Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Σταυρός είναι ο πιστότερος σύντροφος του Χριστιανού









Ο Σταυρός είναι ο πιστότερος σύντροφος του Χριστιανού
Ο μακαριστός Γέρων Γεώργιος Γρηγοριάτης, μιλώντας για το αληθινό νόημα του Τιμίου Σταυρού, τονίζει ότι η χάρις και η δύναμη του Σταυρού είναι ο πιστότερος σύντροφος του Χριστιανού που αγωνίζεται να νικήσει και να μεταμορφώσει κάθε στοιχείο του παλαιού ανθρώπου και να ζήσει εν Χριστώ.

Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως, (Γαλ.6,14) Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh

 
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στὴν ἐπιστολὴ του πρὸς Γαλάτας (6,14) ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ὁ κόσμος ἔχει σταυρωθεῖ γιὰ ἐκεῖνον κι ἐκεῖνος σταυρώθηκε γιὰ τὸν κόσμο. Τὶ σημαίνει αὐτὸ ; Ὁ Παῦλος δὲν σταυρώθηκε , οὔτε καὶ ὁ κόσμος · ἀλλὰ ἡ εἰκόνα στὴν ἀρχαία γλώσσα εἶναι ξεκάθαρη. Στὴν σταύρωση τὰ χέρια τοῦ θύματος εἶναι ἁπλωμένα στὶς δύο πλευρὲς τοῦ σταυροῦ, βίαια χωρισμένα καὶ καρφωμένα στὸν σταυρό ἔτσι ποὺ νὰ μὴν σμίξουν ποτὲ ξανά. Κι εἶναι αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς μιλάει ὁ Παῦλος. Μέσω τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ὁ κόσμος ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ ἔχει γίνει ἐντελῶς ξένος, ἕναν κόσμο ποὺ δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ φτάσει, ποὺ δὲν θέλει πλέον νὰ πλησιάσει, ἕναν κόσμο ποὺ ὄχι μόνο τὸν ἔχουν πάρει ἀπὸ ἐκεῖνον, ἀλλὰ ποὺ ἀπορίπτει. Καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἔγινε ξένος γιὰ τὸν κόσμο, ἐπειδὴ ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ πλέον νὰ τὸν δεχτεῖ μὲ τοὺς νέους ὅρους, τοὺς ὅρους τοῦ Χριστοῦ, μὲ τους ὁποίους ζεῖ.

Θὰ πρέπει νὰ σκεφτοῦμε τὸν ἑαυτό μας ὅταν ἀκοῦμε τέτοια λόγια καὶ βλέπουμε αὐτὲς τὶς εἰκόνες. Ὁ Παῦλος ἦταν ἐχθρὸς τοῦ Χριστοῦ· ταξίδεψε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς τὴ Δαμασκὸ μὲ σκοπὸ νὰ ἐξολοθρεύσει τοὺς ὁπαδοὺς Του ἐπειδὴ ἦταν ψεῦτες, βλάσφημοι, καὶ καθ’ὁδὸν συναντήθηκε μὲ τὸν Χριστό. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Χριστὸς ἔγινε ὁ Κύριος του, ὁ Θεὸς Του, καὶ κανένας ἄλλος δὲν ὑπῆρχε ποὺ ν’ἀξίζει γιὰ ἐκεῖνον. Εἶχε μιὰ μεγάλη καὶ πλατιὰ καρδιὰ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ δεχτεῖ τὸ μήνυμα καὶ ν’ ἀνταποκριθεῖ σ’ αὐτὸ μ’ ὅλη του τὴν ὕπαρξη, τὴ ζωή, ν’ἀντιμετωπίσει ὅ,τι μποροῦσε νὰ συμβεῖ.

τὸ μέσο τῆς σωτηρίας μας Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Ἀρχιμανδρίτης)




Καθώς προετοιμαζόμαστε νά ἑορτάσουμε τή μεγάλη ἑορτή τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ἡ ὁποία κατά τή λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας φέρει τά ἴσα πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Παρασκευή –γι’ αὐτό καί αὐστηρή νηστεία-, τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας μᾶς ὑπενθυμίζει μιά ἄλλη παράξενη ὕψωση πού εἶχε προηγηθεῖ καί εἶχε λάβει χώρα στή μέση τῆς ἐρήμου, αἰῶνες πρίν, κατά τήν ἔξοδο τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπό τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου. Τί εἶχε συμβεῖ;

Οἱ Ἰουδαῖοι, μή μπορώντας νά περάσουν μέσα ἀπό τό βασίλειο τῆς Ἐδώμ, ἀναγκάστηκαν νά κάνουν κύκλο γιά νά τό παρακάμψουν, μέσα ἀπό περιοχή ἄνυδρη καί ἀπαράκλητη. Κατά τήν προσφιλῆ τους τακτική, ἄρχισαν πάλι τόν γογγυσμό καί τή γκρίνια ἐνάντιόν του Μωυσῆ καί ἐμμέσως ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, λέγοντας πώς τούς ἔβγαλαν ἀπό τήν Αἴγυπτο γιά ν΄ ἀφήσουν τά κόκαλά τους στήν ἔρημο. Μάλιστα, ἐνῶ εἶχαν ὡς τροφή τό μάννα καί ἑπομένως ὀφθαλμοφανή τήν προστασία τοῦ Θεοῦ, ἐπέδειξαν μεγάλη ἀγνωμοσύνη χαρακτηρίζοντὰς το ἄνοστο καί εὐτελή οὐσία. Γιά τή συμπεριφορά τούς αὐτή ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά ἐμφανιστοῦν δηλητηριώδη φίδια, τά ὁποῖα πολλούς ὁδήγησαν στόν θάνατο. Οἱ Ἰσραηλίτες ὅμως, μετά ἀπό σαράντα χρόνια περιπλάνηση στήν ἔρημο κι ἔχοντας ἐμπειρία τῆς σχέσης τους μέ τόν Θεό, ἤξεραν τί ἔπρεπε νά κάνουν γιά ν’ ἀποτρέψουν τήν ὀργή του. Ζήτησαν τό θεῖο ἔλεος καί τότε ὁ Θεός ἔδωσε ἐντολή στόν Μωυσῆ νά κατασκευάσει ἕνα χάλκινο ὁμοίωμα φιδιοῦ, νά τό τοποθετήσει ὁριζόντια σ΄ ἕνα στύλο καί νά ὑψώσει τόν πρωτότυπο αὐτό σταυρό στή μέση τοῦ στρατοπέδου. Ὅποιος Ἰσραηλίτης δεχόταν δάγκωμα φιδιοῦ, τό μόνο πού εἶχε νά κάνει ἦταν νά κοιτάξει μέ πίστη στόν Θεό τό ὑψωμένο χάλκινο φίδι, γιά νά σωθεῖ καί νά ἐπιβιώσει ἀπό τό θανατηφόρο δάγκωμα. Δέν τούς ἔσωζε τό χάλκινο φίδι, ἀλλά ἡ πίστη και ἡ ὑπακοή τους πρός τόν Θεό.



Ὁ ὄφις, προτυπώση τῆς ἀνθρώπινης φύσης

Γενικά στήν Ἁγία Γραφή τό φίδι θεωρεῖται προσωποποίηση τοῦ κακοῦ. Τότε γιατί ὁ Θεός δίνει ἐντολή νά ὑψωθεῖ χάλκινο φίδι στήν ἔρημο; Τό φίδι τό ἰοβόλο, μέ τά πλανερά του λόγια, ὁδήγησε τούς πρωτοπλάστους στήν πτώση κι ἑπομένως δηλητηρίασε τήν ἀνθρώπινη φύση μας μέ τήν ἁμαρτία καί τίς συνέπειές της. Ἀντίθετα, τό χάλκινο φίδι, χωρίς νά ἔχει δηλητήριο, ἔσωζε τούς ἀνθρώπους ἀπό τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας τους. Ἑρμηνεύοντας οἱ Πατέρες, θά ποῦν πώς κατά ὅμοιο τρόπο ἔπρεπε νά βρεθεῖ ἀνθρώπινη φύση χωρίς ἁμαρτία, ὥστε νά ὑψωθεῖ γιά νά σώσει ὅσους ἐπέβλεπαν σέ αὐτήν. Καί ὁ μόνος ἀναμάρτητος εἶναι ὁ Χριστός μας. Ἔπρεπε λοιπόν νά ὑψωθεῖ στόν Σταυρό, «ἁμαρτίας ἰοῦ ἐλεύθερος», γιά νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τό δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας καί νά προσπορίσει τά σωτήρια ἀποτελέσματα τῆς ἁγιότητας σέ ὅσους ἀποβλέπουν μέ πίστη πρός Αὐτόν.

Ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ πρός τόν Νικόδημον Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)




Παύσας ὁ Χριστός τόν διάλογον μετά τοῦ Νικοδήμου κηρύττει διά μονολόγου εἰς τόν ἴδιον τό ἔργον τῆς ἀπολυτρώσεως ὑπό τρεῖς μορφάς: Ἀποκάλυψιν, ἀπολύτρωσιν καὶ κρίσιν.

