H
ορθόδοξη θεολογία διακρίνεται σε καταφατική και αποφατική. Στὴ
καταφατική της Αγίας Γραφής , δύναται να προσδιοριστεί τί είναι Θεός ενώ
στὴν αποφατική να προσδιοριστεί τί δεν είναι Θεός. Έτσι, μὲ καταφάσεις
και αρνήσεις, να προσεγγίσει ο άνθρωπος τὸ μυστήριό του Θεού.
Ωστόσο
η ενέργεια του καταφάσκω, αποτελεί πράξη επιβεβαίωσης και αποδοχής της
πραγματικότητας όπως την ορίζει ο ανθρώπινος κοινός νους. Συμβαίνει το
ίδιο και με την απόφαση; Υπάρχει συγκατάθεση και συναίνεση του
ανθρώπινου νου ή ενδόμυχα προκύπτει πνεύμα αποδοκιμασίας;
Η
προσέγγιση ενός όρου όπως η απόφαση, αποτελεί επιτυχής θεολογική
επίτευξη στην εποχή μας διότι δεν είναι εύκολο να κατανοήσει και να
παραδεχθεί τη γνωσιολογική σημασία του αποφατισμού. Η γνώση γι’ αυτόν
έχει αποκλειστικά καταφατικό χαρακτήρα και γι’ αυτό ο αποφατισμός
νοείται ως άρνηση της γνώσης. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι η άποψη αυτή
γίνεται ανεπιφύλακτα αποδεκτή, όχι μόνο από τον απλό μέσο άνθρωπο, αλλά
ακόμη και από την επιστήμη. Αν όμως μια τόσο γνωσιολογική άποψη θα
μπορούσε ενδεχομένως να είναι σωστή και να ισχύει για την επιστήμη, τη
φύση και γενικότερα για την κτιστή πραγματικότητα, δεν μπορεί να έχει
καμιά ισχύ για την άκτιστη φύση του Θεού.
Στα
πλαίσια της έρευνας, αντλώντας πολύτιμο θεολογικό υλικό από συγγραφείς
μελετητές της ορθοδόξου κληρονομιάς, αλλά ιδιαίτερα από τον Μάξιμο τον
Ομολογητή, έναν από τους σημαντικότερους Θεολόγους και εκκλησιαστικούς
συγγραφείς του Βυζαντίου, θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε και να αναλύσουμε
με βάση την ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση, τους όρους «κατάφαση» και
«απόφαση», καθώς και τον ρόλο τους στην ορθόδοξη χριστιανική θεολογία.
Η Κατάφαση ως παιδαγωγική εναρκτήρια οδό, της θεολογίας
Στην
Ορθόδοξη θεολογία υπάρχουν δύο θεολογικοί δρόμοι προσπέλασης προς το
Θείο μυστήριο. Οι δρόμοι αυτοί οδηγούν ο μεν πρώτος στην καταφατική ο δε
δεύτερος, στην αποφατική θεολογία. Η πρώτη μορφή της θεολογίας αποτελεί
την αρχική και παιδαγωγική οδό, και χωρίς αυτή δεν πρόκειται ποτέ
κανείς να φθάσει "ακινδύνως" στην δεύτερη. Η καταφατική θεολογία,
αποτελεί αρχή και οδηγό. Είναι κατήχηση. Είναι γνώση της διδασκαλίας της
Εκκλησίας. Είναι κήρυγμα προς τους ορθοδόξους, ως αρχικό στάδιο
πνευματικής ζωής. Είναι κάλυψη λογική των "δούλων" και των "μισθωτών."
Όσο άσχημο είναι να μείνει κανείς μόνιμα στην αρχή, άλλο τόσο, ίσως και
περισσότερο επικίνδυνο, είναι να νομίσει κανείς, ότι η θεογνωσία
αποτελεί νοησιαρχική κατάκτηση, που προκύπτει χωρίς προσωπική εμπειρία.
Άλλωστε χωρίς παιδαγωγική μέθοδο, είναι αδύνατο από την Εκκλησία να
φτάσει κανείς υπερβατικά, στην πνευματική κατάσταση να βλέπει το Θείο
και άκτιστο φώς.
