς κατάδικος συρόμενος ἀπό τινας ἀδελφούς, κτυπούμενος, δεδεμένας ἔχων ὀπίσω τὰς χεῖρας, ἐνδεδυμένος σάκκον, καὶ στάκτην ἔχων εἰς τὴν κεφαλήν του. Ὅταν ἐπλησίασεν εἰς τὴν πόρταν τῆς Ἐκκλησίας: στάσου τοῦ φωνάζει ὁ Ἡγούμενος, στάσου, διότι δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ ἔμβῃς ἐδῶ μέσα. Ὁ δὲ, νομίσας πῶς ἤκουσε καμμίαν βροντήν, καὶ ὄχι φωνὴν ἀνθρώπου, πίπτει παρευθὺς εἰς τὴν γῆν μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μὲ τὰ δάκρυά του ἔβρεχε τὸ ἔδαφος. Ἐν συνεχείᾳ τὸν προστάζει νὰ ἐξομολογηθῇ ὅλας του τὰς ἁμαρτίας. Ὁ δὲ ληστὴς τὰς ἐξομολογήθη ὅλας μίαν πρὸς μίαν.
Ἐδῶ βλέπομεν καὶ τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅταν ἐξομολογεῖτο οὗτος τὰς ἁμαρτίας του, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους ἀδελφούς, ἔβλεπε ἕναν φοβερὸν ἄνδρα κρατοῦντα τετράδιον γεγραμμένον εἰς χεῖράς του καὶ μία γόμα. Καὶ εὐθύς, ὅταν ἐξομολογεῖτο ὁ ληστὴς τὴν κάθε του ἁμαρτίαν, ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος ἀνὴρ τὴν ἔσβηνε. Καὶ αὐτὸ ἦτον τὸ δίκαιον. Διότι εἶπεν ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Προφήτου Δαβίδ: «Εἶπα, ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ, καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς Καρδίας μου». Παρευθὺς δὲ μετὰ τὴν ἐξομολόγησιν, ἔκαμε ὁ Προεστὼς ἐκεῖνος, Μοναχὸν τὸν ληστήν, καὶ τὸν ἐσυναρίθμησε μὲ τοὺς λοιποὺς Μοναχούς».
ΠΩΣ ΝΑ ΠΡΟΦΥΛΑΓΕΤΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΝ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ἀφ᾿ οὗ ἐξομολογηθῇς, καὶ λάβῃς τὸν κανόνα σου ἀπὸ τὸν πνευματικόν σου, διὰ νὰ μὴν προφυλάγεσαι νὰ μὴν ξανὰ πέσῃς πάλιν εἰς τὰς ἰδίας, ἤ ἄλλας ἁμαρτίας, μεταχειρίσου τὰ ἐξῆς προφυλακτικὰ ἰατρικὰ μέσα.
Α. Νὰ μὴν λησμονήσῃς, ἀλλὰ νὰ ἐνθυμῆσαι τὰς ἁμαρτίας ποὺ ἔπραξες. Διὰ νὰ γνωρίζῃς μὲ τὴν ἐνθύμησιν τὴν μεγάλην χάριν ποὺ ἔλαβες παρὰ τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, τὸ νὰ σοῦ συγχωρήσῃ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου. Ἐὰν ἕνας γλιτώσῃ ἀπὸ ἕναν μεγάλον κίνδυνον, ὅταν τὸν ἐνθυμῆται, τρέμει καὶ φοβεῖται, καὶ ὁ φόβος αὐτὸς τὸν κάνει νὰ μὴ ξανὰ πέσῃ καὶ πάλιν εἰς τὸν ἴδιον κίνδυνον. Ἔτσι καὶ ὁ Δαβίδ, μετὰ τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν του, τὰς ἐνθυμεῖτο πάντοτε, διὸ καὶ ἔλεγε: «Καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διὰ παντός».