Καὶ α) Ἡ Ἀποκάλυψις ,στιχ˙ 11 — 13. Ὁ Κύριος λέγει «ἀμήν ἀμήν λέγω σοι, ὅτι ὅ εἴδαμεν λαλοῦμεν καὶ ὅ ἑωράκαμεν μαρτυροῦμεν καὶ τήν μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ λαμβάνετε». Ἀλήθεια ἀλήθεια σοῦ λέγω, λέγει ὁ Χριστός εἰς τόν Νικόδημον, ἡ διά τοιούτου τρόπου ἀναγέννησις διδασκαλία ἐμοῦ καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου εἶναι ἡ πραγματική, διότι «ὅ οἴδαμεν λαλοῦμεν» ἐκεῖνο δηλαδή τό ὁποῖον γνωρίζομεν ἐξ ἀσφαλοῦς πηγῆς κηρύττομεν καὶ «ὅ ἑωράκαμεν» καὶ τήν ἐπικύρωσιν τούτων τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς κατά τό βάπτισμά Μου, τό ὁποῖον εἴδομεν, «μαρτυροῦμεν» ὁμολογοῦμεν. «Καὶ τήν μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ λαμβάνετε». Σεῖς ὅμως οἱ Φαρισαῖοι δέν λαμβάνετε ταῦτα ὑπ’ ὄψιν σας. Ὁ Κύριος συνεχίζει. «Εἰ τά ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἐάν εἴπω ὑμῖν τά ἐπουράνια πιστεύσετε; Ἀφοῦ, λέγει ὁ Κύριος, σᾶς εἶπα πράγματα ἐπίγεια, αἰσθητά εἰς πάντα ἄνθρωπον ὅπως εἶναι λ.χ. καὶ τό εἰς τούς ἐθνικούς ἀκόμη αἰσθητόν φαινόμενον τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου «τό γεννώμενον ἐκ τῆς σαρκός σάρξ ἐστι» καὶ ἡ λαχτάρα τῆς ἀναγεννήσεως διά Λυτρωτοῦ τινός, δὲν πιστεύετε, πῶς θὰ πιστεύσετε, ἐάν σᾶς εἴπω πράγματα ἐπουράνια ἤτοι πνευματικώτερα, ὅπως εἶναι λ.χ. ἡ τριαδικότης τοῦ Θεοῦ, τό βάθος τοῦ Μυστηρίου τῆς ἀπολυτρώσεως κ.λ.π. Τόσον αἱ ψευδεῖς Μεσσιακαὶ προλήψεις σᾶς ἔχουν πωρώσει τήν ψυχήν!

Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι σᾶς λέγω πράγματα πρώτην φορὰν λεχθέντα ὑπό ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι ὁ συνδυασμός «ὕδατος» βαπτίσματος καὶ «πνεύματος» Θείας χάριτος διά τήν σωτηρίαν. Ἐν τούτοις ἔπρεπε τά λόγια μου, νά γίνουν πιστευτά, διότι «οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν, εἰ μή ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ». Οὐδεὶς ἄλλος, βεβαιοῖ ὁ Κύριος, ἀνέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν, ὅπου εὑρίσκονται τά Μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἐκτός Ἐμοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἤμην καὶ εἶμαι ἐν τῷ οὐρανῷ, εἰς τούς κόλπους τοῦ Πατρός. Ὁ Κύριος μέχρις ἐδῶ πραγματεύεται τήν ἀποκάλυψιν τῆς ἀληθείας.

Ἡ ὕψωση τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ ἀνθρὠπου Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)




​Γιὰ τὸ συγκλονιστικὸ γεγονὸς τῆς σταυρωμένης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, θὰ μᾶς μιλήσει αὐτὴν τὴν ἑβδομάδα ἡ Ἐκκλησία ὑψώνοντας τὸν Τίμιο Σταυρό. Ἡ μεγαλειώδης ἀγάπη τοῦ Θεοῦ διακηρύσσεται καὶ προβάλλεται μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν θυσία καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ ἐντυπωσιακὲς θεωρίες, ῥητορικὰ κηρύγματα καὶ πυροτεχνήματα.

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ διαβάζουμε σήμερα μὲ τρόπο σύντομο καὶ περιεκτικὸ παραλληλίζει ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός, μεταξὺ ἄλλων, λέει στὸν μαθητή Του Νικόδημο: «καθὼς Μωυσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμω, οὕτως δεῖ ὑψωθῆναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου». Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Μωυσῆς ὕψωσε τὸ χάλκινο φίδι στὴν ἔρημο, καὶ βλέποντάς το οἱ Ἑβραῖοι σώζονταν ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δήγματα τῶν φιδιῶν, ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ πρέπει νὰ ὑψωθεῖ, γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς ἁμαρτίας (Ματθ. 3,14). Οἱ προτυπώσεις καὶ οἱ συμβολισμοὶ εἶναι, ἀσφαλῶς, προφανεῖς. Στὸ ξύλο κρεμασμένο ὕψωσε ὁ Μωυσῆς τὸ χάλκινο φίδι. Στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ὑψώθηκε κρεμασμένος ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Τὰ φαρμακερὰ φίδια σκόρπιζαν τὸν θάνατο. Ὁ σατανᾶς, ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος, σκορπίζει τὸ φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ἔρημο τὸ χάλκινο φίδι ἦταν τὸ ὁμοίωμα τῶν φιδιῶν. Στὸ Σταυρὸ ὁ Κύριος θεωρήθηκε τὸ ὁμοίωμα τῆς ἁμαρτίας, καθὼς σήκωσε ἐπάνω Του ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Στὴν ἔρημο οἱ Ἰουδαῖοι, ἀτενίζοντας τὸ χάλκινο φίδι, διέφυγαν τὸν φυσικὸ θάνατο, γιὰ νὰ πορευθοῦν στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Στὴν περιπλάνηση τῆς παρούσας ζωῆς οἱ πιστοί, ἀποδεχόμενοι μὲ πίστη καὶ ἐσωτερικὸ ἀγῶνα τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, λυτρώνονται ἀπὸ τὸν πνευματικὸ θάνατο, γιὰ νὰ μεταβοῦν ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ κόσμου στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

«Πρωτότοκος πάσης κτίσεως» Η ερμηνευτική κακοποίησις τους χωρίου από τους Μάρτυρας του Ιεχωβά



«Πρωτότοκος πάσης κτίσεως»
(Κολ. 1, 15)
Η ερμηνευτική κακοποίησις του βιβλικού χωρίου από τους Μάρτυρας του Ιεχωβά

Του πρωτ. π. Βασιλείου Α. Γεωργοπούλου, Επικ. Καθ. Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Είναι γνωστό ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι όχι μόνο αρνητές του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, αλλά είναι γνωστοί και για την απορριπτική στάση τους για τις χριστιανικές εορτές, μεταξύ των οποίων ανήκουν και τα Χριστούγεννα (βλ. Ξύπνα, Δεκέμβριος 2010. Σκοπιά, 1.12.2014, σελ. 11). Για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν σαρκώθηκε ο Υιός και Λόγος του Θεού, Θεός Αληθινός εκ Θεού Αληθινού.
Αντιθέτως, σύμφωνα με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά: «Ως πρωτότοκος Γιος του Θεού, ο Ιησούς ήταν πνευματικό πλάσμα στον ουρανό προτού γεννηθεί ως άνθρωπος στη γη. (…) Μέσω του αγίου πνεύματος, ο Ιεχωβά Θεός μετέφερε θαυματουργικά τη ζωή του ουράνιου Γιου του στη μήτρα της Ιουδαίας παρθένας Μαρίας, ώστε να γεννηθεί ως τέλειος άνθρωπος» (βλ. Σκοπιά, 1.4.2011, σ. 5). Και αλλού αναφέρουν: «Ο Ιησούς γνώριζε την προέλευσή του. Στην πραγματικότητα, η ζωή του άρχισε πολύ πριν γεννηθεί στη γη. (…) Ο Ιησούς υπήρξε το πρώτο δημιούργημα του Θεού και συνέβαλε στη δημιουργία όλων των άλλων πραγμάτων. Εφόσον ήταν ο μόνος που δημιουργήθηκε άμεσα από τον Θεό, δικαίως μπορούσε να αποκαλείται ‘‘ ο μονογενής Γιος του Θεού ’’ Ιωάν. 1, 3, 14 και Κολ. 1, 15,16.
Μεταξύ των αγιογραφικών μαρτυριών που επικαλούνται οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην προσπάθειά τους να πείσουν ότι ο Υιός είναι το πρώτο και εξαίρετο κτίσμα του Ιεχωβά, επικαλούνται και το Κολ. 1, 15. Ο Υιός ισχυρίζονται σύμφωνα και με αυτό το χωρίο, δεν είναι Θεός, αλλά Πρωτότοκος = το πρώτο δημιούργημα του Ιεχωβά.
Ας αξιολογήσουμε το επιχείρημα. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός είναι τραγικός και μόνο ο μυθικός Προκρούστης θα μπορούσε να συναγωνιστεί την εταιρεία Σκοπιά στον τρόπο με τον οποίο κακοποιεί ερμηνευτικά τα αγιογραφικά χωρία στην προσπάθειά της να αποδείξει τους ισχυρισμούς της ως αληθινούς.
Το Πρωτότοκος προέρχεται από το ρήμα τίκτω, δηλαδή γεννώ και όχι δημιουργώ. Η εταιρεία Σκοπιά χρησιμοποιεί εν προκειμένω ως επιχείρημα τη γραμματική διαστρέβλωση μεταξύ των ρημάτων κτίζω και τίκτω, από το οποίο προέρχεται η λέξη πρωτότοκος.
Ο Θεός Λόγος δεν είναι πρωτόκτιστος, αλλά πρωτότοκος, προηγείται δηλαδή της δημιουργίας. Είναι Κτίστης και όχι κτίσμα. Είναι της ιδίας φύσεως με τον Γεννήτορα Θεό Πατέρα και αυτό γίνεται αντιληπτό και από το Αποκ. 1, 17, 18 όπου δηλώνεται ότι ο Υιός είναι Άναρχος και ως Άναρχος υπέρκειται της δημιουργίας ως Δημιουργός και δεν συναριθμείται στα δημιουργήματα.
Επιπλέον, το Πρωτότοκος του εδαφίου Κολ. 1, 15, κατανοείται ορθώς στα πλαίσια της ευρύτερης νοηματικής συνάφειας του Βιβλικού κειμένου. Στο Κολ. 1, 16 διευκρινίζεται ότι δι’ Αυτού, ως Δημιουργού δηλαδή και όχι ως δημιουργήματος, κτίστηκαν όλα όσα υπάρχουν στον ουρανό και στη γη, ενώ στο Κολ. 1, 17 τονίζεται η ασύγκριτη υπεροχή του Άκτιστου Θεού Λόγου και η διαφορά του από την κτιστή δημιουργία με το «και αυτός εστι προ πάντων».