Η κατάφαση, ως φυσική ανάγκη για την ερμηνεία της δημιουργίας
Ενδείξεις
περί της υπάρξεως του Θεού, εκτός της ορθοδόξου θεολογικής προσέγγισης,
υπήρχαν ανέκαθεν στα πλαίσια της κοσμολογίας, η οποία ως αφετηρία έχει
την υπόσταση γενικά του κόσμου ως δημιουργήματος, καθώς και την σκόπιμη
συγκρότησή του. Η παρατήρηση των γεγονότων που συμβαίνουν στο σύμπαν,
έχει πείσει ότι τίποτε τυχαίο και αναίτιο δεν υπάρχει στη γένεση και τη
ζωή των όντων. Κάθε τι που υπάρχει, κάθε ζωντανό ον, είναι αποτέλεσμα
μιας άλλης αρχής, η οποία το γέννησε και το παρήγαγε. Η όλη παραπάνω
τέλεια συγκρότηση, συνηγορεί καταφατικά στο ενδεχόμενο της συμμετοχής,
μιας ανώτερης δύναμης στο έντεχνο συντονισμό της «θείας καταφατικής
διοικήσεως» του σύμπαντος. Για τον παραπάνω λόγο και πριν καν ο
ανθρώπινος νους κατανοήσει χαρισματικά την βιβλική δημιουργία της
πλάσης, έχει τις τέλειες καταφατικές, κοσμολογικές ενδείξεις, ότι ένα
υπερτέλειο θείο ον, με αγαθότητα, δικαιοσύνη, αγιότητα και αγάπη
δημιούργησε κάτι το πολύ ανώτερο, δημιούργησε τα πάντα. Στη σκέψη του
αυτή, ο άνθρωπος για πρώτη φορά συναντά, την κατάφαση στη θεολογία.
Ο όρος κατάφαση, στην αναζήτηση του Θεού
Στα
πλαίσια της οντολογικής αναζήτησης του Θεού, ως εσωτερική ανάγκη και
επιθυμία, ο θεολόγος, δύναται να Του αποδώσει πολλές ονομασίες τις
λεγόμενες θεωνυμίες. Οι θεωνυμίες προέρχονται κατά βάση από την αρχική
θεολογική εμπειρία και λόγω της συνειρμικής νοητικής αδυναμίας της
αντίληψης του άυλου και υπερβατικού Θεού, αιτιωδώς, ο Θεός παρουσιάζεται
με συμβολικές παραστάσεις ακόμα και με χέρια και πόδια. Ο συμβολικός
αυτός τρόπος, που προέρχεται από την εμπειρία της ζωής του Χριστιανού,
εκ των πραγμάτων και λόγω της ενδοκοσμικότητας του ανθρώπου, έχει
προτεραιότητα στη ζωή, «εκ φύσεως». Ότι χειροπιαστό κατέχει και
αισθάνεται, μπορεί να το αποδείξει, άρα και να το κατανοήσει. Αποδέχεται
λοιπόν ο άνθρωπος την καταφατική θεολογική σκέψη, πρωταρχικά
ενστικτωδώς, μελετώντας το Θεό ως οντότητα.
Η καταφατική προσιτή φύση του Θεού
Η
καταφατική θεολογία, στηρίζεται σε καταφατικούς περί Θεού ορισμούς,
σημαντικότερος των οποίων είναι η απόλυτη ιδέα του όντος. «Εγώ ειμί ο
ών». Έτσι αποκαλύπτεται ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης στον Μωυσή, δίνοντας
την πρώτη Του, οντολογική υπόσταση. Συνεπώς η κατάφαση στο «θεολογείν»
λαμβάνει «θείο εναρκτήριο λάκτισμα» Η θεμελίωση της στη συνέχεια,
γίνεται από τον ίδιο το Χριστό, κατά το μυστήριο της θείας ευχαριστίας,
την ανάμνηση του μυστικού δείπνου με τους μαθητές του. Η θέληση του
θεανθρώπου να εισάγει στην τελευταία του συνάντηση με τους συνεχιστές
του Χριστιανισμού, Αποστόλους μαθητές Του, την υλική, κοσμική,
περιγραφική, συμποσιακή συνάθροιση, δίνει την εξ αρχής διαπίστευση στην
καταφατική προσέγγιση της μετέπειτα χριστιανικής λατρείας.
Ο όρος της αποφατικής θεολογίας
Η
αποφατική θεολογία αποτελεί, την ανώτερη ορθόδοξη θεολογία. Είναι η
ταπείνωση της σκέψης μπρος στην απεραντοσύνη του μυστηρίου του Θεού.