Ἐὰν θέλῃς, (γράφει ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος), νὰ γυρίσῃ ὁ Θεὸς τὸν πρόσωπόν του ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας σου, θὰ πρέπει ἐσὺ νὰ τὰ ἔχῃς ἔμπροσθέν σου νὰ τὰς βλέπῃς, καὶ νὰ θρηνῇς. Διότι ἐὰν ἐσὺ γράφῃς τὰς ἁμαρτίας σου μέσα στὸ μυαλό σου, καὶ νὰ τὰς ἐνθυμῆσαι, (λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος) ὁ Θεὸς θὰ τὰς ἐξαλείψῃ καὶ θὰ τὰς λησμονήσῃ. Ἐὰν δὲ ἐσὺ τὰς ξεγράψῃς καὶ τὰς λησμονήσῃς, ὁ Θεὸς θὰ τὰς γράψει καὶ θὰ τὰς ἐνθυμεῖται. «Συνάγαγε πάντα (τὰ ἁμαρτήματα δηλαδή) καὶ ὡς ἐν βιβλίῳ γράφε, ἂν γὰρ σὺ γράψῃς, ὁ Θεὸς ἐξαλείφει, ὥσπερ οὖν, ἂν μὴ σὺ γράψῃς, ὁ Θεὸς καὶ ἐγγράφει, καὶ δίκην ἀπαιτεῖ».
Β. Τὸ νὰ φεύγῃς τὰ αἴτια τῆς ἁμαρτίας. Ἐπειδὴ κατὰ τοὺς φιλοσοφικοὺς κανόνας, τὰ αὐτὰ αἴτα ἔχουν κατὰ κανόνα πάντοτε καὶ τὰ αὐτὰ αἰτιατά, καὶ ἀποτελέσματα. Ὅθεν, ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Τὸν ἄπαξ τινα μετανοήσαντα, τὴν αὐτὴν πάλιν ποιῆσαι ἁμαρτίαν, ἔλεγχος ἐστι τοῦ τὸ πρῶτον αἴτιον τῆς ἁμαρτίας ἐκείνης μὴ ἐκκαθᾶραι. Ἀφ᾿ οὗ καθάπερ ἀπὸ ρίζης τινός, πάλιν ἀνάγκην τὰ ἴσα φύεσθαι». Φεῦγε λοιπόν, ἀδελφέ, τὰς κακὰς θεωρίας, τὰς κακὰς συνομιλίας καὶ συναναστροφὰς τῶν ἀτάκτων, καὶ μάλιστα φεῦγε τὰς συνομιλίας καὶ φιλίας τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, μὲ τὰ ὁποῖα ἥμαρτες σαρκικῶς. Διότι ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, ἢ ἐσὺ πρέπει νὰ φύγῃς ἀπὸ αὐτά, ἢ αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ μακρύνῃς ἀπὸ κοντά σου, καὶ νὰ τὰ διώξῃς (τὰ αἴτια) ἂν τὰ ἔχῃς στὸ σπίτι σου, κἂν δούλη (ὑπάλληλος, ὑφισταμένη) καὶ ἂν εἶναι, κἂν δοῦλος, καὶ ἀπλῶς, κἂν ἐδικός σου καὶ φίλος. Περὶ τούτων εἶπεν ὁ Κύριος: «Εἰ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν, καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ. Συμφέρει γὰρ σοί, ἵνα ἀπόλληται ἓν ἀπὸ τῶν μελῶν σου, καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς τὴν γέεναν». (Ματθ. ε´ 29).
Καὶ μὴ πιστεύσῃς ποτὲ εἰς τὸν ἑαυτόν σου, λέγοντας: «Ἐγὼ δύναμαι νὰ συναναστρέφομαι μὲ τὰ ἐμὲ βλάπτοντα πρόσωπα, καὶ νὰ μὴ βλάπτωμαι», διότι εἶναι πεπλανημένος ὁ λογισμὸς αὐτός, ἐπειδὴ εἶναι γεγραμμένον: «Μὴ πιστεύσῃς τῷ ἐχθρῷ σου εἰς τὸν αἰῶνα» (Σοφ. Σειράχ). Καὶ ὁ σωφρονέστατος ἐκεῖνος Ἰωσήφ, ἂν δὲν ἔφευγεν ἀπὸ τὸ δωμάτιον τῆς κυρίας του, θὰ ἔπεφτε μετ᾿ αὐτῆς εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Ὅποιος φοβεῖται τὸν κίνδυνον, δὲν θὰ πέσῃ ποτὲ εἰς αὐτόν, ἀλλὰ μόνον ὅποιος τὸν ἀγαπᾷ θὰ πέσῃ. «Ὁ ἀγαπῶν τὸν κίνδυνον, ἐν αὐτῷ ἐμπεσεῖται».