Πώς εγείρονται κατά τη "Σκοπιά" οι νεκροί



Πώς εγείρονται κατά τη "Σκοπιά" οι νεκροί
("Ο πολύς όχλος")
Άννας Μπουρδάκου, μέλους του Δ.Σ. της Π.Ε.Γ.
περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ τεύχος 45
Το κυβερνών σώμα των «μαρτύρων του Ιεχωβά», σαν μία επίλεκτη ομάδα από το υπόλοιπο των χρισμένων, δηλαδή τον «πιστό και φρόνιμο δούλο», φέρει όλη την ευθύνη για την ετοιμασία της πνευματικής τροφής των προβάτων. Αυτή η τροφή δεν είναι όπως ισχυρίζεται η «Σκοπιά», δικές της απόψεις. Είναι οι αλήθειες με τις οποίες την προμηθεύει ο Ιεχωβά, ή ο Ιησούς Χριστός ή το Άγιο Πνεύμα, αναλόγως όπως το κυβερνών σώμα βούλεται. Αυτή την φορά ο Ιεχωβά είναι ο υπεύθυνος για τις προσαρμογές που στέλνει στην οργάνωσή του.

Έτσι δικαιολογεί τις δογματικές της αλλαγές, όπως η «Σκοπιά» γράφει:

«Σκοπιά», 15/5/06, σελ. 24: « Ο Ιεχωβά έχει επιφέρει σταδιακές προσαρμογές στο επίγειο μέρος της οργάνωσής του. Αυτές οι προσαρμογές έχουν εξωραΐσει, σταθεροποιήσει και ενισχύσει την διευθέτηση που ο ίδιος έχει φέρει σε ύπαρξη για την πνευματική μας προστασία».

Όλες τις αντιφατικές διδασκαλίες της «Σκοπιάς» που κατά διαστήματα ταλανίζουν τους οπαδούς, τις «επιφέρει» ο Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά είναι εκείνος ο οποίος κάνει τα λάθη-«προσαρμογές» όπως τις ονομάζει η «Σκοπιά». Για όλες αυτές, λοιπόν, τις διδαχές οι οποίες σε άλλες περιπτώσεις χαρακτηρίζονται ψευδείς και αρκετές φορές δαιμονικές από την ίδια την εταιρία, όπως για το εδάφ. Ρωμ. ΙΓ. 1, από την εποχή του Κ. Ρώσσελ και κατόπιν, μόνος υπεύθυνος θεωρείται ο Ιεχωβά, όπως τουλάχιστον τον παρουσιάζει η πιο πάνω «Σκοπιά», που μάλιστα τις ονομάζει και «εξωραϊστικές». Το «κυβερνών σώμα», είναι ανεύθυνο... αφού ο αγωγός απλώς παραλαμβάνει και κηρύττει ό,τι τού διοχετεύει ο Ιεχωβά, για πνευματική προστασία και διάφορα άλλα.

Το θέμα πού θα παρουσιαστεί είναι σημαντικό για τον «πολύ όχλο», γιατί αυτούς αφορά και συγκεκριμένα, με ποιο σώμα θα αναστηθούν και σε ποια κατάσταση:

1958-60. «Από τον απολεσθέντα παράδεισο», σελ. 234: «Όσοι επανέλθουν σε ζωή επάνω στη γη δεν θα εξέλθουν από τον Άδη ή τον τάφο τέλειοι κατά σάρκα».

1982-85. «Χιλιετής Βασιλεία», σελ. 35: «Ανάμεσα σ' εκείνους που θα βγουν από τον Άδη ή τον κοινό τάφο θα είναι και ο κακοποιός που κρεμάστηκε πάνω σ' ένα πάσσαλο εκτέλεσης δίπλα στον Ιησού... Αυτός θα έχει την ευκαιρία μαζί με άλλους αναστημένους νεκρούς ανθρώπους να διορθώσει τη ζωή του και να γιατρευτεί από τις ανθρώπινες ατέλειες και την αμαρτωλότητά του».

Μας παρουσιάζεται η «αλήθεια» την οποία παρέδωσε ο Ιεχωβά στο «κυβερνών σώμα» έως το 1982 (οι Έλληνες οπαδοί το πληροφορήθηκαν αυτό το 1985). Αυτό βέβαια δεν απασχολεί τη «Σκοπιά»· έστω και με καθυστέρηση τριών ετών μαθαίνουν ότι οι αναστημένοι, από τον «πολύ όχλο», θα είναι ατελείς και σωματικά και διανοητικά Αυτές τις ατέλειες θα αναλάβουν να τις τακτοποιήσουν οι υπεύθυνοι της οργάνωσης, εδώ στη γη, ώστε στο διάστημα των 1.000 ετών να τελειοποιηθούν. Αυτή ήταν και η «αλήθεια» την οποία κήρυττε η «Σκοπιά», μέσω όλων των εντύπων της, καθώς και προφορικώς κατά το περίφημο «έργο», την «αγνή λατρεία», προς τον Ιεχωβά.

Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ. Πως πρέπει να προσέχει τον εαυτό του όποιος ζει μέσα στον κόσμο


Πῶς πρέπει νὰ προσέχει τὸν ἑαυτὸ του ὅποιος ζεῖ μέσα στὸν κόσμο (1)
Ψυχὴ ὅλων τῶν ἀσκήσεων, ποὺ γίνονται γιὰ τὸν Κύριο, εἶναι ἡ προσοχή. Δίχως προσοχή, ὅλες αὐτὲς οἱ ἀσκήσεις εἶναι ἄκαρπες, νεκρές. Ὅποιος ποθεῖ τὴ σωτηρία του πρέπει νὰ μάθει νὰ προσέχει ἄγρυπνα τὸν ἑαυτό του, εἴτε ζεῖ στὴ μόνωση εἴτε ζεῖ μέσα στὸν περισπασμό, ὁπότε καμιὰ φορά, καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλει, παρασύρεται ἀπὸ τὶς συνθῆκες.

Ἂν ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ γίνει τὸ ἰσχυρότερο ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα αἰσθήματα τῆς καρδιᾶς, τότε πιὸ εὔκολα θὰ προσέχουμε τὸν ἑαυτό μας, τόσο στὴν ἡσυχία τοῦ κελιοῦ μας ὅσο καὶ μέσα στὸν θόρυβο ποὺ μᾶς κυκλώνει ἀπὸ παντοῦ.

Στὴ διατήρηση τῆς προσοχῆς πολὺ συμβάλλει ἡ συνετὴ μετρίαση τῆς τροφῆς, ποὺ μειώνει τὴ θέρμη τοῦ αἵματος. Ἡ αὔξηση αὐτῆς τῆς θέρμης ἀπὸ τὰ πολλὰ φαγητά, ἀπὸ τὴν ἔντονη σωματικὴ δραστηριότητα, ἀπὸ τὸ ξέσπασμα τῆς ὀργῆς, ἀπὸ τὸ μεθύσι τῆς κενοδοξίας καὶ ἀπὸ ἄλλες αἰτίες προκαλεῖ πολλοὺς λογισμοὺς καὶ φαντασιώσεις, δηλαδὴ τὸν σκορπισμὸ τοῦ νοῦ. Γι’ αὐτὸ οἱ ἅγιοι πατέρες σ’ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ προσέχει τὸν ἑαυτὸ του συστήνουν πρὶν ἀπ’ ὅλα τὴ μετρημένη, διακριτικὴ καὶ διαρκῆ ἐγκράτεια ἀπὸ τὶς τροφὲς (2).

Ὅταν σηκώνεσαι ἀπὸ τὸν ὕπνο πρόκειται γιὰ μιὰ προεικόνιση τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, ποὺ περιμένει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους—, νὰ κατευθύνεις τὶς σκέψεις σου στὸν Θεό. Νὰ προσφέρεις σὰν θυσία σ’ Ἐκεῖνον τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς λειτουργίας τοῦ νοῦ σου, ὅταν αὐτὸς δὲν ἔχει ἀκόμα προσλάβει καμιὰ μάταιη ἐντύπωση.

Ἀφοῦ ἱκανοποιήσεις ὅλες τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος, ὅπως κάθε ἄνθρωπος ποὺ σηκώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνο, διάβασε μὲ ἡσυχία καὶ αὐτοσυγκέντρωση τὸν συνηθισμένο προσευχητικό σου κανόνα. Φρόντισε ὄχι τόσο γιὰ τὴν ποσότητα ὅσο γιὰ τὴν ποιότητα τῆς προσευχῆς. Αὐτὸ σημαίνει νὰ προσεύχεσαι μὲ ἀπόλυτη προσοχή. Ἔτσι θὰ φωτιστεῖ καὶ θὰ ζωογονηθεῖ ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὴν κατάνυξη καὶ τὴ θεία παρηγοριά.

Μετὰ τὸν κανόνα τῆς προσευχῆς, προσπαθώντας πάλι μ’ ὅλες σου τὶς δυνάμεις γιὰ τὴ διατήρηση τῆς προσοχῆς, νὰ διαβάζεις τὴν Καινὴ Διαθήκη, κυρίως τὸ Εὐαγγέλιο. Διαβάζοντας, νὰ σημειώνεις μὲ ἐπιμέλεια τὶς παραγγελίες καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ κατευθύνεις σύμφωνα μ’ αὐτὲς ὅλες σου τὶς πράξεις τῆς ἡμέρας, φανερὲς καὶ κρυφές.

Αν ο ιερέας δεν ζει σωστά, ο βαπτιζόμενος από αυτόν βλάπτεται;



ΑΓΙΟΥ ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΟΥ

ΑΝ Ο ΙΕΡΕΑΣ ΔΕΝ ΖΕΙ ΣΩΣΤΑ
Ο ΒΑΠΤΙΖΟΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ ΒΛΑΠΤΕΤΑΙ;  


ΣΤΟΝ ΚΟΜΗΤΑ ΕΡΜΙΟ
Ότι, εάν ο Ιερέας δεν ζει σωστά, ο βαπτιζόμενος
δεν βλάπτεται καθόλου ως προς τα σωτηριώδη σύμβολα.
   