Είναι η άρνηση να εξαντλήσει κανείς σε σκέψεις και νοήματα την γνώση του
Θεού, ο οποίος υπερβαίνει κάθε σκέψη και κάθε νόημα. Αρχίζει όταν
«καταλάβει ο άνθρωπος ότι δεν πρέπει να θεωρεί ως "κάτι" το μυαλό του,
ούτε να καμαρώνει γι' αυτό. Είναι ο λόγος του Σιλουανού, ότι ο Θεός και
βλεπόμενος παραμένει μυστήριο.
H
αποφατική θεολογία κατά την ερμηνεία της, θεωρήθηκε ως φιλοσοφία
επηρεασμένη από την αρχαιοελληνική πλατωνική θεώρηση. Αναμφίβολα
υπάρχουν κάποιες εξόφθαλμες ομοιότητες, που αφορούν στην ορολογία μεταξύ
του Πλάτωνα (ή και των Νεοπλατωνικών ακόμα) και των Πατέρων της
Εκκλησίας. Κάνοντας όμως μια βαθύτερη διερεύνηση, εντοπίζουμε ότι
υπάρχει, μία ουσιαστική διαφορά, μεταξύ της ορθόδοξης αποφατικής
θεολογίας και της ελληνικής αντίληψης περί του Θεού. Σύμφωνα με τον
Πλάτωνα, φτάνουμε στη γνώση του Θεού μέσω της προγενέστερης θεώρησης
«της ψυχής», ιδιαίτερα καθ’ όσον αυτή γεννά κάτι και μεταφέρει «μια
διαρκή ροή του είναι» και στη συνέχεια μέσω της θεώρησης «της τάξης, η
οποία υπάρχει στην κίνηση των άστρων», δηλαδή «ο λόγος, ο οποίος
ταξινόμησε το σύμπαν» Η γνώση του Θεού κατά τον Πλάτωνα, γίνεται μέσα
από την έκσταση, η οποία είναι μία εμπειρία, που για τους Πατέρες της
Εκκλησίας είναι δαιμονική. Κατά την έκσταση εξέρχεται το λογιστικό του
ανθρώπου από το χώρο και τον χρόνο, καθώς και από την διαδοχική σκέψη
και ενώνεται με το αμετάβλητο. Μέσα σ’ αυτή την διαδικασία το σώμα ,
είναι κάτι το κακό ή το αρνητικό, για τον λόγο αυτό δεν συμμετέχει στην
εμπειρία της εύρεσης του Θεού.
Η
όλη «αποφατική Θεολογία» του Πλάτωνα αφορά τελικά, στην αφαίρεση από
την ανθρώπινη σκέψη όλων των ελαττωμάτων της περιορισμένης ανθρώπινης
σκέψεως. Είναι εμφανής, η προσπάθεια να απαλλαγεί ο άνθρωπος, όχι από τα
κτιστά, αλλά από τα μεταβλητά. Και αυτό διότι για τον Πλάτωνα, δεν
υπάρχει η δημιουργία εκ του μηδενός και άκτιστος ύπαρξη δεν υπάρχει
διάκριση δηλαδή μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Ενώ το βασικό δόγμα, της
Χριστιανικής θεολογίας είναι η σαφής διάκριση μεταξύ κτιστού και
ακτίστου, καθώς και το ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμιά
ομοιότητα.
Διάκριση καταφατικής - αποφατικής οδού, από την σχολαστική θεολογία
Ότι
φαίνεται όμοιο, ή μοιάζει με όμοιο, κατά κανόνα αν δεν διέπεται από τις
ίδιες δογματικές αρχές, φέρει πηγαία και ουσιαστική διαφορετικότητα.
Στην μακρά διαφορετική πορεία του ορθοδόξου δόγματος από την δυτική
μεθοδολογία και λόγω της ομόηχης προσέγγισης, υπάρχει η σύγχυση σε
ορθόδοξα εγχειρίδια δογματικής κατόπιν απλούστευσης, ότι η κατάφαση και η
απόφαση αποτελούν αν όχι ταυτόσημες, ανάλογες έννοιες και μέθοδοι, με
την δυτική διαλεκτική και προβληματική της θετικής και αρνητικής
θεολογίας των σχολαστικών.