Γ. Τὸ νὰ ἐξομολογῆσαι συνεχῶς. Ὄχι μόνον ὅταν πράξῃς κάθε θανάσιμον καὶ μεγάλον ἁμάρτημα παρευθὺς νὰ τρέχῃς εἰς τὸν πνευματικόν, ἀλλὰ καὶ ὅταν πράξῃς κάθε μικρὸν ἂν εἶναι δυνατόν. Διότι καθὼς μία πληγὴ ὅταν φανερωθῇ εἰς τὸν ἰατρόν, δὲν μεγαλώνει, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία, ὅταν ἐξομολογῆται δὲν πολλαπλασιάζεται, κατὰ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τῆς Κλίμακος: «Μώλωπες θριαμβευόμενοι, οὐ προκόψουσι ἐπὶ τὸ χεῖρον, ἀλλ᾿ ἰαθήσονται».
Τὰ λελέκια ἔχουν μίαν συνήθειαν. Ὅπου τοὺς χαλοῦν τὰς φωλέας των, ἐκεῖ πλέον δὲν πηγαίνουν. Ἔτσι καὶ οἱ δαίμονες, ἀναχωροῦν ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ συχνὰ ἐξομολογεῖται. Διότι ἡ συχνὴ ἐξομολόγησις, χαλάει τὰς φωλέας καὶ τὰ δίκτυά των. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραμένῃ ἀνεξομολόγητος, ὅλα τὰ μέλη του εἶναι σὰν δεμένα μὲ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ δὲν δύνανται νὰ κινηθοῦν εἰς τὸ νὰ κάνουν τὸ καλόν, παρὰ μόνον ὅταν ἐξομολογηθῇ, παρευθὺς λύονται, καὶ ἐλευθερώνεται ὁ ἄνθρωπος.
Διατί ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος δὲν ἐλούσθη μίαν φορὰν διὰ νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὴν λέπραν του εἰς τὸν Ἰορδάνην, ἀλλὰ ἑπτά; Ἀκριβῶς διὰ νὰ μᾶς διδάξῃ ὅλους μικροὺς καὶ μεγάλους, νὰ ἐξομολογούμεθα ἑπτάκις, δηλαδὴ πολλὲς φορές, (τὸ ἑπτὰ παρὰ τῇ Θείᾳ Γραφῇ ἐκλαμβάνεται ἀντὶ τοῦ πολλά), καὶ νὰ λουόμεθα εἰς τὰ ὕδατα τῆς μετανοίας, τῆς ὁποίας τύπον εἶχεν ὁ Ἰορδάνης, διότι εἰς αὐτὸν ἐβάπτιζεν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος «Βάπτισμα μετανοίας τῷ λαῷ» (Μάρκου α´ 4.). Καὶ διότι, ἡ συνεχὴς ἐξομολόγησις, προξενεῖ ἀκόμη καὶ ἄλλα πέντε καλὰ εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἐξομολογεῖται συχνά.