Επειδή, όπως έχεις γράψει,σκανδαλίζεσαι από τη ζωή τού πρεσβυτέρου Ζωσίμου, και νομίζεις ότι, όσοι βαπτίζονται από αυτόν, βλάπτονται καίρια και αναπόφευκτα,θεώρησα σωστό να σου απαντήσω πολύ γρήγορα, ότι αυτός που βαπτίζεται δεν βλάπτεται ως προς τα σωτηριώδη σύμβολα, εάν ο ιερέας δεν ζει σωστά, αλλ’ αυτός βέβαια οπωσδήποτε (γιατί πρέπει να σε δια­βεβαιώσω) θα απολαύσει εκείνες τις θεϊκές και ανώτερες από κάθε περιγραφή ευεργεσίες, ενώ ο ιερέας θα δώσει λόγο πιο ανυπόφορο για τη δική του ζωή, και θα κολαστεί τόσο περισσό­τερο, όση είναι και η τιμή της οποίας είχε αξιωθεί. Γιατί αυτός που δεν έγινε αγαθός ούτε με το ότι τιμήθηκε με την ιερωσύνη, δικαιολογημένα θα είναι άξιος μεγαλύτερης τιμωρίας.
Κανένας λοιπόν από αυτούς που μυήθηκαν σ’ εκείνη την θεϊκή τελετή, η οποία ανοίγει στους μυημένους τους ουρανούς, να μη σκέφτεται ότι βλάπτεται άμεσα ως προς τα σύμβολα της σωτηρίας, ούτε, όταν ενδεχομένως φταίξει, να νομίζει ότι θα έχει ευπαρουσίαστη ομολογία τη ζωή τού ιερέα. Αυτά βέβαια τα λέγω, όχι επειδή όλοι οι ιερείς είναι τέτοιοι, μη γένοιτο (αν και βέβαια σε κάποι­ους υπάρχουν αυτά τα παραπτώματα, από άλλους όμως απουσιάζουν. Και αν σε μερικούς δεν υπάρχουν αρετές, ούτε από όλους λείπουν), αλλά θέλοντας να δείξω, ότι ακόμα και αν όλοι είναι τέτοιοι, αυτός που βαπτίζεται δεν βλάπτεται καθόλου.
Αν όμως νομίζεις ότι αυτά είναι σκέψεις ανθρώπων, θα προσπαθή­σω να σε βεβαιώσω από τα θεία λόγια. Τι δηλαδή πιο βδελυρό υπήρξε από τον Βαλαάμ; Και όμως ο Θεός χρησιμοποίησε τη γλώσσα του σε ευλογίες. Τι επίσης πιο μυαρό από τον Καϊάφα; Και όμως προφήτεψε, και η χάρη του Θεού τη γλώσσα του βέ­βαια την άγγιξε, την πρόθεσή του όμως δεν την άγγιξε. Αν όμως θέλεις να μάθεις και κάτι πιο παράδοξο, με κόρακα, το ακάθαρτο αυτό πτηνό, έτρεφε τον Ηλία που διέτρεξε τους ουρανούς.
Μην αμφιβάλλεις λοιπόν, όταν τα θεία και υπερφυσικά χαρίσματα δίνονται σε μερικούς αμαρτωλούς ιερείς (γιατί δεν πρέπει να τους καταδικάζουμε όλους, ούτε και είναι δίκαιο).

 
ΣΤΟΝ ΖΩΣΙΜΟ Για το ίδιο θέμα.
Απορώ πολύ, πως, ενώ δεν έχεις εξαναγκασθεί από κάποιο παράδειγμα, ούτε και έχεις κάποιον να μιμηθείς (γιατί εύχομαι να μη συμβεί σε κανένα να πέσει σε τόσο βαθύ βάραθρο, και είθε συ να συνέλθεις από αυτή την καταστρεπτική μέθη), κατηγορείς τους ιερείς που διακρίνονται για τις αρετές και είναι πλούσιοι σε πνευματικά κατορθώματα, νομίζοντας ότι η διακωμώδηση των άλλων αποτελεί δικαιολογία για τα δικά σου καμώματα.
Αλλ’ αυτό δεν είναι έτσι, αγαπητέ, δεν είναι έτσι, αντίθετα και από τους ανθρώπους γελοιοποιείσαι και καταδικάζεσαι, και από τον Θεό θα υποστείς πολλές τιμωρίες, και επειδή ασπάσθηκες την κακία, και επειδή ατίμασες την αρετή, και επειδή κατηγόρησες αυτούς που είναι τρόφιμοι της αρετής, και επειδή, φερόμενος σαν μεθυσμένος, εξύβρισες την ιερωσύνη, με αποτέλεσμα οι πε­ρισσότεροι από τους ανθρώπους, για να μη πω όλοι, σκανδαλίσθηκαν από σένα, νομίζοντας ότι έπαθαν ζημιά ως προς τα μυστήρια της σωτηρίας.
Για να απαλλαγείς λοιπόν από όλα αυτά τα κακά, πράγμα που εύχομαι, γνώρισε τον εαυτό σου.

ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ    2
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ – ΒΙΒΛΙΟ Β’ – ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Α’-Τ’
Εισαγωγή Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια
Από τον Παναγιώτη Παπαευαγγέλου Διδάκτορα θεολογίας

Άγιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης στον Διάκονο Ισίδωρο στη ρήση "αυτός αμάρτησε, ή οι γονείς του;"



ΑΓΙΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ 
ΣΤΟΝ ΔΙΑΚΟΝΟ ΙΣΙΔΩΡΟ
Στη ρήση·
«Αυτός αμάρτησε, ή οι γονείς του;»*
   Οι απόστολοι, σαν μαθητές της σοφίας και εραστές της αλή­θειας, παρατηρώντας τον Σωτήρα που έβλεπε με συμπάθεια τον τυφλό, και που κατά κάποιο τρόπο τους προκαλούσε να τον ρωτήσουν,του πρόβαλαν δύο αντιλήψεις, που συχνά επαναλαμβάνονται και συζητούνται από τους ανθρώπους.
Επειδή δη­λαδή οι παιδαριώδεις σοφοί των Ελλήνων δίδαξαν, ότι η ψυχή υπέπεσε σε σφάλματα και γι’ αυτό στάλθηκε στο σώμα για να τιμωρηθεί, ενώ οι Ιουδαίοι πίστευαν ότι οι αμαρτίες των προγό­νων τους μεταβιβάζονται στους απογόνους, σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί, «Οι αμαρτίες των πατέρων μεταβιβάζονται στα παιδιά μέχρι την τρίτη και τέταρτη γενεά», του είπαν, αφού γνωρίζει τα πάντα πριν ακόμα να συμβούν «Ποιος αμάρτησε, αυτός (όπως λένε οι Έλληνες), ή οι γονείς του (όπως λένε οι Ιουδαίοι), ώστε να γεννηθεί τυφλός;».
Και η αλήθεια δεν έδω­σε ούτε λοξή, ούτε πλάγια, ούτε γεμάτη αίνιγμα την απάντηση, αλλά ορθή και πιο καθαρή από κάθε σαφήνεια· «Ούτε αυτός αμάρτησε (πως άλλωστε θα γινόταν προτού να γεννηθεί;), ούτε οι γονείς του», δηλαδή, για να γεννηθεί τυφλός.
Απάντησε δη­λαδή σύμφωνα με την ερώτηση. Γιατί φυσικό ήταν να είχαν αμαρτήσει αυτοί, ή καλύτερα, αμάρτησαν βέβαια, αλλά δεν είναι αίτιοι της συμφοράς αυτού. Για ποιόν λόγο λοιπόν γεννήθηκε τυφλός «Για να φανερωθούν τα έργα τού Θεού σ’ αυτόν», δηλαδή επετράπη να γεννηθεί ανάπηρη η φύση, για να ανακηρυχθεί ο τεχνίτης.

 * ΙΩΑΝΝΗ 9.2

ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΟΥ
ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ   2
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ – ΒΙΒΛΙΟ Β’ – ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Α’-Τ’
Εισαγωγή Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια
Από τον Παναγιώτη Παπαευαγγέλου
Διδάκτορα θεολογίας

Αγίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου. Για την ιερωσύνη, η οποία ατιμάζεται από εκείνους που τη χρησιμοποιούν κακώς



ΑΓΙΟΥ ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΟΥ
ΣΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΘΕΟΔΟΣΙΟ
 Για την ιερωσύνη, η οποία ατιμάζεται από εκείνουςπου τη χρησιμοποιούν κακώς.
Η ιερωσύνη βέβαια είναι θείο πράγμα και το πιο πολύτιμο από όλα, την ατιμάζουν όμως περισσότερο από όλους αυτοί που τη χρησιμοποιούν κακώς, οι οποίοι δεν έπρεπε να χειροτο­νούνται καθόλου, ώστε οι ανόητοι να μη τολμούν να αποδίδουν σ’ αυτήν τα εγκλήματα αυτών που την ασκούν. Γιατί, αφήνο­ντας αυτούς που την ατιμάζουν, στρέφουν σ’ αυτήν τις κατηγο­ρίες, η οποία έπρεπε και να δικαστεί, επειδή ασχημονεί με ανθρώπους αχρείους, και οι οποίοι δεν έπρεπε να συγκαταριθμούνται σ’ αυτήν.
Γιατί, εάν στις κοσμικές εξουσίες, άλλο είναι το αξίωμα, και άλλος εκείνος που δεν το ασκεί όπως πρέπει, και η αρχή, έχοντας τη δική της τάξη και αξία, εκείνον που παρεκτρέπεται σ’ αυτήν, τον τιμωρεί με την πιο βαρειά τιμωρία, για ποιόν λόγο στην ιεροσύνη συγχέουν τα πράγματα, και τις αμαρτίες εκείνων που δεν την υπηρετούν όπως πρέπει, προσπαθούν να τις αποδώσουν σ’ αυτήν;
Ας παύσουν λοιπόν εκείνοι που εξαιτίας τού Ευσεβίου και τού Ζωσίμου και τού Παλλαδίου και τού Μάρωνα εξευτελίζουν την ιερωσύνη, και ας μη ακονίζουν το ξίφος της τιμωρίας εναντίον τους, αλλά εκείνους βέβαια που δεν ανέχονται να ζουν με ευσέβεια, να τους κατηγορούν ως μιαρούς και εχθρούς της ευσέβειας και της αρετής, ενώ αυτήν να την εξυμνούν και να την στεφανώνουν, επειδή παρέχει σε όλους αυ­τά που πρέπει.
Γιατί με αυτήν και αναγεννώμαστε και μετέχουμε των μυστηρίων, χωρίς τα οποία δεν είναι δυνατόν να μετάσχουμε και στα ουράνια βραβεία, σύμφωνα με τους αψευδείς λόγους της αλήθειας, η οποία άλλοτε λέγει, «Εάν κάποιος δεν γεννηθεί από νερό και Πνεύμα, δεν θα μπει στη βασιλεία των ουρανών», και άλλοτε «Εάν κάποιος δεν φάει τη σάρκα μου και δεν πιει το αίμα μου, δεν έχει θέση μαζί μου».
Εάν λοιπόν χωρίς αυτά δεν είναι δυνατόν να γίνουμε άξιοι της καταλήξεως στον Θεό, και αυτά δεν τελούνται από κανένα άλλον, παρά μόνον από την ιερωσύνη, πως είναι δυνατόν κάποιος που περιφρονεί αυτήν, να μη ατιμάζει τα θεία και να μη περιφρονεί την ψυχή του;
Επομένως, για να μη γίνονται αυτά, την ιερωσύνη βέβαια να την εκθειάζουμε, ενώ εκείνους που την ασκούν ανάξια να τους κλαίμε, και να μη επιρρίπτουμε τα πταίσματα εκείνων σ’ αυτήν, η οποία και οφείλει να τους τιμωρήσει.

ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ    2
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ – ΒΙΒΛΙΟ Β’ – ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Α’-Τ’
Εισαγωγή Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια
Από τον Παναγιώτη Παπαευαγγέλου Διδάκτορα θεολογίας

Για την Ιερωσύνη Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης Επιστολή ΚΗ' (P.G. 99, 998-999)




Για την Ιερωσύνη
ΠΡΩΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ

Πρέπει, λοιπόν, παπά μου,
πρώτα να γίνεις μαθητής του Χριστού, και μετά να επιχειρείς να διδάσκεις τους άλλους,
πρώτα να υποταχείς σύ, σε πνευματικό πατέρα, να σε οδηγήσει στον Χριστό και μετά να οδηγείς συ άλλους στον Χριστό,
πρώτα να φωτισθείς από το αληθινό Φως, και μετά να οδηγήσεις άλλους στο Φως,
πρώτα, να ελευθερωθείς σύ, και μετά να κάμεις προσπάθεια να ελευθερώσεις συ άλλους.
Άγιος Συμεών νέος Θεολόγος (Λόγος 87)
ΑΞΙΩΜΑ
Όσο και αν ψάξεις, δεν θα βρεις εδώ στην γη, άλλο αξίωμα σαν την ιερωσύνη υψηλό.
Η ιερωσύνη είναι μια αρχή, που ο τόπος δράσης της είναι εδώ στη γη, αλλά οι αποφάσεις της ισχύουν, για πάντα, και εδώ στη γη και εκεί στον ουρανό.
Ο ιερωμένος έδρα του έχει την γη. Και προηγείται. Ο Χριστός, παρ' ότι είναι ο Κύριος και Δεσπότης, χρονικά έρχεται στις αποφάσεις δεύτερος και ακολουθεί και επικυρώνει τις αποφάσεις των επί γης αντιπροσώπων Του.
Ο ιερέας (δεν είναι υπερβολή αυτό που λέμε), στέκει ανάμεσα στον Θεό και σε όλο το γένος των ανθρώπων. Και γι' αυτό, από την μια παίρνει και κατεβάζει όλα τα λαμπρά δώρα του Θεού σε μας και από την άλλη ανεβάζει εκεί, στον ουρανό, τις ικεσίες τις δικές μας.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
(Εις Ησαΐαν, Ομιλία', 1).
ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΙΣΜΑ

Εμείς, ποτέ δεν θα κάμωμε την Εκκλησία μας κομμάτια: παρέες, ομαδούλες σχισματικές.

Να μην επιτρέψει ο Κύριος να καταντήσωμε σε τέτοιο κρίμα και σε τέτοιο χάλι θλιβερό!
Όσες και αν είναι οι αμαρτίες μας, να μη το επιτρέψει ο Θεός και Κύριος, τέτοιο φρικτό κακό να πάθωμε.
Γιατί, άνθρωπε, αποκόβεσαι από την αγία Εκκλησία του Χριστού; Η Εκκλησία δεν έχει, δεν είχε ποτέ, ούτε κηλίδα, ούτε σπίλο η ρυτίδα. Ανθρώπων είναι τα όποια λάθη!
Σχίσμα στην Εκκλησία; Γιατί; Ποτέ. Ποτέ. Και αν χρειάζεται, οι παραβάτες των ιερών κανόνων να τιμωρούνται αυστηρά!
Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης
Επιστολή ΚΗ' (P.G. 99, 998-999)
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη 

Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: Το της Ιερωσύνης επάγγελμα



Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου
«Το της Ιερωσύνης επάγγελμα»
Απολογητικός (περί Ιεροσύνης),
μετ. Θ. Καστανά, εκδ. «Ενορίας», 1948, Αποσπάσματα.
Είναι και κάτι άλλο τελευταίο και μεγαλύτερο από όσα είπα. (Προχωρώ, βλέπετε, στον κολοφώνα του λόγου και δεν θα πω ψέμα· γιατί δεν επιτρέπεται σ' αυτούς που μιλούν για τόσο υψηλά ζητήματα). Δεν ενόμιζα κι ούτε τώρα νομίζω, ότι το ίδιο είναι να βόσκη κανείς ποίμνιο ή βουκόλιο και το ίδιο να επιστατή ανθρώπινες ψυχές. Γιατί εκεί φθάνει κανείς να θρέψη ή να παχύνη το βουκόλιο ή το ποίμνιο, και σ' αυτόν τον σκοπό αποβλέποντας ο βουκόλος ή ο βοσκός θα πάη σε τόπους με άφθονο νερό και με καλό χόρτο, θα οδηγήση τα ζώα του από λιβάδι σε λιβάδι, θα τα ξεκουράση, θα τα σκορπίση και θα τα συμμαζέψη, μερικά με το ραβδί του, τα περισσότερα με τη φλογέρα. Άλλη δουλειά δεν έχει ο βοσκός ή ο βουκόλος, παρά κάποτε κάποτε να πολεμήση λίγο με τους λύκους κι ίσως καμιά φορά να φροντίση για κανένα άρρωστο ζώο του. Η συνηθισμένη του φροντίδα είναι οι βελανιδιές, η σκιά, οι καλαμιές, να ξαπλωθή στο παχύ χορτάρι κοντά στο κρύο νερό, να στρώση κρεββάτι στη δροσιά και κάπου κάπου να τραγουδήση και κανένα ερωτικό κρατώντας το ποτήρι, να κουβεντιάση με τις αγελάδες ή τα πρόβατά του, κι απ' αυτά πάλι να φάη στο γλέντι του ή να πουλήση το παχύτερο. Για την αρετή όμως των ποιμνίων ή των βουκολίων δεν εφρόντισε ποτέ κανείς. Άλλωστε ποια είναι η αρετή των; Και ποιος εσκέφθηκε ποτέ τι είναι καλό γι' αυτά εμπρός στη δική του εξ εκείνων ηδονή;

Στους ανθρώπους όμως, αν είναι δύσκολο να ξέρη κανείς να είναι αρχόμενος, κινδυνεύει να είναι πολύ δυσκολώτερο να ξέρη κανείς πώς να άρχη ανθρώπων, και μάλιστα τέτοιαν αρχή την ιδική μας των ιερέων, η οποία έχει θείους νόμους και οδηγεί τις ψυχές προς τον Θεό· και όσο είναι το ύψος και το αξίωμα αυτής της αρχής, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για όποιον έχει νου να το σκεφθή. Θα πρέπει, πρώτο και κύριο, όπως ο άργυρος ή ο χρυσός, όπως και να τον γυρίσης και σε όλων των ειδών τας περιστάσεις και τα πράγματα, πουθενά να μην έχη εντός του διόλου κατώτερο υλικό που δεν αντέχει στη δοκιμαστική φωτιά· αλλιώς, τόσο μεγαλύτερο κακό θα κάνη όσο περισσότερους κυβέρνα· γιατί βέβαια μεγαλύτερη είναι η κακία που προχωρεί σε πολλούς, από εκείνην που μένει μόνο ενός.
[...] Δεν ταιριάζουν τα ίδια σε όλους, δεν έχουν ούτε τις ίδιες σκέψεις ούτε τις ίδιες επιθυμίες η γυναίκα με τον άνδρα, ο γέρος με τον νέο, ο φτωχός με τον πλούσιο, ο χαρούμενος με τον λυπημένο, ο άρρωστος με τον γερό, οι άρχοντες κι οι πολίτες, οι σοφοί κι οι αμόρφωτοι, οι δειλοί και οι θρασείς, οι οργίλοι και οι πράοι. Όσοι προοδεύουν σε κάτι κι όσοι αποτυχαίνουν.
Κι αν τα εξετάσης λεπτομερέστερα, δεν ζουν το ίδιο οι περισσότεροι παντρεμένοι με τους άγαμους· ούτε πάλι οι ερημίτες όμοια με τους κοινωνικούς κι όσους έχουν μικτή ζωή· ούτε όσοι έχουν δοκιμασθή και ζουν στη θεωρία προς όσους αγωνίζονται· οι αστοί πάλι με τους αγρότες· οι ηθικώτεροι με τους πονηρότερους· οι έχοντες υποθέσεις με όσους έχουν παραιτηθή· ούτε όσοι κτυπήθηκαν από συμφορές μ' εκείνους που προχωρούν στη ζωή τους χωρίς εμπόδια και δεν εγνώρισαν το χειρότερο ο καθένας τους διαφέρει από τον άλλο στις επιθυμίες και τις ορμές συχνά περισσότερο απ' όσο σωματικά φαίνεται· αν θέλης, πρόσθεσε ακόμη και την ιδιαίτερη του καθενός μας ιδιοσυγκρασία. Δεν είναι εύκολο να κυβερνηθούν αυτά όλα.