Πρῶτον. Καθὼς τὰ δένδρα ποὺ μεταφυτεύονται συνεχῶς, δὲν δύνανται νὰ πιάσουν ρίζες βαθιὰ εἰς τὴν γῆν, ἔτσι καὶ τὰς κακὰς συνηθείας τῆς ἁμαρτίας δὲν ἀφήνει ἡ συχνὴ ἐξομολόγησις νὰ πιάσουν ῥίζες βαθειὰ εἰς τὴν καρδίαν τοῦ συνεχῶς ἐξομολογουμένου. Ἤ μᾶλλον, καθὼς ἕνα παλαιὸν καὶ μεγάλον δένδρον δὲν δύναται νὰ κοπῇ μὲ μία τσεκουριά, ἔτσι καὶ μία παλαιὰν συνήθειαν τῆς ἁμαρτίας, ἕνας μόνο πόνος τῆς καρδίας, καὶ αὐτὸς ἴσως ἀτελὴς ποὺ ἔδειξεν ὁ μετανοῶν εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, δὲν δύναται νὰ τὴν ξεριζώσῃ καὶ νὰ τὴν ἐξαλείψῃ τελείως, ἂν καὶ ἡ ἁμαρτία του, τοῦ ἐσυγχωρήθῃ διὰ τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς τοῦ Πνευματικοῦ.
Δεύτερον. Διότι, ὅποιος συνεχῶς ἐξομολογεῖται, ἔχει μεγάλην εὐκολίαν, εἰς τὸ νὰ ἐξετάζῃ μὲ ἐπιμέλεια τὴν συνείδησίν του, ἐπειδὴ τὸ νὰ ἐλαφρώνῃ συνεχῶς τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας του, μένουν πάντοτε αὐταὶ ὀλιγώτεραι. Διὰ τοῦτο, καὶ εὐκολότερα δύναται αὐτὸς νὰ τὰ ἐνθυμεῖται. Ὁ δὲ μὴ συνεχῶς ἐξομολογούμενος, διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν, οὔτε μὲ ἀκρίβειαν δύναται νὰ τὰς εὕρῃ, οὔτε νὰ τὰς ἐνθυμηθῇ, ἀλλὰ λησμονεῖ πολλάκις, πολλὲς καὶ μεγάλες ἁμαρτίες, αἱ ὁποῖαι, μὲ τὸ νὰ μένουν ἀνεξομολόγηται, ἀκολούθως μένουν καὶ ἀσυγχώρηται. Διὰ τοῦτο, ὁ διάβολος, θὰ τοὺς τὰ ἐνθυμήσῃ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, καὶ τόσον πολὺ θὰ τὸν στενοχωρήσῃ, ποὺ θὰ κλαύσῃ ὁ ταλαίπωρος, ἀλλὰ ματαίως, διότι τότε πλέον δὲν θὰ δύναται νὰ τὰς ἐξομολογηθῇ.
Τρίτον. Διότι, ὅποιος ἐξομολογεῖται συνεχῶς, ἐὰν καὶ θανάσιμον ἁμαρτίαν πράξῃ ποτέ, εὐθὺς ὅμως ποὺ θὰ ἐξομολογηθῇ μὲ μετάνοια καὶ συντριβή, εἰσέρχεται εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅσα καλὰ ἔργα κάμῃ, τοῦ γίνονται πάλιν, ἄξια ζωῆς αἰωνίου. Ἐκεῖνος δέ, ποὺ δὲν ἐξομολογεῖται συνεχῶς, ἐὰν πράξῃ καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴν θανάσιμον ἁμαρτίαν, καὶ δὲν τρέξῃ ἀμέσως νὰ τὴν ἐξομολογηθῇ, ὅσον καιρὸν εἶναι ἀνεξομολόγητος, ὄχι μόνον στερεῖται τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅσα καλὰ ἔργα κάμῃ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ του, δηλαδὴ νηστείας, ἀγρυπνίας, γονυκλισίας καὶ ἄλλα ὅμοια, δὲν εἶναι εὐπρόσδεκτα εἰς τὸν Θεόν, διότι στεροῦνται ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιον ὅλων τῶν πρὸς σωτηρίας μας ἔργων.