π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου (†): Το έργο των κληρικών στην Εκκλησία



Κείμενα του π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου
ἐπιμέλεια: π. Κυριακοῦ Τσουροῦ
Στήν ἐποχή μας, πού τά ποιμαντικά προβλήματα αὐξάνονται στήν Ἑλλαδα, λόγῳ τῶν διεθνῶν ἀνακατατάξεων, παρουσιάζε-ται ἀδήριτη ἡ ἀνάγκη μιᾶς ἰδιαίτερης ποιμαντικῆς μέριμνας, γιά τήν περιφρούρηση τοῦ Ὀρθοδόξου Πληρώματος ἀπό τήν πολύμορφη καί πολυώνυμη σύγχρονη πλάνη.

Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ Χώρα μας ἀποτελεῖ μόνιμο καί στοχευμένο πεδίο δράσεως τῶν διαφόρων αἱρετικῶν καί παραθρησκευτικῶν προπαγανδῶν, ἰδιαίτερα τῆς «Νέας Ἐποχῆς». Παρουσιάζεται ἑπομένως ἡ ἀνάγκη, οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας νά γνωρίζουν τούς τρόπους δραστηριότητος τῶν διαφόρων αἱρετικῶν καί νά ἀγρυπνοῦν, ὥστε νά εἶναι σέ θέση νά ἐντοπίζουν τά ὕπουλα προσωπεῖα μέ τά ὁποῖα ἐμφανίζεται ἡ σύγχρονη πλάνη, γιά νά ἐνημερώνουν ἐγκαίρως καί νά περιφρουροῦν τό Ὀρθόδοξο Πλήρωμα.

Τό δημοσιευόμενο στό παρόν τεῦχος ἄρθρο τοῦ μακαριστοῦ π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου, δημοσιευμένο πρό 30 ἐτῶν, παρου-σιάζει μέ καταπληκτική διορατικότητα τό πρόβλημα καί ἀποτελεῖ πολύτιμο ὁδηγό στό ποιμαντικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Το έργο των κληρικών στην Εκκλησία
τοῦ π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου (†)
Σέ πρόσφατο συνέδριο εἰδικῶν σέ θέματα ἀπολογητικῆς, πού πραγματοποιήθηκε στό Μόναχο τῆς Γερμανίας ὑπογραμμίσθηκε πώς γιά πολλές ἀκραῖες προτεσταντικές αἱρέσεις, οἱ Ἐκκλη-σίες τῆς Δύσεως χαρακτηρίζονται «ἱεραποστολικός ἀγρός». Στή Γερμανία, ἰσχυρίζονται αὐτοί οἱ κύκλοι, δέν ἔγινε ποτέ ἱεραπο-στολή καί εὐαγγελισμός· ἀκόμη καί οἱ μεταρρυθμιστικές κινή-σεις ἀπό τίς ὁποῖες προῆλθαν οἱ προτεσταντικές Ἐκκλησίες δέν ὡδήγησαν στήν «ἀναγέννησι».

Γι’ αὐτό καί οἱ ὁμάδες αὐτές, οἱ λεγόμενες «ἐλεύθερες ἐκκλησί-ες», ἔχουν διαμοιράσει τή Γερμανία σέ ἐπί μέρους περιοχές, μέ σκοπό τήν ἱεραποστολή, τόν εὐαγγελισμό, τήν ἀναγέννησι. Γιά τήν πραγματοποίησι τοῦ σχεδίου ἀκολουθεῖται εἰδική στρατη-γική.

Πολλές ἀπό τίς «ἱεραποστολικές ὁμάδες» παρουσιάζονται ὄχι σάν ἐκκλησίες, ἀλλά σάν κινήσεις, μέ σκοπό τήν ἀναγέννησι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Προθυμοποιοῦνται νά δραστηριοποι-ηθοῦν στά πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μιᾶς κοινότητος. Προτείνουν μάλιστα στόν τοπικό ποιμένα νά ἀναλάβουν ἐκεῖ-νοι μερικές δραστηριότητες, ὅπως τήν κίνησι τῶν νέων κ.ἄ.

Ὅμως καλλιεργοῦν τή συναίσθησι πώς ἀποτελοῦν ἰδιαίτερη ὁμάδα, ἐκλεκτή, καί ὁδηγοῦν μέ τόν καιρό, ἀσυναίσθητα, σέ ἐσωτερική ἀπόστασι ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα, στήν ὁποία δραστηριοποιοῦνται. Οἱ πιστοί πού προσκολλοῦνται στήν ὁμάδα μέ διάθεσι νά βοηθήσουν στήν «ἱεραποστολή» καί στήν «ἀναγέννησι» τῆς ὅλης κοινότητος, ἀρχίζουν νά σκέπτωνται πώς ἡ Ἐκκλησία τους δέν εἶναι πλέον ἐκείνη πού ἀγαποῦν, ἐκείνη μέσα στήν ὁποία θέλουν νά ζήσουν· ἡ εἰκόνα της γίνεται ἀρνητική!

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

H Θεολογία του Μυστικισμού.




H διάσταση μεταξύ του Ανατολικού και του Δυτικού κλάδου του Χριστιανισμού φαίνεται καθαρά στις αντίστοιχες στάσεις τους απέναντι στο μυστικισμό. Από τα τέλη του Μεσαίωνα, η Εκκλησία στη Δύση, με την υπέροχη οργάνωσή της και την προτίμησή της για φιλοσοφικά συστήματα, υπήρξε πάντα λίγο φιλύποπτη προς τους μυστικιστές της. Η σταδιοδρομία ενός Μάστερ Έκχαρτ ή μιας Αγίας Θηρεσίας της Άβιλας δείχνει την ανησυχία που ένιωθαν οι εκκλησιαστικές αρχές για τους άνδρες και τις γυναίκες που έπαιρναν μια προσωπική συντομότερη οδό στις σχέσεις τους με το Θεό. Άν πρόσεχαν καλά, θα έβλεπαν ότι οι μυστικιστικές εμπειρίες έξω από τα πρέποντα, η θεολογία και ο μυστικισμός εθεωρούντο σαν συμπληρώματα το ένα του άλλου. Έξω από την Εκκλησία, η προσωπική θρησκευτική εμπειρία δε θα είχε καμιά σημασία· αλλά η Εκκλησία στηριζόταν για την αληθινή της ζωή στην εμπειρία που είχε δοθεί, σε διάφορους βαθμούς, σε καθέναν από τους πιστούς της. Τούτο δε σημαίνει ότι το δόγμα δεν είναι αναγκαίο. Το δόγμα είναι η ερμηνεία της αποκαλύψεως που ο Θεός εδιάλεξε να μας δώσει. Όμως, μέσα στο πλαίσιο που μας προσφέρθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο, κάθε άνδρας η γυναίκα μπορεί να επεξαργασθεί το δικό του ή το δικό της δρόμο προς τον έσχατο σκοπό, που υπερβαίνει κάθε θεολογία και που είναι η ένωση με το Θεό. «O Θεός έγινε άνθρωπος και ο άνθρωπος μπορεί να γίνει Θεός».

Σ’ αυτή τη φιλοδοξία η Ανατολή ξεπερνούσε τη Δύση. Έχει ειπωθεί, με κάποιαν αλήθεια, ότι στη Δύση ο μυστικιστής ζητά να γνωρίσει το Θεό, ενώ στην Ανατολή ζητά να γίνει Θεός. Aλλά γι’ αυτούς η γνώση συνεπάγεται συμμετοχή. Η φιλοδοξία της Θηρεσίας (της Άβιγα ή του Λιζιέ) να γίνει η νύμφη του Χριστού, σοκάρει λίγο τον Oρθόδοξο, για τον οποίο η Εκκλησία είναι η μόνη νύμφη του Χριστού. O Ανατολικός μυστικιστής οφείλει να χάσει ολόκληρη την προσωπικότητά του. Συνεπώς, ήταν σκληρότερο γι’ αυτόν από όσο ήταν για τους μεταγενέστερους Δυτικούς μυστικιστές να απαριθμούν τις εμπειρίες τους. Η θεοποίηση ουδέποτε μπορεί να περιγραφεί κατάλληλα με ανθρώπινους όρους.

Η καταφατική και αποφατική ορθόδοξη θεολογία


H ορθόδοξη θεολογία διακρίνεται σε καταφατική και αποφατική. Στὴ καταφατική της Αγίας Γραφής , δύναται να προσδιοριστεί τί είναι Θεός ενώ στὴν αποφατική να προσδιοριστεί τί δεν είναι Θεός. Έτσι, μὲ καταφάσεις και αρνήσεις, να προσεγγίσει ο άνθρωπος τὸ μυστήριό του Θεού.
Ωστόσο η ενέργεια του καταφάσκω, αποτελεί πράξη επιβεβαίωσης και αποδοχής της πραγματικότητας όπως την ορίζει ο ανθρώπινος κοινός νους. Συμβαίνει το ίδιο και με την απόφαση; Υπάρχει συγκατάθεση και συναίνεση του ανθρώπινου νου ή ενδόμυχα προκύπτει πνεύμα αποδοκιμασίας;
Η προσέγγιση ενός όρου όπως η απόφαση, αποτελεί επιτυχής θεολογική επίτευξη στην εποχή μας διότι δεν είναι εύκολο να κατανοήσει και να παραδεχθεί τη γνωσιολογική σημασία του αποφατισμού. Η γνώση γι’ αυτόν έχει αποκλειστικά καταφατικό χαρακτήρα και γι’ αυτό ο αποφατισμός νοείται ως άρνηση της γνώσης. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι η άποψη αυτή γίνεται ανεπιφύλακτα αποδεκτή, όχι μόνο από τον απλό μέσο άνθρωπο, αλλά ακόμη και από την επιστήμη. Αν όμως μια τόσο γνωσιολογική άποψη θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι σωστή και να ισχύει για την επιστήμη, τη φύση και γενικότερα για την κτιστή πραγματικότητα, δεν μπορεί να έχει καμιά ισχύ για την άκτιστη φύση του Θεού.
Στα πλαίσια της έρευνας, αντλώντας πολύτιμο θεολογικό υλικό από συγγραφείς μελετητές της ορθοδόξου κληρονομιάς, αλλά ιδιαίτερα από τον Μάξιμο τον Ομολογητή, έναν από τους σημαντικότερους Θεολόγους και εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Βυζαντίου, θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε και να αναλύσουμε με βάση την ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση, τους όρους «κατάφαση» και «απόφαση», καθώς και τον ρόλο τους στην ορθόδοξη χριστιανική θεολογία.
Η Κατάφαση ως παιδαγωγική εναρκτήρια οδό, της θεολογίας
Στην Ορθόδοξη θεολογία υπάρχουν δύο θεολογικοί δρόμοι προσπέλασης προς το Θείο μυστήριο. Οι δρόμοι αυτοί οδηγούν ο μεν πρώτος στην καταφατική ο δε δεύτερος, στην αποφατική θεολογία. Η πρώτη μορφή της θεολογίας αποτελεί την αρχική και παιδαγωγική οδό, και χωρίς αυτή δεν πρόκειται ποτέ κανείς να φθάσει "ακινδύνως" στην δεύτερη. Η καταφατική θεολογία, αποτελεί αρχή και οδηγό. Είναι κατήχηση. Είναι γνώση της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Είναι κήρυγμα προς τους ορθοδόξους, ως αρχικό στάδιο πνευματικής ζωής. Είναι κάλυψη λογική των "δούλων" και των "μισθωτών." Όσο άσχημο είναι να μείνει κανείς μόνιμα στην αρχή, άλλο τόσο, ίσως και περισσότερο επικίνδυνο, είναι να νομίσει κανείς, ότι η θεογνωσία αποτελεί νοησιαρχική κατάκτηση, που προκύπτει χωρίς προσωπική εμπειρία. Άλλωστε χωρίς παιδαγωγική μέθοδο, είναι αδύνατο από την Εκκλησία να φτάσει κανείς υπερβατικά, στην πνευματική κατάσταση να βλέπει το Θείο και άκτιστο φώς.
Η κατάφαση, ως φυσική ανάγκη για την ερμηνεία της δημιουργίας
Ενδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού, εκτός της ορθοδόξου θεολογικής προσέγγισης, υπήρχαν ανέκαθεν στα πλαίσια της κοσμολογίας, η οποία ως αφετηρία έχει την υπόσταση γενικά του κόσμου ως δημιουργήματος, καθώς και την σκόπιμη συγκρότησή του. Η παρατήρηση των γεγονότων που συμβαίνουν στο σύμπαν, έχει πείσει ότι τίποτε τυχαίο και αναίτιο δεν υπάρχει στη γένεση και τη ζωή των όντων. Κάθε τι που υπάρχει, κάθε ζωντανό ον, είναι αποτέλεσμα μιας άλλης αρχής, η οποία το γέννησε και το παρήγαγε. Η όλη παραπάνω τέλεια συγκρότηση, συνηγορεί καταφατικά στο ενδεχόμενο της συμμετοχής, μιας ανώτερης δύναμης στο έντεχνο συντονισμό της «θείας καταφατικής διοικήσεως» του σύμπαντος. Για τον παραπάνω λόγο και πριν καν ο ανθρώπινος νους κατανοήσει χαρισματικά την βιβλική δημιουργία της πλάσης, έχει τις τέλειες καταφατικές, κοσμολογικές ενδείξεις, ότι ένα υπερτέλειο θείο ον, με αγαθότητα, δικαιοσύνη, αγιότητα και αγάπη δημιούργησε κάτι το πολύ ανώτερο, δημιούργησε τα πάντα. Στη σκέψη του αυτή, ο άνθρωπος για πρώτη φορά συναντά, την κατάφαση στη θεολογία.
Ο όρος κατάφαση, στην αναζήτηση του Θεού
Στα πλαίσια της οντολογικής αναζήτησης του Θεού, ως εσωτερική ανάγκη και επιθυμία, ο θεολόγος, δύναται να Του αποδώσει πολλές ονομασίες τις λεγόμενες θεωνυμίες. Οι θεωνυμίες προέρχονται κατά βάση από την αρχική θεολογική εμπειρία και λόγω της συνειρμικής νοητικής αδυναμίας της αντίληψης του άυλου και υπερβατικού Θεού, αιτιωδώς, ο Θεός παρουσιάζεται με συμβολικές παραστάσεις ακόμα και με χέρια και πόδια. Ο συμβολικός αυτός τρόπος, που προέρχεται από την εμπειρία της ζωής του Χριστιανού, εκ των πραγμάτων και λόγω της ενδοκοσμικότητας του ανθρώπου, έχει προτεραιότητα στη ζωή, «εκ φύσεως». Ότι χειροπιαστό κατέχει και αισθάνεται, μπορεί να το αποδείξει, άρα και να το κατανοήσει. Αποδέχεται λοιπόν ο άνθρωπος την καταφατική θεολογική σκέψη, πρωταρχικά ενστικτωδώς, μελετώντας το Θεό ως οντότητα.
Η καταφατική προσιτή φύση του Θεού
Η καταφατική θεολογία, στηρίζεται σε καταφατικούς περί Θεού ορισμούς, σημαντικότερος των οποίων είναι η απόλυτη ιδέα του όντος. «Εγώ ειμί ο ών». Έτσι αποκαλύπτεται ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης στον Μωυσή, δίνοντας την πρώτη Του, οντολογική υπόσταση. Συνεπώς η κατάφαση στο «θεολογείν» λαμβάνει «θείο εναρκτήριο λάκτισμα» Η θεμελίωση της στη συνέχεια, γίνεται από τον ίδιο το Χριστό, κατά το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, την ανάμνηση του μυστικού δείπνου με τους μαθητές του. Η θέληση του θεανθρώπου να εισάγει στην τελευταία του συνάντηση με τους συνεχιστές του Χριστιανισμού, Αποστόλους μαθητές Του, την υλική, κοσμική, περιγραφική, συμποσιακή συνάθροιση, δίνει την εξ αρχής διαπίστευση στην καταφατική προσέγγιση της μετέπειτα χριστιανικής λατρείας.
Ο όρος της αποφατικής θεολογίας
Η αποφατική θεολογία αποτελεί, την ανώτερη ορθόδοξη θεολογία. Είναι η ταπείνωση της σκέψης μπρος στην απεραντοσύνη του μυστηρίου του Θεού. Είναι η άρνηση να εξαντλήσει κανείς σε σκέψεις και νοήματα την γνώση του Θεού, ο οποίος υπερβαίνει κάθε σκέψη και κάθε νόημα. Αρχίζει όταν «καταλάβει ο άνθρωπος ότι δεν πρέπει να θεωρεί ως "κάτι" το μυαλό του, ούτε να καμαρώνει γι' αυτό. Είναι ο λόγος του Σιλουανού, ότι ο Θεός και βλεπόμενος παραμένει μυστήριο.
H αποφατική θεολογία κατά την ερμηνεία της, θεωρήθηκε ως φιλοσοφία επηρεασμένη από την αρχαιοελληνική πλατωνική θεώρηση. Αναμφίβολα υπάρχουν κάποιες εξόφθαλμες ομοιότητες, που αφορούν στην ορολογία μεταξύ του Πλάτωνα (ή και των Νεοπλατωνικών ακόμα) και των Πατέρων της Εκκλησίας. Κάνοντας όμως μια βαθύτερη διερεύνηση, εντοπίζουμε ότι υπάρχει, μία ουσιαστική διαφορά, μεταξύ της ορθόδοξης αποφατικής θεολογίας και της ελληνικής αντίληψης περί του Θεού. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, φτάνουμε στη γνώση του Θεού μέσω της προγενέστερης θεώρησης «της ψυχής», ιδιαίτερα καθ’ όσον αυτή γεννά κάτι και μεταφέρει «μια διαρκή ροή του είναι» και στη συνέχεια μέσω της θεώρησης «της τάξης, η οποία υπάρχει στην κίνηση των άστρων», δηλαδή «ο λόγος, ο οποίος ταξινόμησε το σύμπαν» Η γνώση του Θεού κατά τον Πλάτωνα, γίνεται μέσα από την έκσταση, η οποία είναι μία εμπειρία, που για τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι δαιμονική. Κατά την έκσταση εξέρχεται το λογιστικό του ανθρώπου από το χώρο και τον χρόνο, καθώς και από την διαδοχική σκέψη και ενώνεται με το αμετάβλητο. Μέσα σ’ αυτή την διαδικασία το σώμα , είναι κάτι το κακό ή το αρνητικό, για τον λόγο αυτό δεν συμμετέχει στην εμπειρία της εύρεσης του Θεού.
Η όλη «αποφατική Θεολογία» του Πλάτωνα αφορά τελικά, στην αφαίρεση από την ανθρώπινη σκέψη όλων των ελαττωμάτων της περιορισμένης ανθρώπινης σκέψεως. Είναι εμφανής, η προσπάθεια να απαλλαγεί ο άνθρωπος, όχι από τα κτιστά, αλλά από τα μεταβλητά. Και αυτό διότι για τον Πλάτωνα, δεν υπάρχει η δημιουργία εκ του μηδενός και άκτιστος ύπαρξη δεν υπάρχει διάκριση δηλαδή μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Ενώ το βασικό δόγμα, της Χριστιανικής θεολογίας είναι η σαφής διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, καθώς και το ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα.
Διάκριση καταφατικής - αποφατικής οδού, από την σχολαστική θεολογία
Ότι φαίνεται όμοιο, ή μοιάζει με όμοιο, κατά κανόνα αν δεν διέπεται από τις ίδιες δογματικές αρχές, φέρει πηγαία και ουσιαστική διαφορετικότητα. Στην μακρά διαφορετική πορεία του ορθοδόξου δόγματος από την δυτική μεθοδολογία και λόγω της ομόηχης προσέγγισης, υπάρχει η σύγχυση σε ορθόδοξα εγχειρίδια δογματικής κατόπιν απλούστευσης, ότι η κατάφαση και η απόφαση αποτελούν αν όχι ταυτόσημες, ανάλογες έννοιες και μέθοδοι, με την δυτική διαλεκτική και προβληματική της θετικής και αρνητικής θεολογίας των σχολαστικών.