Τέταρτον. Διότι, αὐτὸς ποὺ συνεχῶς ἐξομολογεῖται, εἶναι πλέον βέβαιος, ὅτι θὰ τὸν εὕρῃ ὁ θάνατος μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ μετανοημένος, καὶ οὕτῳ, νὰ ἔχῃ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ τοῦ θανάτου του. Ὁ διάβολος ποὺ πηγαίνει πάντοτε εἰς τοὺς θανάτους, ὄχι μόνο τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἁγίων, ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, καὶ αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ Κυρίου, κατὰ τὸ «Ἔρχεται ὁ τοῦ κόσμου τούτου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει ὁδόν» (Ἰωάν. ιδ´ 3.) νὰ ἰδῇ ἐὰν εὕρῃ τίποτε, ἀλλὰ, διότι αὐτὸς ἐπρόλαβε καὶ ἀξομολογήθῃ, ἔχει καθαροὺς πλέον τοὺς λογαριασμούς του, καὶ καθαρὰ τὰ κατάστιχά του. Ὁ δὲ μὴ συνεχῶς ἐξομολογούμενος, πιθανόν, νὰ ἀποθάνῃ ἀνεξομολόγητος, καὶ ἔτσι νὰ ἀπολεσθῇ αἰωνίως, μὲ τὸ νὰ μεταπίπτῃ εὐκόλως εἰς τὴν ἁμαρτίαν, διότι ὁ θάνατος εἶναι ἄδηλος.
Πέμπτον δέ, καὶ τελευταῖον καλὸν προξενεῖ ἡ συχνὴ ἐξομολόγησις, εἰς τὸ νὰ ἐμποδίζῃ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Διότι, ὁ συνεχῶς ἐξομολογούμενος ὅταν ἐνθυμηθῇ, πῶς μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας θὰ ἐξομολογηθῇ, καὶ ἐὰν ἀκόμα ἔχει ἀποφασίσῃ νὰ ἁμαρτήσῃ, ἐμποδίζεται, συλλογιζόμενος τὴν ἐντροπὴν ποὺ θὰ λάβῃ, ὅταν τὴν ἐξομολογηθῇ, καὶ τὸν Πατρικὸν ἔλεγχον, ποὺ θὰ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸν Πνευματικόν του.
Λοιπόν, ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ, μανθάνοντας τὸ πόσον καλὸν προξενεῖ ἡ θεία ἐξομολόγησις, σύχναζε εἰς αὐτήν. Διότι ὅσον συχνὰ πηγαίνεις εἰς τὸν λουτρὸν τοῦτο, τόσον περισσότερον καθαρίζεσαι. Μὴ ἀναβάλλῃς τὸν καιρὸν λέγων, ἂς πράξω τώρα τοῦτο, καὶ ὕστερα πηγαίνω νὰ ἐξομολογηθῶ. Διότι ὁ Θεός, ἂν καὶ πολλαῖς φοραῖς μακροθυμεῖ, δὲν ἐμπαίζεται.
Ἔτσι, ἂν καὶ πολλαῖς φοραῖς ἥμαρτες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ μὴ ἀργοπορήσας εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, θὰ ἀξιωθῇς νὰ διορθωθῇς καὶ νὰ καθαρισθῇς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Ἀλλὰ ὅμως, ἐὰν ἀναβάλλῃς τὸν καιρὸν τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου, ἴσως δὲν ἀξιωθῇς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἀποθάνῃς ἀνεξομολόγητος καὶ ἀδιόρθωτος, τὸ ὁποῖον εὔχομαι νὰ μὴ γίνῃ ποτὲ τοιοῦτόν τι, εἰς κανένα Χριστιανόν.