Μυστικισμός Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου & πάσης Αλβανίας κ.κ. Αναστάσιος

Ορισμός – Χαρακτηριστικά

Σκοπός του Μυστικισμού είναι η βιωματική, υπαρξιακή αναζήτηση, η άμεση σχέση και η πνευματική ένωση με τον Θεό η το θείο· αυτή επιδιώκεται με αυτοσυγκέντρωση, προσευχή, απάθεια, θεωρία, έκσταση. Ο Μυστικισμός αποτελεί συνήθως το διαισθητικό στοιχείο στη θρησκευτική εμπειρία και εμφανίζεται σε όλες σχεδόν τις θρησκείες, από τις πιο πρωτόγονες έως τις πιο εξελιγμένες. Κάποτε αναπηδά μέσα από πετρώδεις περιοχές μιας εξωτερικής θρησκευτικότητας, δίνοντας νέα άνθηση στο θρησκευτικό αίσθημα.
Λόγω των ποικίλων μορφών με τις όποιες εμφανίζεται στην Ιστορία των Θρησκευμάτων και των αντιφατικών στοιχείων τα όποια κάποτε περιλαμβάνει, δεν υπάρχει γενικά αποδεκτός ορισμός. Κατά κανόνα ο Μυστικισμός, ο όποιος εκφράζει την άμεση εμπειρία και σχέση του ανθρώπου με το Άγιο, διαφέρει από την αποκρυφιστική μυστικοπάθεια και τις απόκρυφες δοξασίες και τεχνικές.
Η σχέση Μυστικισμού και οργανωμένης θρησκείας εμφανίζεται ιδιότυπη, ένα μείγμα σεβασμού και δυσπιστίας. Συνήθως, ένα αληθινά θρησκευόμενο πρόσωπο έχει φλέβα μυστική, και ένας δονούμενος από τη βίωση του Αγίου μυστικός είναι έντονα θρησκευτική προσωπικότητα. Παρά ταύτα δεν πρέπει να συγχέεται η εν γένει θρησκευτικότητα με τον Μυστικισμό. Η θρησκεία είναι ένα πολύ ευρύτερο φαινόμενο. Όπως, εξάλλου, υπάρχουν μορφές μυστικισμού μη θρησκευτικές.
Δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία ως προς τα χαρακτηριστικά του Μυστικισμού. Η W.R. Inge (1889) είχε διακρίνει: Πρώτον, την εσωτερική γνώση. Δεύτερον, την ησυχία. Τρίτον, την ενδοσκόπηση. Και τέταρτον, την περιφρόνηση και παραμέληση των υλικών πραγμάτων. Στον 20ό αι. ως χαρακτηριστικά του Μυστικισμού αναγνωρίζονται συνήθως τα επισημανθέντα από τον W. James (1902): 1. Το ανέκφραστο (ineffability). 2. Το νοητικό στοιχείο (noetic), εφόσον η μυστική εμπειρία επιζητεί μιά ολική αντίληψη του σύμπαντος, που ασφαλώς ανήκει στη νοητική σφαίρα. 3. Η παθητικότητα (passivity). 4. Η παροδικότητα (transiency). Τελευταίως, ο L. Duprey (1987) προτείνει στη θέση της παροδικότητας την έννοια της ρυθμικότητας (rythmic), διότι η εμπειρία αυτή επανέρχεται με κάποιο ρυθμό. Και ακόμη προσθέτει ως 5, την ολοκλήρωση (integration), διευκρινίζοντας ότι η μυστική συνείδηση επιτυγχάνει να υπερβεί διάφορες αντιθέσεις και με την ενόραση να τις συνθέσει.

Η ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ

 
 
Κατά τη χριστιανική πίστη ο Θεός είναι "μυστήριο", είναι ακατάληπτος και αχώρητος στο νου μας. Έτσι, είναι αδύνατο να σχηματίσουμε πλήρη εικόνα της ουσίας του, όπως επίσης είναι αδύνατο να βρεθούν χαρακτηρισμοί και ονόματα, που να μπορούν να εκφράσουν πλήρως την ουσία και το περιεχόμενο της έννοιας «Θεός».
Ο Θεός είναι αόρατος, ασύλληπτος, υπερβατικός, πέρα απ' όλα τα λόγια, πέρα από κάθε κατανόηση. Ο Θεός είναι άπειρος και τέλειος και γι' αυτό δεν μπορεί να γίνει κατανοητός από μας τους ατελείς και πεπερασμένους. Όπως είναι αδύνατο να χωρέσει μέσα σ' ένα ποτήρι ολόκληρος ο ωκεανός, έτσι είναι αδύνατο να χωρέσει μέσα στο ανθρώπινο μυαλό ο άπειρος κα ανεξιχνίαστος Θεός.
 
Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΘΕΚΤΟΣ ΣΤΙΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ
 
Ο Θεός μπορεί να είναι άπειρος και ασύλληπτος με το νου και τις αισθήσεις μας, ωστόσο η άπειρη αγάπη του δεν άφησε να πλανιόμαστε μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας. Ο Θεός δεν άφησε τον εαυτό του άγνωστο και κρυμμένο. Όλος ο ορατός κόσμος που μας περιβάλλει αποτελεί ένα πρώτης τάξεως καθρέπτη μέσα από τον οποίο μπορούμε να πάρουμε μια πρώτη γεύση του θεϊκού μεγαλείου.
Εκτός από τη φυσική αυτή οδό γνώσεως του Θεού, εμείς οι Χριστιανοί έχουμε και την αποκάλυψη που μας έκανε ο ίδιος ο Υιός του με την Ενανθρώπηση του. Όμως και οι δύο αυτοί τρόποι (φυσικός και εξ αποκαλύψεως) γνώσεως του Θεού είναι ατελείς, αφού η ουσία του Θεού είναι απρόσιτη.
Γι' αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε ότι η  ουσία του Θεού είναι άγνωστη και άρρητη (δε λέγεται) και μόνο «τα περί τον Θεόν» μπορούμε να γνωρίσουμε. Για περισσότερη κατανόηση του θέματος ο Πατέρες της Εκκλησίας κάνουν διάκριση ανάμεσα στην ουσία και τις ενέργειες του Θεού. Και η μεν ουσία είναι ακατάληπτη, ενώ οι ενέργειές του για τον κόσμο και ιδιαίτερα για τον άνθρωπο είναι «μεθεκτές» (κατανοητές) από την αντιληπτική ικανότητα του ανθρώπου, αρκεί βέβαια αυτός να φτάσει σε
κάποιο βαθμό τελειότητας.
Τη «μέθεξη» αυτή των ενεργειών του Θεού μπορούν να την πετύχουν όλοι οι πιστοί. Όταν η μέθεξη των ενεργειών του Θεού φτάσει στο ύψιστο σημείο της (τελείωση, τότε έχουμε τη «θέωση» του ανθρώπου, η οποία βέβαια δε σημαίνει ότι προσεγγίζουμε και την ουσία του Θεού. Απλώς γινόμαστε «θεοειδείς», όχι όμως και θεοί.
 
ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
 
Δύο είναι οι τρόποι ή οι μέθοδοι με τις οποίες ο άνθρωπος μπορεί να προσεγγίσει τη γνώση του Θεού, η αποφατική και η καταφατική.
Η αποφατική μέθοδος προσεγγίζει την έννοια του Θεού, δουλεύοντας με αφαιρέσεις και αποφάσκοντας (εξ ου και αποφατική) από την έννοια του Θεού ότι ατελές, σχετικό και πεπερασμένο παρατηρείται στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Έτσι αποφάσκει το θάνατο καλώντας το Θεό αθάνατο, τη φθορά καλώντας τον άφθαρτο, το όνομα καλώντας τον ανώνυμο κ.ο.κ. Των επιθέτων πού χρησιμοποιεί για να εκφράσει την έννοια του Θεού, προηγείται το στερητικό άλφα (α-χώρητος, ά-φθαρτος, α-νώνυμος, α-κατάληπτος,  α-χώρητος κ.λπ.). Ο νους, αφαιρώντας από το Θεό ότι είναι σχετικό και περιορισμένο, φθάνει σιγά -σιγά στον εσώτερο πυρήνα του θείου όντος, ο οποίος φυσικά είναι αδιάγνωστος, εισδύει στης θεία αγνωσία, όπου λαμπρύνεται και θεοποιείται.
Η καταφατική πάλι μέθοδος, ξεκινώντας και αυτή από το φυσικό κόσμο, καταφάσκει (εξ ου και καταφατική) στον υπέρτατο βαθμό όλες τις τελειότητες και κάθε ιδέα αγαθού, που παρατηρούνται στα λογικά κτίσματα. Λόγου χάρη, αν ο άνθρωπος είναι αγαθός, ο Θεός νοείται πανάγαθος. Αν ο άνθρωπος είναι δυνατός, ο Θεός είναι παντοδύναμος. Αν ο άνθρωπος είναι άγιος, ο Θεός είναι πανάγιος.
Τόσο οι αποφατικές όσο και οι καταφατικές προσηγορίες του Θεού είναι μεν ανθρώπινες, βασισμένες όμως στο λόγο της θείας αποκαλύψεως, όπως αυτός φανερώνεται στις άγιες Γραφές, οι οποίες εκφράζουν τη ζωντανή σχέση του Θεού με την εξωτερική δημιουργία, όπως αυτή αντανακλάται στις ενέργειες του Θεού στον κόσμο.