Δ. Ἡ ἐνθύμησις τοῦ θανάτου σου. Ὅταν ὁ πονηρὸς λογισμός, ὁ διάβολος καὶ τὰ πάθη σὲ πολεμοῦν, καὶ σὲ παρακινοῦν νὰ ἁμαρτήσῃς:
Πρῶτον. Βάλε μπροστά σου τὸν θάνατον, καὶ συλλογίσου, πὼς αὐτὸ τὸ σῶμά σου ποὺ τώρα ἐπιθυμεῖ νὰ ἁμαρτήσῃ, θὰ ἀποθάνῃ, καὶ θὰ χάσῃ τὴν ὀμορφιά, τὴν ὑγείαν καὶ ὅλας του τὰς δυνάμεις, καὶ θὰ γίνῃ νεκρόν, ἄμορφον, χωρὶς κάλλος, χωρὶς πνοήν. Συλλογίσου ἀκόμη, πῶς αὐτὸ τὸ σῶμά σου, θὰ ἐνταφιασθῇ εἰς ἕνα σκοτεινότατον τάφον, καὶ ἐκεῖ θὰ διαλυθῇ, καὶ θὰ γίνῃ κονιορτός, σκόνη. Πόσον φόβον, πόσον πόνον, πόσην άγωνίαν μέλλεις νὰ λάβῃς ὅταν χωρίζεται ἡ ψυχή σου ἀπὸ τὸ σῶμά σου, ὅταν θὰ εἶναι δίπλα σου οἱ φοβεροὶ δαίμονες διὰ νὰ σὲ ἀρπάσουν, καὶ κανένας δὲν θὰ εὑρίσκεται νὰ σὲ βοηθήσῃ, οὔτε ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ Ἄγγελοι, διότι μὲ τὰς ἁμαρτίας σου, τοὺς ἔχεις ἀπομακρύνει.
Δεύτερον. Ἐνθυμήσου ὅλα ἐκεῖνα τὰ αἰώνια ἀγαθά, ποὺ σοῦ ἔχει ὁ Θεὸς ἑτοιμασμένα εἰς τοὺς οὐρανούς, διὰ νὰ τὰ ἀπολαύσῃς μετὰ θάνατον. Βάλε καλὰ εἰς τὸ μυαλό σου, τὴν τρυφὴν ἐκείνην τὴν γλυκυτάτην τοῦ Παραδείσου, τὴν ἄῤῥητον δόξαν τοῦ οὐρανοῦ, τὴν παντοτινὴν χαράν, τὸ ἀνέσπερον καὶ ἀτελεύτητον φῶς, τὴν μακαρίαν θεωρίαν καὶ γνῶσιν τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ κυρίως ἀπόλαυσις ὅλων τῶν Μακαρίων. Συλλογίσου ἀκόμη, ὅτι, ἐκεῖ ἡ χαρὰ εἶναι μόνον χαρά, χωρὶς λύπην. Ἐκεῖ ἡ ζωή, εἶναι μόνον ζωή, χωρίς θάνατον. Ἐκεῖ τὸ φῶς, εἶναι μόνο φῶς, χωρὶς σκότος. Ἐκεῖ ἡ ὑγεία, χωρὶς ἀσθένειαν. Ἐκεῖ ἡ εἰρήνη χωρὶς ταραχήν. Καὶ ἀπλῶς, ἐκεῖ εἶναι ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ μόνον ἀγαθὰ, χωρίς κανένα κακόν.
Τί λέγεις τώρα διὰ τὴν ἁμαρτίαν ἀγαπητέ; Καταλαμβάνεις πόσον μεγάλη εἶναι ἡ κακία της; Λοιπόν, λυπήσου τὴν ψυχήν σου, σύντριψαι τὴν καρδίαν σου, ἐλθὲ εἰς τὸν ἑαυτόν σου, καὶ ἀποφάσισε στερεά, χίλιες φορὲς νὰ ἀποθάνῃς καλύτερα, παρὰ ποτὲ νὰ πράξῃς καμμίαν θανάσιμον ἁμαρτίαν.
Ἐκεῖνος ποὺ μετανοεῖ, λέγεται, ὅτι εὑρίσκεται εἰς τὸ κατὰ φύσιν, (ἐπειδὴ ἴδιον εἶναι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὅταν σφάλῃ εἰς κανένα πράγμα νὰ μετανοῇ), ἐκεῖνος δὲ ποὺ σφάλλει, καὶ δὲν μετανοεῖ, οὕτε διορθώνεται, αὐτὸς δικαίως καὶ πρεπόντως, εἶναι καὶ ὀνομάζεται παρὰ φύσιν. Καὶ ὅποιος δὲν μετανοεῖ θεληματικῶς, ἡ ἁμαρτία του θὰ μένει πάντοτε ἐπάνω του, διότι δὲν τὴν ἔσβησε μὲ τὴν μετάνοιαν καὶ τὴν ἐξομολόγησιν.
Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ Ὁ ἱερὸς Ἀυγουστῖνος λέγει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ κάμῃ ἐκεῖνο ποὺ δύναται, καὶ νὰ ζητῇ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐκεῖνο ποὺ δὲν δύναται. «Ποιεῖν ὅ δύνασαι, καὶ αἰτεῖν ὅπερ οὐ δύνασαι». Δὲν ἔχεις τὴν δύναμιν ἀπὸ λόγου σου; Δὲν ἔχεις βεβαιότητα εἰς τὴν θέλησίν σου; Ἡ αἰτία εἶναι ὅτι δὲν τὴν ζητεῖς ἀπὸ τὸν Θεόν. «Οὐκ ἔχετε, διὰ τὸ μὴ αἰτῆσθαι ἡμᾶς», λέγει ὁ Ἅγιος Ἱάκωβος. Φοβεῖσθαι τὸν κίνδυνον; Τρομάζεις τὸν πειρασμὸν τῆς ἁμαρτίας; Ἀγρύπνα καὶ προσεύχου, διὰ νὰ μὴ πέσῃς εἰς αὐτόν. «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθαι, ἵνα μὴ εἰσέλθηται εἰς πειρασμόν» (Ματθ. κστ´ 41).
Ἡ ἐθνική (εἰδωλολάτρις) γυνὴ Συροφοίνισσα, παρὰ τὸ ὅτι πρὸς δοκιμασίαν της παραβολικῶς προσωμοιάσθη μὲ κύνα, ἐν τούτοις μήπως ἐστερήθη καὶ δὲν ἀπήλαυσε τὸ ποθούμενον μὲ τὴν προσευχήν; Ὁ Τελώνης δὲν ἐδικαιώθη προσευχόμενος; Ὅμοίως καὶ ὁ ληστὴς ἐπὶ σταυροῦ μὲ τό, «Μνήσθητί μου Κύριε», πρῶτος αὐτὸς δὲν ἠξιώθη τοῦ Παραδείσου; Ὁ Ἄσωτος υἱὸς δὲν ἔπλυνε μὲ τὰ ἁμαρτήματά του, μὲ ὀλίγα λόγια προσευχόμενος; Ὅλα τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δίδονται τοῖς ἀνθρώποις, δὲν γίνονται διὰ προσευχῆς; «Ἄκουσον τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς ἐντολαῖς, καὶ ἀκούσει σου ἐν ταῖς προσευχαῖς», λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Περαίνω, καὶ ἐπισφραγίζω τὴν συμβουλὴν ταύτην μὲ τοῦτα τὰ λόγια: Ὁ Πατὴρ ὁ πέμψας τὸν Πρόδρομον Ἰωάννην εἰς τὸ νὰ βαπτίζῃ, ἐκήρυξε διὰ τοῦ στόματος ἐκείνου εἰς τοὺς ἁμαρτωλούς, «Μετανοεῖτε». Ὁ Υἱός, ὅταν ἐφανερώθη εἰς τὸν κόσμον, τοῦτον τὸν λόγον ἔβαλεν ἀρχὴν καὶ θεμέλιον τοῦ κηρύγματός Του, «Μετανοεῖτε». Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅταν κατέβει ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, τοῦτον τὸν λόγον ἐλάλησε διὰ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, «Μετανοεῖτε» (Πράξ. β´ 38). Τρεῖς εἶναι οἱ μαρτυροῦντες, καὶ τῶν τριῶν ἡ μαρτυρία ἐστὶν ἀληθῆς, μᾶλλον δὲ ἡ αὐτοαλήθεια. Λοιπόν, ἁμαρτωλοὶ σύντροφοί μου: «Μετανοεῖτε, Μετανοεῖτε, Μετανοεῖτε. Ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».